“Nomadland” Σκηνοθεσία: Κλοέ Ζάο Πρωταγωνιστούν: Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Ντέιβιντ Στράθερν Η.Π.Α., 2020 [2/5]
Nomadland, Η Χώρα των Νομάδων (2020) της Κλόι Ζάο | Πόλυ Λυκούργου: ναι, η καλύτερη ταινία της χρονιάς
Με το κλείσιμο του εργοστασίου όπου εργαζόταν πολλά χρόνια η Φερν, στα 60 της πια, κι έχοντας ήδη χάσει τον αγαπημένο της σύζυγο, κόβεται ο τελευταίος δεσμός της με τη γνώριμη ζωή κι αρχίζει να περιπλανιέται με το φορτηγάκι της στην απεραντοσύνη των Η.Π.Α. Τώρα, κάθε προορισμός της είναι ο ανοιχτός ορίζοντας. “Έξω οι δρόμοι αναπνέουν διψασμένοι, ανοιχτοί”, όπως μας λέει το αγαπημένο τραγούδι. Δηλώνει ότι είναι πλέον “houseless” (χωρίς σπίτι), όχι όμως και “homeless” (δίχως στέγη), αρνούμενη να φιλοξενηθεί σε φιλικά σπίτια. Ένας σύγχρονος νομάδας, με τις ανάγκες της να’ χουν αποσταχθεί στις ζωτικές, χρηματοδοτώντας τες από εποχικές εργασίες, αναγκαστικά πλέον λόγω της ηλικίας της και τής παρωχημένης εργασιακής εμπειρίας για την απαιτήσεις τής αγοράς. Οι διαδρομές της διασταυρώνονται μ’ αυτές άλλων σύγχρονων νομάδων, εξίσου μεγάλων ή και μεγαλύτερων σε ηλικία. Ζουν σε μεγάλους υπαίθριους χώρους, έχοντας οργανώσει μια ανταλλακτική οικονομία. Η απεραντοσύνη του ανοιχτού τοπίου προσφέρει τη δυνατότητα της κοινής στέγης που ενώνει – αυτήν που έχουμε κατατμήσει σε ιδιοκτησίες, οικόπεδα χτισμένα με σπίτια στην πόλη, διαχωρισμένοι μεταξύ μας- μέχρι να σκορπιστούν πάλι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα όταν προκύπτει ευκαιρία εποχικής δουλειάς. Αποχαιρετιούνται χωρίς λύπη, φυλάγοντας την πολύτιμη ανάμνηση της αλληλεγγύης και των αλληλοεκμυστηρεύσεων κι έχοντας την πεποίθηση μιας μελλοντικής συνάντησης, κάποτε, κάπου αλλού.
Εργοστάσια και επιχειρήσεις κλείνουν, σαν συνέπεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Εργασιακή ασφάλεια, μισθοί, δυνατότητες εύρεσης δουλειάς, όλα έχουν καταρρεύσει, ιδιαίτερα για τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Είναι οι “παράπλευρες απώλειες” των καπιταλιστικών συστημάτων, με εμπεδωμένο μέσα τους το κυρίαρχο αφήγημα ότι η ευθύνη για τη φτώχεια τους, δεν μπορεί παρά να βαρύνει αυτούς τους ίδιους- η αντίστροφη όψη του ατομισμού που κυνηγάει το αμερικάνικο όνειρο. Όμως, οι σύγχρονοι νομάδες, δεν εσωτερικεύουν αυτήν την ενοχή κι αποτινάσσουν κάθε ανάγκη ιδιοκτησίας αντικειμένων και ανθρώπων, αντί να προσκολληθούν στην ανάμνησή της ελπίζοντας ότι θα κατορθώσουν να αναβιώσουν κάτι από τους παλιούς καιρούς της ευημερίας. Δεν παραμένουν ούτε στο περιθώριο αυτής της κοινωνίας, σαν σκουριασμένα αλλά όχι ακόμα χαλασμένα γρανάζια, στοχεύοντας στην εξαργύρωση όσης χρησιμότητας τούς αποδοθεί από τούς νόμους της αγοράς. Φεύγοντας, τελειώνει πια το ασθματικό κυνήγι του χρόνου, η λογιστική θεώρηση της ζωής κι ο καταναλωτισμός.
