Τριστάνα (1970) του Λουίς Μπουνιουέλ ||| Κριτικές για την ταινία || από 30 Μαΐου 2019 στις αίθουσες σε επανέκδοση

Η Τριστάνα είναι μία 18χρονη συγκαταβατική ορφανή στο Τολέδο της δεκαετίας του 20 την οποία αναλαμβάνει να προστατεύσει ένας ευκατάστατος, ασυμβίβαστος και άθεος γέρος, ο Δον Λόπε. Ο άντρας τη δέχεται με πατρικότητα, αλλά γρήγορα οι τρόποι του αλλάζουν, θέλει να είναι και σύζυγος και πατέρας της.

[Νέα Καλοκαιρινά Σεμινάρια: Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου, Δημιουργίας Ταινίας Μικρού Μήκους με Τάμπλετ και Κινητό ή Φτιάξε Ταινία Μικρού Μήκους με το Κινητό ή το Τάμπλετ, Ιστορίας Κινηματογράφου, Μοντάζ Premiere και Avid, και Δημιουργίας Ντοκιμαντέρ ξεκινούν μέσα Ιουνίου 2019. Πληροφορίες- Δηλώσεις Ενδιαφέροντος και Εγγραφές στα τηλέφωνα 2130 159 816, 6944143564 και στο e-mail schoolofcinemagr@gmail.com ]

Η κοπέλα μολονότι τον μισεί ανέχεται την ντροπή, ώσπου ερωτεύεται έναν νεαρό ζωγράφο που τον γνωρίζει τυχαία και οποίος με μία γροθιά την ελευθερώνει από τον δον Λόπε και την παίρνει μαζί του σε μία άλλη πόλη. Αυτός ζωγράφος αυτή πιανίστρια γνωρίζουν μία σύντομη ευτυχία. Δύο χρόνια αργότερα η Τριστάνα αρρωσταίνει βαριά νομίζει πως θα πεθάνει και θέλει να περάσει τις τελευταίες μέρες του στο σπίτι του Τολέδο, όπου ξέρει ότι ο θλιμμένος προστάτης θα τη δεχτεί.
Τις κόβουν το πόδι και σώζεται. Ο ζωγράφος την εγκαταλείπει , η ζωή δίπλα στον Δον Λόπε ξαναζωντανεύει το μίσος της για αυτόν. Οι πατερίτσες, η κατεστραμμένη της νιότη, το σπίτι που μοιάζει με φυλακή, τη γεμίζουν φαρμάκι και όταν δέχεται από συμφέρον να παντρευτεί στην εκκλησία τον Δον Λόπε, χλευάζει τις ερωτικές επιθυμίες του και γυμνώνει το στήθος της σε ένα κωφάλαλο αγόρι που τριγυρνάει στο σπίτι. Και έπειτα όταν μία νύχτα παθαίνει καρδιακή κρίση ο Δον Λόπε κάνει ψέματα πως καλεί τον γιατρό και τον αφήνει να πεθάνει .

Η Τριστάνα έχει εκ πρώτης όψεως με αφήγηση ρεαλιστική, αλλά οι εικόνες της υπόγεια κρύβουν το τυπικά ισπανικό εφιαλτικό στοιχείο που εκφράζεται άμεσα στους σύντομους εφιάλτες της Τριστάνα (όταν τη θέση του γλωσσιδιού της Μεγάλης Καμπάνας του καθεδρικού παίρνει το κομμένο κεφάλι του Δον Λόπε) και σε ένα σωρό άλλα μικρότερα στοιχεία που από την αρχή ως το τέλος της φέρνουν ρίγος. Ένα από τα κλειδιά της ταινίας είναι το πρόσωπο δον Λόπε του οποίου ο αυτοσεβασμός βασίζεται στις πεποιθήσεις του για ελευθερία στις προσωπικές σχέσεις, αλλά μπορεί κάλλιστα όταν το χρειάζεται να αφαιρεί και την ελευθερία και την αξιοπρέπεια από τους άλλους, και οποίος παραιτείται σιγά σιγά από τις ιδέες του για χάρη μιας γυναίκας που στην αρχή εκμεταλλεύεται αλλά έπεται ανακαλύπτει πως αγαπά και η οποία απαντά σε κάθε ευγενική πράξη του με περιφρόνηση.

