Γλείφω ή γλύφω;
Το γλείφω προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα λείχω που σημαίνει εφαρμόζω και γλιστράω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι. Από αυτό παράγονται λέξεις όπως γλειφιτζούρι, γλείψιμο, γλείφτης κτλ.
γλείφω < αρχαία ελληνική ἐκ- + λείχω.
Εργαστήρι Κινηματογράφου Αθήνας και Πάτρας || Σεμινάρια Κινηματογράφου 2020-2021
Η σημασία που έχει στα νέα ελληνικά το ρήμα γλείφω είναι οι εξής:
εφαρμόζω και γλιστράω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι
η μικρή έγλειφε το παγωτό της με απόλαυση.
(μεταφορικά) πλησιάζω να αγγίξω
οι φλόγες της φωτιάς σχεδόν έγλειφαν τον οικισμό.
(μειωτικά) κολακεύω
Είναι ένας τιποτένιος. Μόνο γλείφοντας τους προϊσταμένους του θα πάρει προαγωγή.
Το γλύφω προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα γλύφω που σημαίνει λαξεύω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό με σκοπό την παραγωγή ενός γλυπτού. Από αυτό παράγονται λέξεις όπως γλύπτης, γλυπτό, γλυπτική κτλ.
γλύφω < αρχαία ελληνική γλύφω
Η σημασία που έχει στα νέα ελληνικά το ρήμα γλύφω είναι οι εξής:
λαξεύω, σκαλίζω, χαράσσω.
Για το e-didaskalia.blosgpot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Πτυχιούχος Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής – Ψυχολογίας Αθηνών
Έναρξη Κειμένου Του Άρη Ιωαννίδη
Η απάντηση είναι απλή. Και τα δύο είναι σωστά. Κι αυτή ακριβώς είναι η μαγεία της ελληνικής γλώσσας. Ακούγοντάς τα, μόνο από τα συμφραζόμενα μπορούμε να καταλάβουμε ποιο από τα δύο κάθε φορά εννοούμε, καθώς πρόκειται για ομόηχες λέξεις. Γράφοντάς τα όμως πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και στην ορθογραφία τους. Για να δούμε.
Πρόκειται, λοιπόν, για ομόηχες λέξεις με εντελώς διαφορετική ετυμολογία και σημασία. Ο τύπος «γλείφω» προκύπτει από το αρχαίο ρήμα «ἐκλείχω» (< αρχαία ελληνική ἐκ- + λείχω, απ’ όπου και οι λέξεις λειχούδης, λειχουδιά) και σημαίνει σύρω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι, απομακρύνω κάτι με τη γλώσσα ή και το χρησιμοποιούμε μεταφορικά όταν πρόκειται για κύματα, για φλόγες (π.χ. οι γλώσσες έγλειψαν τα πρώτα σπίτια του χωριού) ή και για όποιον συμπεριφέρεται με υπερβολική δουλοπρέπεια, προκειμένου να κερδίσει την εύνοια κάποιου άλλου προσώπου, κυρίως κάποιου υψηλά ισταμένου (π.χ. γλείφει τον διευθυντή του, μήπως και πάρει καμιά προαγωγή). Από το συγκεκριμένο ρήμα προκύπτουν λέξεις, όπως γλειφιτζούρι, γλείψιμο, γλείφτης.
Από την άλλη, ο τύπος «γλύφω» ουδεμία σχέση φέρει (ούτε σημασιολογική ούτε ετυμολογική) με τον τύπο «γλείφω», καθώς σημαίνει λαξεύω σε σκληρή ύλη και θα λέγαμε ότι πρόκειται για συνώνυμο του ρήματος «σμιλεύω». Από τον εν λόγω τύπο προκύπτουν λέξεις, όπως γλύπτης, γλυφίδα, οδοντογλυφίδα. Η πραγματικότητα είναι ότι ο τύπος «γλύφω» είναι ανύπαρκτος στη Νέα Ελληνική με την ιδιαίτερη σημασία που έχει. Και αυτό γιατί σπανίως χρησιμοποιείται με τη σημασία του λαξεύω, σμιλεύω. Μπορεί να χρησιμοποιούμε συχνά τις λέξεις γλυπτό, τοκογλύφος, γλύπτης, αλλά αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε το ρήμα «γλύφω». Ο γλύπτης μάλλον θα δηλώσει περιφραστικά τη δραστηριότητά του, λέγοντας «είμαι γλύπτης» ή και «μου αρέσει να φτιάχνω γλυπτά» και όχι «μου αρέσει να γλύφω», γιατί ίσως και να παρερμηνευτεί αυτό, δημιουργώντας ποικίλες παρεξηγήσεις. Από την άλλη, όταν θέλουμε να δηλώσουμε τις λειτουργίες της γλώσσας, μας χρησιμοποιούμε λανθασμένα τον πολύπαθο τύπο «γλύφω», αγνοώντας και την ίδια την ύπαρξη του σωστού τύπου «γλείφω».