Η Ζάο θέτει την Φερν στο επίκεντρο, μιλώντας μας για όλους αυτούς του ανθρώπους, σχεδόν εξιδανικεύοντας την απόφασή της, σαν να είναι μονόδρομος μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, για την ανάκτηση της ξεχασμένης ουσίας της ζωής. Αποδραματοποιώντας πια τις συναισθηματικές κορυφώσεις της ζωής, έτσι όπως ταυτιζόμαστε με τις χαρές, τους φόβους και τους πόνους- σε τέτοιο βαθμό που η Φερν δεν βιώνει καμία συναισθηματική διακύμανση είτε εργάζεται στις αχανείς αποθήκες της Αmazon (όπου δεν βλέπουμε το γνωστό σκληρό εργασιακό περιβάλλον) είτε μοιράζεται συναισθήματα με τους συνοδοιπόρους της είτε επιστρέφοντας, για λίγο πάντα, στον οργανωμένο τρόπο ζωής τής κοινωνίας, έχοντας την πολυτέλεια να κοιμηθεί σε κρεβάτι, να φάει μαγειρεμένο φαγητό κι όχι κονσέρβες, και να πάει σε κανονική τουαλέτα. Μόνο μια φορά θυμώνει, λίγο όμως, ανεβάζει τη φωνή της. Μια κατάσταση πέρα από τη στωικότητα, ένα είδος σοφίας ή, μια αυτοπροστατευτική αποστασιοποίηση; Η πρώτη εκδοχή είναι φανερή, όμως, δεν μάς μεταδίδεται το βάθος αυτής της κατάστασης- περισσότερο, παρακολουθούμε την περιγραφή της. Συμβάλλει η ερμηνεία της Μακ Ντόρμαντ που έχει εσωτερικότητα αλλά είναι μονότονη.
Το διαρκές φευγιό και η αποδραματοποιημένη νοοτροπία αντανακλώνται στη μοναχικότητά της. Διαμετρική η αντίθεση με την αδελφή της που ζει σ’ ένα μάλλον συμβατικό γάμο, θαυμάζοντας ωστόσο την τόλμη της Φερν, μ’ έναν συγγενή που κυνηγάει επενδυτικές ευκαιρίες από την κατάρρευση των τιμών των ακινήτων, χωρίς να περνάνε από το νου του οι ανθρώπινες “παράπλευρες απώλειες” και με τον παλιό συνοδοιπόρο που επιστρέφει στην οικογενειακή θαλπωρή (η ως δια σεναριακής μαγείας λύση των προβλημάτων σχέσεων και υγείας του, απογοητεύει). Η Φερν έχει απορρίψει αυτόν τον τρόπο ζωής τόσο βαθιά, που φεύγει από τους ανθρώπους που την είχαν φιλοξενήσει σπίτι τους, χωρίς να τούς ενημερώσει για την απόρριψη της πρόσκλησής τους να μείνει εκεί- χωρίς καν ένα “αντίο”, λες και διαφορετικά θα εκπλήρωνε την υποχρέωση μιας αστικής ευγένειας. Η μοναχικότητά της είναι ο δρόμος της στην αναζήτηση της ουσίας των σχέσεων- ταυτόχρονα, φαίνεται ότι υφέρπει ένας ναρκισσισμός στη συμπεριφορά της, καθώς προτιμάει τις σποραδικές, τυχαίες επαφές με τους ανθρώπους παρά τις συχνές ή σταθερές επαφές.
Πόση ελευθερία, όμως, μπορεί να υπάρχει μέσα στην αναγκαστικότητα που υπόκειται ο αδύναμος από τις αποφάσεις των ισχυρών; Όλο και περισσότερη, όσο λιγοστεύουν οι ανάγκες και η ιδιοκτησία, όπως στον κόσμο που φτιάχνουν μετά την απόδραση από την κοινωνία- όμως, αναγκάζονται να επιστρέφουν στην πραγματικότητα αυτής της κοινωνίας και να υποστούν τα ανελαστικά ωράρια, την εκμετάλλευση της υπεραξίας της εργασίας τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν βλέπουμε καμία επίπτωση στη συμπεριφορά της ηρωίδας απ’ αυτές τις σκληρές εργασιακές συνθήκες στη μεγαλύτερη στον κόσμο εταιρεία διαδικτυακής πώλησης αγαθών: δεν βλέπουμε καμία νύξη σχετικά με τη ζωτική ανάγκη του αγώνα για την άρση κάθε αναγκαστικότητας, για έναν εξανθρωπισμένο κόσμο – για την “αναγκαία απεξάρτηση από την τυραννία του δολαρίου”, όπως διακηρύσσει ο άτυπος ηγέτης αυτών των αναχωρητών… Ούτε βλέπουμε αρνητικές επιπτώσεις των τεράστιων δυσκολιών αυτής της νέας ζωής πάνω στη συμπεριφορά των περιπλανώμενων, του ύπνου στο φορτηγάκι μέσα στο καταχείμωνο, της στέρησης του φαγητού για μέρες ώστε να εξοικονομηθούν λεφτά για σκασμένα λάστιχα, του αποκλεισμού της πρόσβασης στα νοσοκομεία- όλα δηλώνονται σ’ ένα επίπεδο δυνητικής δυσκολίας μονάχα. Όλοι μιλούν ήρεμα, χωρίς συγκρούσεις μεταξύ τους. Κι όμως, δεν θέλουμε να τους θαυμάσουμε ή να τους λυπηθούμε παρά να μάς μεταδοθεί αυτή η διαρκής σφυρηλάτηση τού ανυποχώρητου της επιλογής τους και της απελευθέρωσης που επιφέρει.
Υπάρχει ήδη βιωμένος στην πραγματικότητα, πριν την ταινία, αυτός ο άλλος κόσμος για τους υπόλοιπους χαρακτήρες, που δεν είναι ηθοποιοί αλλά άνθρωποι που ζουν νομαδικά, που, όμως, υποφωτίζονται από τη σκηνοθέτιδα: η Φερν μπορεί να καταφύγει στην αδελφή της ώστε να δανειστεί κάποια χρήματα- δεν μαθαίνουμε, όμως, την εμπειρία κάποιου άλλου με την ίδια ανάγκη αλλά χωρίς την ίδια δυνατότητα, χωρίς φαγητό για μέρες και, πολύ πιθανό, χωρίς τα χρήματα τελικά. Η δραματουργία δεν εμπλουτίζεται από τη ζωντανή εμπειρία και με τη σκηνοθετική γραμμή να είναι περισσότερο επίπεδη, αποδυναμώνοντας τη στοχαστικότητα, συντονισμένη, θαρρείς, με τον ακύμαντο συναισθηματικά χαρακτήρα της ηρωίδας, η υπαρξιακή διαδρομή της μένει στο επίπεδο μιας αφήγησης και το μήνυμα, σ’ αυτό των προθέσεων, χωρίς αυτά να μας αγγίζουν ιδιαίτερα.
ONLINE || 1. ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ 2. ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ 3. ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ 4. ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΜΟΝΤΑΖ (Εκμάθηση Adobe Premiere).
Πληροφορίες- δηλώσεις ενδιαφέροντος- Εγγραφές στο e-mail schoolofcinemagr@gmail.com και στο τηλέφωνο 6944143564.