Τασούλα Καραϊσκάκη Λουίς Μπουνιουέλ Κινηματογραφικό Αρχείο Εκδόσεις Αιγόκερως

Η ταινία ΤΡΙΣΤΑΝΑ θα παίζεται από την Πέμπτη 30 Μαΐου 2019
στις αίθουσες

σινε ΡΙΒΙΕΡΑ [ώρες προβολών 9.00 και 11.00 μ.μ.]
σινε ΖΕΦΥΡΟΣ [ώρες προβολών 9.00 και 11.00 μ.μ.]
σινε ΟΑΣΙΣ [ώρες προβολών 9.00 και 11.00 μ.μ.]
και
σινέ ΛΑΙΣ [ώρες προβολών 8.30 και 10.30 μ.μ.]

Από Χρήστο Μήτση 30/05/2019 [5/5]

Μετά τον «Γαλαξία» ο Μπουνιουέλ επιστρέφει στην πατρίδα του για να μεταφέρει στην οθόνη ένα μυθιστόρημα του Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός, για το οποίο είχε ενδιαφερθεί και ο Χίτσκοκ, αν και «είναι από τα χειρότερά του», σύμφωνα με τον Ισπανό σκηνοθέτη. Εκείνος βρήκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον το στοιχείο του κομμένου ποδιού της ηρωίδας, μιας νεαρής ορφανής που έρχεται να μείνει στο σπίτι του φιλήδονου αριστοκράτη Δον Λόπε, ο οποίος δεν αργεί να την κατακτήσει. Η Τριστάνα θα φύγει μακριά με έναν ζωγράφο, αλλά θα επιστρέψει βαριά άρρωστη.

Με σουρεαλιστική ειρωνεία, βλάσφημη σάτιρα και στιλιζαρισμένο ερωτισμό, ο Μπουνιουέλ θα μετατρέψει το ασύμβατο αυτό ρομάντζο σε μια μετωπική μα κινηματογραφικά κομψότατη επίθεση στη θρησκόληπτη, ευνουχιστική ηθική της μπουρζουαζίας και σε μία από τις κορυφαίες στιγμές της φιλμογραφίας του.

Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία. 1970. Διάρκεια: 99΄. Διανομή: BIBLIOTEQUE.

Τριστάνα
Tristana
του Λουίς Μπουνιουέλ
ΚΡΙΤΙΚΗ 26 Μαΐου 2019 [5/5] του Ρόμπυ Εκσιέλ

Ο Μπουνιουέλ αποκτηνώνει τον θείο της Βιριδιάνα και ακρωτηριάζει την… ωραία της ημέρας σε μια αξέχαστα διαστροφική ιστορία πάθους κι εξάρτησης που μας έρχεται ψηφιακά ανακαινισμένη.

Σε ένα στιγμιότυπο από την «Ωραία της Ημέρας», ο Φρανθίσκο Ραμπάλ βγαίνει από ένα ασανσέρ έχοντας διαπράξει ληστεία και κοιτά γύρω του νευρικά. Στο γύρισμα της σκηνής, ο Λουίς Μπουνιουέλ θεωρεί πως ο ηθοποιός το παράκανε. «Εντάξει», λέει ο Ραμπάλ, «αλλά τι να σκέφτομαι;». «Σκέψου τη θεία σου!», του απαντά ο Μπουνιουέλ.

Καμία πόζα δεν επιδέχεται η πρόζα στο σινεμά του αμίμητου δημιουργού, και το «Τριστάνα» είναι περίπτωση εντελώς χαρακτηριστική. Οι ηθοποιοί εκφέρουν τον λόγο τους περίπου σαν να τον διάβαζαν από τις σελίδες του σεναρίου, ευθυγραμμισμένοι με έναν ρεαλισμό τόσο κοινότοπο που, σε συνδυασμό με την απολύτως λιτή αφήγηση, την εκπεμπόμενη μέσα από απλές κινήσεις της κάμερας, μεσαία κυρίως πλάνα και ένα μοντάζ χωρίς τεχνάσματα ή «ραφές» που καταργεί σχεδόν τον χρόνο, εκλαμβάνεται τελικά ως υπερρεαλισμός.

Με άλλα λόγια, είναι ένας ρεαλισμός παραπλανητικός εξαιτίας ακριβώς αυτής της υπέρτατης «φυσικότητας». Όταν τα άκρα καβαλιούνται, αναιρείται αυτόματα και η ουδετερότητα. Άλλωστε, για ποια ουδετερότητα να μιλάμε όταν κάτω από οτιδήποτε φαινομενικά πεζό κοχλάζουν οι ιδέες, βροντάνε τα σύμβολα, εκρήγνυται η αμφισημία. «Μια καλή ταινία πρέπει να αναδίδει την αβεβαιότητα δύο αντίθετων αλλά συναφών πραγμάτων», όπως έλεγε σε μια συνέντευξή του ο τρομερός Ισπανός.

Πράγματα αντίθετα αλλά συναφή χαρακτηρίζουν και τον Δον Λόπε, 60άρη έκπτωτο ευγενή του Τολέδο στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ο Δον Λόπε είναι γνήσιος τζέντλεμαν, αρκεί να μη βρεθεί πλάι σε κάποια που του γυάλισε. Μιλά κατά του γάμου, αλλά συμπεριφέρεται στο αντικείμενο του πόθου του ως κτήμα του. Υμνεί τον ελεύθερο έρωτα, αρκεί να μην αφορά γυναίκα φίλου ή κάποια «αθώα». Μισεί την εργασία και τους εκμεταλλευτές, αλλά δε διστάζει να εκτοξεύει διαταγές στην ταπεινή υπηρέτριά του και τον κωφό γιο της. Ρητορεύει κατά της εκκλησίας και της αστυνομίας, όντας ο απόλυτος ιεροεξεταστής του δικού του σπιτικού. Κόπτεται πως υπερασπίζεται κάθε είλωτα, χωρίς να λογαριάζει όσους αυτός θυματοποίησε.

Η νεαρή Τριστάνα, που ο Δον Λόπε παίρνει στην κηδεμονία του όταν εκείνη ορφανεύει από μάνα, θα μάθει πολλά δίπλα στον άνδρα που τον νόμιζε για πατέρα και προστάτη πριν καταλήξει στο κρεβάτι του. Η κατ’ εξακολούθηση υποκρισία του απεχθή ψευτοεπαναστάτη θα προικίσει σταδιακά την αθώα χριστιανή με το δικαίωμα της επιλογής. Ανάμεσα σε δυο όχι ακριβώς όμοιους κόκκους ρεβιθιού στην αρχή, ανάμεσα σε δυο όχι ακριβώς όμοιες κολώνες κτιρίου στη συνέχεια και, εν τέλει, ανάμεσα σε έναν δρόμο που οδηγεί σε ένα κυνηγημένο από τις Αρχές λυσσασμένο σκυλί (προφανείς οι αναγωγές στην προ-φρανκική Ισπανία) και σε μια στοά που βγάζει στο κατάφωτο αίθριο ενός μποέμ ζωγράφου -μια γνωριμία που θα της ανατρέψει τη ζωή.

Η Τριστάνα φεύγει. Δύο χρόνια μετά, θα επιστρέψει ευνουχισμένη σωματικά (όπως μεταφορικά όλες οι φριχτά καταπιεσμένες γυναίκες του πατριαρχικού Τολέδο), σταθερά βασανισμένη ψυχικά (το φροϋδικό όνειρο με το κομμένο κεφάλι του Δον ως γλωσσίδι καμπάνας), μα με πλήρη νοητικό εξοπλισμό, για να ευτελίσει μέχρι τελευταίας πνοής τον πλούσιο τώρα, θρήσκο και φιλάνθρωπο, μαλακωμένο από τα γηρατειά δυνάστη της.

Που σημαίνει πως αντίθετα αλλά συναφή πράγματα θα κυριεύσουν και την Τριστάνα στην εξέλιξη της δράσης. Εκείνην, όμως, από ανάγκες κοινωνικά καθορισμένες που προσωποποιούνται στον Δον Λόπε, και συνθήκες βιολογικές (την ομορφιά και το σώμα της) που μπορεί πλέον να χειρίζεται ως όπλο. Άλλωστε, η ανατροπή στον συσχετισμό ισχύος και εξουσίας που επεδίωκε ο Μπουνιουέλ με τούτη την ιστορία, την οποία προσάρμοσε εντελώς χαλαρά από ένα (μετριότατο, όπως πίστευε) μυθιστόρημα του Μπενίτο Πέρεζ Γκλαδός, δεν θα είχε επιτευχθεί διαφορετικά. Ούτε και θα είχε επιβεβαιωθεί, για μια ακόμη θριαμβική φορά, η συνθετική (κι όχι απλά αναλυτική) ικανότητα αυτού του μέγιστου διαλεκτικού κι αντικομφορμιστή, που μια ζωή ονειρευόταν μια ελευθερία μακριά από τα φαντάσματα των «ανωτέρων» δυνάμεων κι έσκαβε με την τέχνη του το υποσυνείδητο αναζητώντας την.

http://flix.gr

Τριστάνα
Tristana

Από τις αρχές του ‘60 ως το τέλος της καριέρας του, το 1977, ο Λουίς Μπουνιουέλ εκπονεί ένα από τα αρραγή σκηνοθετικά σερί της ιστορίας του σινεμά. Η «Τριστάνα» είναι ένα μέρος το σερί αυτού – έστω κι αν, όντας ειδικά αυστηρός, δεν το συγκαταλέγεις στα απολύτως κορυφαία του.

Από τον Ηλία Δημόπουλο [4/5]

Ασφαλώς, σε μια εποχή όπως η δική μας, η ομοφωνία της κριτικής πάνω στις ιερές αγελάδες της 7ης Τέχνης αντιμετωπίζεται ακόμα πιο καχύποπτα από την συνήθη αρνητικότητα. Ίσως είναι φυσιολογικό, ίσως επίσης πρέπει να αναμένεις τις μελλοντικές γενιές της κριτικής να απαλλάσσονται από αυτό που οι άπιστοι θεωρούν, ίσως, κάτι σαν τυφλό δέος απέναντι στους masters του σινεμά.

Δεν πρόκειται βέβαια περί δέους. Το δέος χρειάζεται – και απαιτείται, αν είσαι σοβαρός στη δουλειά σου – στην πρώτη προσέγγιση, εκεί που είναι απαραίτητο να έρθεις σε επαφή μ’ ένα «ανεπίκαιρο» έργο για να προσπαθήσεις προσηλωμένα να καταλάβεις (ίσως και να αμφισβητήσεις) τα αίτια μιας λεγόμενης ιερότητας. Από εκεί και μετά αναλαμβάνουν οι δικές σου προσλαμβάνουσες, το αισθητήριο που έχεις (ή όχι και τόσο) να αντιληφθείς γιατί ένας σκηνοθέτης, όπως ο Μπουνιουέλ επί παραδείγματι, χαίρει τέτοιας περίπου ακέραιης εκτίμησης παγκοσμίως.

Ως συνήθως (αλλά όχι και πάντα), το κλασικό έχει τις αναρτήσεις να αντέχει το οδόστρωμα κάθε εποχής, διαθέτει την πυκνότητα, το ειδικό βάρος και τις απαντήσεις να σου «εξηγεί» την θέση του. Στην «Τριστάνα», ένας Μπουνιουέλ κατά βάση ασυνόδευτος από το σουρεαλιστικό του χιουμοριστικό ακανθώδες (ίσως το μόνο «ελάττωμα» του έργου), παραδίδει με γονιδιακή ακρίβεια ένα έργο πάνω στα αγαπημένα του θέματα: Την τάση των ανδρών προς την αρχομανία, των γυναικών προς τον εκδικητικό σαδισμό, των πόλεμο των δύο φύλων, τον ασήμαντο έρωτα, το νευραλγικό σεξ, την γλοιώδη Εκκλησία. Τα ποτίζει με λίγο δηλητήριο ακόμα: Την πλήρη απιστία στην καλοήθεια της ανθρώπινης φύσης, την καταδίκη της στον συναισθηματικό ακρωτηριασμό.

Αυτό που δεν επιτρέπεται να αγνοήσεις είναι το πώς, σχεδόν 50 χρόνια πριν, ο Μπουνιουέλ προλέγει την σημερινή κριτική της πατριαρχίας

Μπορείς να καταγγείλεις τον υπέρμετρο, αν μια τέτοια λέξη είναι δικαιολογημένη κάποτε, φροϊδισμό. Μπορείς και να αποστασιοποιηθείς από την χολερική στάση. Δεν μπορείς όμως να αντισταθείς, λίγο να το αγαπάς το σινεμά, στην φιλμοκατασκευή. Στον απίστευτο, στακάτο ρυθμό που μετρονομεί πυκνά και χωρίς ίχνος λίπους τα επεισόδια. Ελάχιστοι σκηνοθέτες μπορούν να τρέξουν ένα σενάριο τόσο γρήγορα με τόσα λίγα, σε τόσο σύντομο χρόνο. Στο εκπληκτικό κάδρο, αλλά στο εκπληκτικότερο ντεκουπάζ που ξερά και «άχρωμα» σχολιάζει τόσα, τόσο.

Εδώ, όλα (εννοώντας το θεματικό κλειδί) είναι ένα πλάνο. Η (άριστου καστ, άριστης ερμηνείας) Ντενέβ ξεδιαλέγει δυο ρεβίθια, φαινομενικά όμοια μεταξύ τους. Λίγο πριν έχει εξηγήσει ότι «πάντα διαλέγει, ακόμα και μεταξύ πανομοιότυπων». Η ζωή θα της απαντήσει στην κοριτσίστική της ψευδαίσθηση ελευθερίας επιλογής. Και αυτό θα της βγάλει τον, κατά Μπουνιουέλ, πραγματικό της χαρακτήρα.

Οι άνθρωποι εκκρεμούν ανάμεσα στον σεξουαλικά παιγνιώδη γεροντισμό και την θηλυκή αθωότητα. Μετά, εξιχνιάζεται η γυναικεία δυνατότητα επιλογής έως ότου, με δική της συνυπευθυνότητα, μάθει πως ο Μανωλιός φοράει τα ρούχα του αλλιώς. Μετά, βλέπουμε πως η αγάπη γίνεται τελικά να συμβεί τόσο καθυστερημένα ώστε να ηττάται πανηγυρικά από την εκδίκηση. Ενδιάμεσα θα έχουμε διαπιστώσει πως ο φυσικός ακρωτηριασμός δεν είναι παρά ένα αχνό καθρέφτισμα μιας εσωτερικής συντριβής.

Καταπληκτικές σκηνές, το κεφάλι του (τέλειου, όπως πάντα) Φερνάντο Ρέι – γλωσσίδι μιας καμπάνας, το γύμνωμα στον κωφάλαλο υπηρέτη και βέβαια εκείνη η αξέχαστη σεκάνς που ο Ρέι τα πίνει με τους κληρικούς και στο βάθος η ανάπηρη Ντενέβ πηγαινοέρχεται στον διάδρομο. Ο μετρονόμος που λέγαμε πριν.

Ακόμα και τίποτα να μην σε συγκινήσει αυτό που δεν επιτρέπεται να αγνοήσεις είναι το πώς, σχεδόν 50 χρόνια πριν, ο Μπουνιουέλ προλέγει την σημερινή κριτική της πατριαρχίας και εκτινάσσεται προς μια εσωτερική κριτική της κριτικής που, δυστυχώς στην υπερσυντηρητική εποχή μας, θα χρειαστεί πολλά-πολλά χρόνια ακόμα για να φτάσουμε.

http://www.cinemagazine.gr

* Τριστάνα ΚΡΙΤΙΚΗ ΝΙΝΟΥ-ΦΕΝΕΚ ΜΙΚΕΛΙΔΗ [5/5]

Tristana. Ισπανία, 1970. Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ. Σενάριο: Χούλιο Αλεχάντρο, Λουίς Μπουνιουέλ. Ηθοποιοί: Κατρίν Ντενέβ, Φερνάντο Ρέι, Φράνκο Νέρο. 99΄

Η αριστουργηματική αυτή ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μπενίνο Περέζ Γκάλντος που εκτυλίσσεται στο Τολέδο του 1930. Η Τριστάνα, η ηρωίδα του τίτλου, ύστερα από τον θάνατο της μητέρας της, πάει να ζήσει κοντά στον προστάτη και θετό πατέρα της, τον Ντον Λόπε, έναν φιλελεύθερο για την εποχή του αστό που προστατεύει τους κλέφτες, γιατί – όπως εξηγεί στην Τριστάνα, αντιπροσωπεύουν τους αδύνατους, ενώ η αστυνομία αντιπροσωπεύει τη βία – δεν χωνεύει τους παπάδες και πιστεύει στις δέκα εντολές εκτός από εκείνες που αναφέρονται στο σεξ, γιατί, όπως εξηγεί στους φίλους του στο καφενείο της πόλης, «τους πρόσθεσε ο Μωυσής για σκοτεινούς πολιτικούς λόγους».

Ο Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί τον Ντον Λόπε για να ξεσκεπάσει την υποκρισία της δήθεν φιλελεύθερης αστικής τάξης. Θεωρητικά, ο Ντον Λόπε είναι εναντίον του γάμου, γιατί πιστεύει πως ύστερα από τη νομιμοποίηση του έρωτα αρχίζει να εξαφανίζεται το πάθος και να δημιουργείται η ανία, στην πράξη όμως καταλήγει να παντρευτεί την Τριστάνα, όταν μάλιστα εκείνη αρχίζει να τον σιχαίνεται. Αν και στην αρχή είναι εναντίον των παπάδων και της αστυνομίας, φτάνει τελικά στο σημείο να κάνει εκκλησιαστικό γάμο και να χρησιμοποιήσει μάλιστα για προξενητή έναν παπά –στις τελευταίες σκηνές της ταινίας περνά τον καιρό του κουβεντιάζοντας με τους παπάδες που καλεί στο σπίτι του για τσάι– και ενώ δεν χωνεύει τους αστυνομικούς, στο τέλος αρχίζει να τους χαιρετά και να μιλά μαζί τους.

Η ιστορία της ταινίας είναι αρκετά απλή και ο Μπουνιουέλ χρησιμοποιεί μια το ίδιο απλή σκηνοθεσία, σκηνοθεσία όμως που δεν αρνείται την υπερρεαλιστική του προέλευση. Η επιμονή του σκηνοθέτη σε μικρολεπτομέρειες και σύμβολα –μια κούπα με ένα γαλακτώδες υγρό που η Τριστάνα ρίχνει κατά λάθος στο πάτωμα· το ψωμί που η Τριστάνα βουτάει στο αυγό, δυο φασόλια που η Τριστάνα τοποθετεί προσεκτικά στο τραπεζομάντηλο για να φάει ικανοποιημένη, ύστερα από λίγο, το ένα απ’ αυτά· η καμπάνα-φαλλικό σύμβολο που σπρώχνει η Τριστάνα στο όνειρο της και που αργότερα μετατρέπεται στο κομμένο κεφάλι του Ντον Λόπε· ο μουγγός αδελφός της υπηρέτριας του Ντον Λόπε, που όλο κλείνεται στην τουαλέτα– αλλά και το αιώνιο χιούμορ του όχι μόνο στον διάλογο –η συζήτηση του Ντόν Λοπε με τους φίλους του στο καφενείο· η κουβέντα με τους παπάδες γύρω από το τραπέζι όπου πίνουν τσάι και άλλα ποτά– αλλά και στις διάφορες σκηνές (η Τριστάνα, αφού της έχουν κόψει το ένα πόδι, βγαίνει στο μπαλκόνι και ανοίγει τη ρόμπα της για να δείξει το γυμνό κορμί της στον μουγγό, που οπισθοχωρεί μέσα στα δέντρα κατευχαριστημένος, παρωδία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, όπως πολύ έξυπνα παρομοίασε ένας Γάλλος κριτικός) δίνουν στην ταινία την ατμόσφαιρα εκείνη που μονάχα στο έργο του σκηνοθέτη της «Χρυσής εποχής» συναντούμε, ατμόσφαιρα που μας προσφέρει πάντα μια ξεχωριστή και μοναδική ικανοποίηση.

Στον ρόλο της Τριστάνας, η Κατρίν Ντενέβ καταφέρνει να φτιάξει μια από τις πιο πλούσιες ερμηνείες της, καταγράφοντας με θαυμάσιο τρόπο την εξέλιξη της ηρωίδας από μικρό και αθώο κοριτσάκι σε όμορφη και τολμηρή γυναίκα που αναγνωρίζει τις σεξουαλικές και άλλες ικανότητες της και τις χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα για να πετύχει τον σκοπό της. Πολύ καλός επίσης, στον ρόλο του Ντον Λόπε, ο Φερνάντο Ρέι, ο θείος στη «Βιριδιάνα», που ο παράφορος του έρωτας για την Τριστάνα τον οδηγεί στην καταστροφή του. Ξεχωριστή αναφορά αξίζει να γίνει στη μη χρησιμοποίηση μουσικής από τον σκηνοθέτη, πράγμα που παρατηρήσαμε και σε προηγούμενες ταινίες του Μπουνιουέλ.

https://www.enetpress.gr/

Η ιστορία μιας διαταραγμένης, ψυχικά και σωματικά, σχέσης, στον πυρήνα της οποίας εκτός από άρρωστο ερωτικό πάθος υπάρχει ανταγωνισμός, εξευτελισμός και ταπείνωση εκατέρωθεν.

ΤΑΣΟΣ ΜΕΛΕΜΕΝΙΔΗΣ 30.5.2019 [4/5]

Η Ισπανία του Φράνκο έφτανε προς το τέλος της και το απεχθές υβρίδιο μιας ωφελιμιστικής και άκρως πατριαρχικής κοινωνίας που είχε φτιαχτεί αποτέλεσε ουσιαστικά το υλικό μιας ταινίας που από οποιονδήποτε άλλον θα οδηγούσε σε ένα δακρύβρεχτο μελόδραμα. Αντιθέτως, η Τριστάνα του δαιμόνιου σουρεαλιστή ήταν περισσότερο μια διαρκής ειρωνεία απέναντι σε μια χώρα που αργούσε να απορροφήσει τις αλλαγές που γίνονταν στην υπόλοιπη δυτική Ευρώπη και διατηρούνταν με βάση ένα σύστημα γερασμένο και απεχθές, σαν την παρακμιακή μορφή του Φερνάντο Ρέι, ενός άθεου που κατέληξε να έχει μοναδική παρέα κληρικούς. Η νεαρή Τριστάνα (έξοχη η Ντενέβ) γίνεται από θύμα θύτης, προσπαθεί να εκδικηθεί τον άνθρωπο που την ατίμασε, ενώ θεωρητικά την προστάτευε, και γύρω της ο Μπουνιουέλ μοιάζει να διασκεδάζει με μια σειρά λυρικών εικόνων που υμνούν την αλληλοεξόντωση, την ανθρωποφαγία και τον σαδομαζοχισμό.

Πηγή: http://www.lifo.gr

ΤΡΙΣΤΑΝΑ (1970)
(TRISTANA)

του Παναγιώτη Παναγόπουλου [3,5/5]

Έπειτα από τον θάνατο της μητέρας της, η Τριστάνα βρίσκει καταφύγιο και προστασία στο σπίτι ενός μεσήλικου κηδεμόνα, ο οποίος έχει διαφορετικές βλέψεις για τη νεαρή και όμορφη γυναίκα.

Στην υποδειγματικά σουρεαλιστική φιλμογραφία του Λουίς Μπουνιουέλ, η «Τριστάνα» βρίσκεται κάπου στη μέση. Και ως αποτύπωση της σκηνοθετικής του φιλοσοφίας, αλλά και κυριολεκτικά. Λίγο μετά τη «Βιριδιάνα», τον «Εξολοθρευτή Άγγελο», «To Ημερολόγιο μιας Καμαριέρας» και την «Ωραία της Ημέρας», και λίγο πριν από την τελική του τριλογία, την «Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας», το «Φάντασμα της Ελευθερίας» και το «Σκοτεινό Αντικείμενο του Πόθου». Φυσικά, τα δείγματα της γραφής του Ισπανού δημιουργού είναι παρόντα, όμως σε μια περισσότερο ήπια μορφή από εκείνη που χαρακτηρίζει τις σημαντικότερες ταινίες του.

Στην «Τριστάνα», που βασίζεται σε μυθιστόρημα του Μπενίτο Πέρεθ Γάλδο (ένα από τα χειρότερά του, όπως έλεγε ο Μπουνιουέλ!), η νεαρή πρωταγωνίστρια χάνει τα πάντα όταν μένει ορφανή. Ο Δον Λόπε θα της προσφέρει στέγη και προστασία, δεν θα αργήσει όμως να θελήσει ανταλλάγματα. Άλλωστε, αυτός ήταν ο κύριος λόγος της προσφοράς του. Άνθρωπος με παιδεία, αλλά πιεστικός, άθεος που όμως κάνει παρέα με κληρικούς, ο Δον Λόπε είναι μια έντονη προσωπικότητα με αντιφάσεις, που δεν θα αργήσει να υποτάξει την Τριστάνα. Η υποταγή της, ωστόσο, θα είναι προσωρινή. Ο Δον Λόπε ενώ τη δεσμεύει, την ίδια στιγμή της λέει ότι είναι το ίδιο ελεύθερη με αυτόν.

Με μια κίνηση απροσδόκητη για εκείνον, η Τριστάνα θα αξιοποιήσει την ελευθερία της. Θα εγκαταλείψει τον Δον για να παντρευτεί έναν νεαρό ζωγράφο. Λίγο αργότερα, όμως, θα αρρωστήσει και το πόδι της θα ακρωτηριαστεί. Θα επιστρέψει στον Δον Λόπε, με τις ισορροπίες να έχουν αλλάξει. Εκείνη είναι πια η κυρίαρχη, εκείνος είναι πιο αδύναμος, ενώ η Τριστάνα θα επιβάλει τη γοητεία της και σε έναν πιτσιρικά μουγκό υπηρέτη που την επιθυμεί. Τον απωθεί, αλλά ξεγυμνώνεται μπροστά του για να τον προκαλέσει.

Όλη η ταινία περιστρέφεται γύρω από τη σχεδόν σαδομαζοχιστική, κρύα – ζεστή σχέση της Τριστάνα με τα αρσενικά που βρίσκονται κοντά της και κυρίως με τον Δον Λόπε, τον άντρα που εκμεταλλεύτηκε τα νιάτα και την ανάγκη της. Φυσικά, επειδή πρόκειται για ταινία του Μπουνιουέλ, όλα αυτά δεν έχουν ίχνος μελοδραματισμού. Τόσο η εκμετάλλευση από τον Δον Λόπε, όσο και η αποφασισμένη επιστροφή της Τριστάνα, χαρακτηρίζονται από ψυχρότητα και υπολογισμό.

Ο Μπουνιουέλ τοποθετεί τη δράση σε πολύ λίγους, κυρίως εσωτερικούς χώρους, εντείνοντας την κλειστοφοβική, ασφυκτική ατμόσφαιρα. Είναι η καλύτερη ταινία του σκηνοθέτη; Σίγουρα, όχι. Είναι όμως μια ευκαιρία για όσους δεν έχουν επαφή με το έργο του, να αποκτήσουν μια εικόνα χωρίς να πέσουν απευθείας στα βαθιά. Τα βασικά στοιχεία της φιλμογραφίας του υπάρχουν εδώ, άλλωστε. Το σχόλιο για την υποκρισία, τη θρησκεία, την ερωτική χειραγώγηση, τα παιχνίδια του υποσυνείδητου. Όλα στριμώχνονται στο σπίτι του Δον Λόπε, σε ένα παιχνίδι καταπίεσης και υποταγής που εναλλάσσει διαρκώς τους ρόλους νικητή και ηττημένου. Στο τέλος, ένα παράθυρο θα ανοίξει για να μπει παγωμένος φρέσκος αέρας και η ιστορία της Τριστάνα θα γυρίσει μέσα σε δευτερόλεπτα προς τα πίσω, στην αρχή, προτού συμβούν όλα αυτά που άλλαξαν τη ζωή της.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;
Δεν είναι η καλύτερη, ούτε η πιο αντιπροσωπευτική ταινία της φιλμογραφίας του Λουίς Μπουνιουέλ. Είναι, όμως, ένα φιλμ μέσα στο οποίο μπορείς να βρεις τα βασικά θέματα που τον απασχόλησαν στην προκλητική καριέρα του, με έναν σχετικά πιο soft τρόπο και με την καλύτερη ίσως πρωταγωνίστριά του, την Κατρίν Ντενέβ, έστω και ντουμπλαρισμένη στα ισπανικά.

TAGS: BIBLIOTHEQUE, Tristana, Επανέκδοση, Κατρίν Ντενέβ, Λουίς Μπουνιουέλ, Φερνάντο Ρέι, Φράνκο Νέρο
http://freecinema.gr/mov

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.