Καιρός πιστεύω είναι να αρχίσουμε να τα χρησιμοποιούμε σωστά, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων…
Άρης Ιωαννίδης*
Φιλόλογος
γλείψιμο
το [γλείφω]
1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού γλείφω*
2. η κολακεία.
Dictionary of Greek. 2013.
γλείφω γλειφιτζούρι
Look at other dictionaries:
γλείψιμο — το 1. η γλειψιά. 2. η κολακεία: Πήρε προαγωγή με γλείψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
ανάγλειμμα — το [αναγλείφω] 1. γλείψιμο τών χειλιών με τη γλώσσα 2. φαγώσιμο που τό έγλειψε φίδι, σαύρα ή ποντικός και το οποίο, όταν τρώγεται, προκαλεί φλόγωση στα χείλη και στη γλώσσα … Dictionary of Greek
γλείμμα — το [γλείφω] 1. γλείψιμο 2. αυτό που γλείφει κάποιος 3. τρυφερή χλόη … Dictionary of Greek
γλειψιά — η το γλείψιμο* … Dictionary of Greek
είξη — η [λείχω] γλείψιμο … Dictionary of Greek
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
στοματικός — ή, ό / στοματικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στόμα (α. «στοματική κοιλότητα» β. «στοματικό νόσημα») νεοελλ. φρ. α) «στοματικό κύτταρο» βοτ. καθένα από τα δύο νεφροειδή κύτταρα που περιβάλλουν το στόμα τών φύλλων… … Dictionary of Greek
γλείφω
(Μ γλείφω)
σύρω τη γλώσσα επάνω σε κάτι
νεοελλ.
Ι. 1. εγγίζω απαλά ή μόνο στην επιφάνεια («το κύμα έγλειφε τον βράχο»)
2. κατατρώγω, καταστρέφω («δυο ποντικοί… τού δέντρου εγλείφασιν την ρίζαν»)
3. βασανίζω, τριβελίζω («οι έννοιες και οι μέριμνες τον νουν σου τόνε γλείφουν»)
4. φρ. α) «γλείφω κάποιον» — κολακεύω με δουλοπρέπεια
β) «κάτι θα γλείψεις» — θα έχεις κάποια μικρή ωφέλεια
5. (παροιμία) «όπου έφτυσε δεν γλείφει» — δεν πρέπει να κολακεύεις τώρα κάποιον που κακολόγησες πριν
II. γλείφομαι
1. γλείφω τα χείλη μου
2. λιχουδεύομαι, επιθυμώ
3. (μτχ.
παρακμ.) γλειμμένος, -η, -ο
ισχνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αρχ. εκλείχω με ανομοιωτική τροπή τού -κ- σε -γ- (πρβλ. εκλιστρώ > γλιστρώ) και σίγηση τού αρχικού άτονου φωνήεντος ε- (πρβλ. εξυπνώ < ξυπνώ, εντρέπομαι < ντρέπομαι). Κατ’ άλλους το γ- τού γλείφω προήλθε από ανάπτυξη ηχηρού φθόγγου (g) κατά τη συνεκφορά τών ν-λ (δηλ. γλείχω < *γκλείχω < (τό)ν -g-λείχω < τόν λείχω). Τέλος, το -φ- προήλθε πιθ. αναλογικά προς το αλείφω. Από την ετυμολογική προέλευση τής λέξης είναι φανερό πως η ορθή γραφή της είναι με -ει- γλείφω κι όχι με -υ- (γλύφω) όπως γραφόταν παλιότερα από παρετυμολογική σύνδεση προς το γλύφω, που όμως έχει διαφορετική σημασία («λαξεύω») και προέλευση].
γλείφτης γλείψιμο
Look at other dictionaries:
γλείφω — γλείφω, έγλειψα βλ. πίν. 13 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γλείφω — [глифо] р. лизать, облизывать … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
γλείφω — έγλειψα, γλείφτηκα, γλειμμένος 1. σέρνω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι για να το γευτώ ή να το καθαρίσω ή να το χαϊδέψω: Έγλειφε λαίμαργα το παγωτό. 2. μτφ., κολακεύω, καλοπιάνω κάποιον: Γλείφει τους βουλευτές για να τον διορίσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιλείχω — ΝΑ γλείφω κάτι από παντού, γλείφω ολόγυρα αρχ. 1. γλείφω καλά, γλείφω εντελώς 2. τρώω κάτι γλείφοντάς το. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
αναγλείφω — 1. γλείφω κάτι με τη γλώσσα μου 2. (ενεργ. και μέσ.) α) γλείφω τα χείλη με τη γλώσσα μου βλέποντας ή επιθυμώντας να φάω κάτι, ξερογλείφομαι β) επιθυμώ κάτι υπερβολικά 3. (για πήλινα δοχεία ή τοίχους) αναδίδω υγρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλείφω … Dictionary of Greek
λαφύσσω — λαφύσσω, αττ. τ. λαφύττω (Α) 1. (για άγρια ζώα) τρώγω ή πίνω με απληστία, κατασπαράζω, κατατρώγω, καταβροχθίζω («αἶμα καὶ ἔγκατα πάντα λαφύσσει», Ομ. Ιλ.) 2. (για τη φωτιά) κατακαίω, αφανίζω 3. (για νόσο) φθείρω, μαραίνω 4. μέσ. λαφύσσομαι (για… … Dictionary of Greek
λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ … Dictionary of Greek
υπολείχω — Α γλείφω αποκάτω ή γλείφω χαμηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λείχω «γλείφω»] … Dictionary of Greek
γλείψιμο — το [γλείφω] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού γλείφω* 2. η κολακεία … Dictionary of Greek
γλειφοβολώ — ( άω) 1. γλείφω συνέχεια 2. κολακεύω, φέρομαι με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλείφω + βολώ < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek
γλείφτης
ο [γλείφω]
αυτός που γλείφει κάποιον, δηλ. τόν κολακεύει δουλικά.
Dictionary of Greek. 2013.
γλείνος γλείφω
Look at other dictionaries:
γλείφτης — ο θηλ. ρα αυτός που γλείφει, ο κόλακας: Παίρνει πάντα καλούς βαθμούς γιατί είναι μεγάλος γλείφτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγλειφτάς — ο (θηλ. γλειφτού και γλείφτρα) [αναγλείφω] 1. αυτός που γλείφει με τη γλώσσα του ή μαζεύει με ψωμί τα υπολείμματα τού φαγητού από το πιάτο του 2. κόλακας, γλείφτης … Dictionary of Greek
επιλιχνεύω — ἐπιλιχνεύω (Α) επιλείχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχνεύω «είμαι λαίμαργος» (< λίχνος «γλείφτης*, λαίμαργος», βλ. επιλιχμώ)] … Dictionary of Greek
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek
λείκτης — λείκτης, ὁ (Α) [λείχω] γλείφτης, αυτός που γλείφει … Dictionary of Greek
πινακογλείφτης — ο, θηλ. πινακογλείφτισσα, Ν αυτός που γλείφει τα πιάτα με τα αποφάγια τών άλλων, ο τσανακογλείφτης, ο τιποτένιος κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ.*. < πίνακας «πιάτο» + γλείφτης (< γλείφω)] … Dictionary of Greek
τσάτσος — ο, Ν 1. κόλακας, γλείφτης 2. χαφιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάτσα / τσατσά με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
γλειφοκουτάλας — ο ο γλείφτης, ο κόλακας: Είσαι ένας αηδιαστικός γλειφοκουτάλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλειψιάρης, -α, -ικο — 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να γλείφει. 2. μτφ., κόλακας, γλείφτης: Είναι φοιτητής γλειψιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого).