Συνέντευξη της Αμαλίας Μουτούση στην [εφ] με αφορμή την παράσταση στην Επίδαυρο στις 22 και 23 Αυγoύστου 2008

Αμαλία Μουτούση

Αν και θα διαφωνούσε με τον χαρακτηρισμό, για το θεατρόφιλο κοινό είναι η σταρ ανάμεσα στις αντιστάρ. Πριν δικαιώσει για άλλη μια φορά τον τίτλο της, αυτή τη φορά στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου, που σκηνοθετεί η Άντζελα Μπρούσκου, η Αμαλία Μουτούση μάς μιλάει για την τέχνη και το θέατρο της ελληνικής μας καθημερινότητας.

στην Έλια Αποστολοπούλου

Τους τελευταίους δυόμισι μήνες, η Αμαλία Μουτούση κάνει πολύωρες πρόβες σχεδόν καθημερινά, δουλεύοντας το ρόλο της Κλυταιμνήστρας, με την καθοδήγηση της Άντζελας Μπρούσκου. Λίγες μέρες πριν ο θίασος κατεβεί στην Επίδαυρο, για να συνεχίσει εκεί τώρα τις πρόβες του «Αγαμέμνονα», ζητήσαμε από την Αμαλία Μουτούση να μας μιλήσει για την ηρωίδα που ενσαρκώνει, τη συνεργασία της με την Άντζελα Μπρούσκου και τη σχέση της με το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Εκεί που τελευταία φορά την παρακολουθήσαμε στο ρόλο της Αντιγόνης στην πολύ επιτυχημένη παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή, η οποία θα εκπροσωπήσει τη χώρα μας στο Φεστιβάλ Αβινιόν του 2009.

Μια ζωή κάνετε θέατρο. Αλλά τι είδους θέατρο επιλέγετε ;

Μου αρέσει το ποιητικό θέατρο, αλλά και το μουσικό, γιατί αγαπώ και την ποίηση και τη μουσική. Το ποιητικό θέατρο -και συγκεκριμένα ο ποιητικός λόγος- μου έχουν χαρίσει πολύ μεγάλες συγκινήσεις όλα αυτά τα χρόνια. Όμως, το θέατρο είναι μια δουλειά που πρέπει να γειώνεται, γιατί έχει μία τάση –και μέσα από τον ίδιο το χώρο, αλλά και από τους ανθρώπους που την παρακολουθούν- να είναι λίγο «φευγάτη». Οι άνθρωποι που κάνουν αυτή τη δουλειά μπορεί να αντιμετωπίζονται σαν ιδιαίτερα πλάσματα, ποιητικά. Αυτό το κατανοώ ως ένα βαθμό, όμως το χάρισμα από μόνο του δεν σημαίνει τίποτε. Μάλλον, δηλαδή, σημαίνει πολλά πράγματα -μην είμαστε αχάριστοι- αλλά μπορεί και να πάει χαμένο. Για να μπορέσεις να χειριστείς τον ποιητικό λόγο χρειάζονται σπουδές. Η δουλειά μας πρέπει να σπουδάζεται. Με ενδιαφέρει η έρευνα στο θέατρο. Με ενδιαφέρει να καταλάβω τον άνθρωπο και τις λειτουργίες, να μάθω πού εντοπίζεται η φωνή μου μέσα στο σώμα μου. Δεν μπορώ να σπουδάσω τον ποιητικό λόγο αν δεν σπουδάσω πάνω στη φωνή. Και μια που μιλάμε για τη φωνή, βρέθηκα με τον Σπύρο Σακκά, μόλις πριν δυο χρόνια, ενώ θα έπρεπε μόλις τελείωσα το σχολείο να πάω σε ένα πανεπιστήμιο και ο πρώτος άνθρωπος που θα με διδάξει να είναι αυτός. Τον βρήκα, όμως, μετά από 20 χρόνια στην «Αντιγόνη». Ευλογημένες συναντήσεις.

Προτιμάτε να εργάζεστε αποκλειστικά πάνω σε μία παράσταση κάθε σεζόν;

Είμαι υπέρ του εναλλασσόμενου ρεπερτορίου και παλιά οι ηθοποιοί είχαν μάθει σε αυτό. Οι ομάδες στο εξωτερικό, επίσης, έτσι δουλεύουν, πάνω σε ένα και δύο και τρία έργα συγχρόνως. Εμείς εδώ, με τη γνωστή ελληνική νοοτροπία, έχουμε μάθει στο ένα και «καλό». Πιστεύω, όμως, στο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο και σε αυτό αναφέρομαι – κι όχι στο ότι οι ηθοποιοί επειδή δεν πληρώνονται καλά γίνονται χίλια κομμάτια μεταξύ θεάτρου, τηλεόρασης, διαφημίσεων και πάει λέγοντας. Το θέατρο οφείλει να μας ξυπνάει

Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η σχέση του θεάτρου με τη ζωή;

Ο ρόλος του θεάτρου είναι αρχικά να μας κάνει να σκεφτόμαστε, να μας συγκινεί βαθιά και, αν είναι δυνατόν, να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Αλλά επειδή ζούμε σε εποχές ζοφερές θεωρώ ότι είναι πολύ χρήσιμη η πολιτική διάσταση του θεάτρου και, όπως βλέπω -ειδικά στο εξωτερικό-, κάτι τέτοιο συμβαίνει και στο θέατρο και στη μουσική. Το θέατρο οφείλει να ξυπνά την πολιτική μας συνείδηση, αφού δεν τα λένε οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι… Όσον αφορά τη ζωή, η ζωή είναι παντού – δεν είναι ούτε εντός ούτε εκτός θεάτρου. Εξάλλου, η ουσία του θεάτρου είναι η συμπύκνωση της ζωής. Δεν μπορώ να φανταστώ το θέατρο χωρίς ζωή.

Έχετε εμφανιστεί ελάχιστες φορές στον κινηματογράφο. Είναι σύμπτωση ή μήπως πιστεύετε ότι, ως αφηγηματική τέχνη, είναι υποδεέστερη του θεάτρου;

Δεν θεωρώ καθόλου ότι ο κινηματογράφος είναι υποδεέστερη του θεάτρου τέχνη. Αυτή την περίοδο, μάλιστα, κάνω πρόβες για τα γυρίσματα της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Σύλλα Τζουμέρκα. Μ’ αρέσει πάρα πολύ ο κινηματογράφος, αλλά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να εμφανιστώ περισσότερες φορές από αυτές που εμφανίστηκα σε κάτι που να αισθάνομαι ότι μου ταιριάζει. Θα το ήθελα, όμως, πάρα πολύ. Υπάρχουν νέοι σκηνοθέτες που έχουν δρόμο και όραμα, αλλά έχουν να παλέψουν κι αυτοί με την έλλειψη παιδείας στο χώρο. Εκεί που υπάρχει πολύ μεγάλο πρόβλημα είναι στο σενάριο. Αυτό μόνο μέσα από την εκπαίδευση μπορεί να αντιμετωπιστεί. Δεν ξυπνάει κανείς ένα πρωί και γράφει ένα ωραίο σενάριο. Κι αν συμβαίνει αυτό αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις. Η τέχνη σε έναν τόπο δεν μπορεί να βασίζεται στις μεμονωμένες περιπτώσεις ούτε στη μεμονωμένη τρέλα του κάθε ανθρώπου που έχει χάρισμα ή έμπνευση. Αυτός ο τόπος τι κρίμα να μην γεννάει πολιτισμό; Γιατί δεν το κάνει, δεν μας δίνει τα εφόδια. Η ελληνική παιδεία της αρπαχτής.

Συμμερίζεστε τις απόψεις που θεωρούν ότι η σύγχρονη Ελλάδα αντιμετωπίζει πολιτισμικό πρόβλημα εξαιτίας της κακής ποιότητας της παιδείας;

Ναι, αλλά δεν θα το περιόριζα μόνο στην παιδεία. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει πρόβλημα με τον πολιτισμό της εξουσίας, ο οποίος πάντα δίνει τον τόνο και ο οποίος δυστυχώς είναι τριτοκοσμικός. Όταν ένας λαός βλέπει τις αρπαχτές τύπου Ζίμενς και τους οικοπεδοφάγους να καταπατούν τα πάντα χωρίς συνέπειες, δεν μπορεί παρά να αποκτήσει

μια νοοτροπία αρπαχτής. Και η παιδεία είναι ένα σύμπτωμα αυτής της γενικότερης νοοτροπίας.

Έχετε γνώμη για την ελληνική τηλεόραση, από την οποία, αν δεν κάνω λάθος, συστηματικά απέχετε;

Γίνεται τόση κουβέντα για το αλκοόλ, το τσιγάρο και τα ναρκωτικά και κανείς δεν λέει ότι το πιο σύγχρονο και διαδεδομένο ναρκωτικό στην εποχή μας είναι η τηλεόραση. Παχύσαρκα παιδιά τρώνε τζανκ φουντ και βλέπουν τηλεόραση 10 ώρες την ημέρα. Αυτό είναι θάνατος και οι γονείς είναι δολοφόνοι. Στο κομμάτι της δουλειάς μου, από τη φύση της, η τηλεόραση ευνοεί το στιγμιαίο και όλη η δουλειά που γίνεται είναι για να ευνοηθεί αυτό, σαν την τσιχλόφουσκα που τη μασάς και τη φτύνεις. Δεν βρίσκω καμία χαρά και κανένα κίνητρο για να το κάνω αυτό, γιατί η δύναμη του μέσου από μόνη της δεν λέει τίποτε, αν δεν μετουσιώνεται σε πράξη. Γι’ αυτό και όλοι οι συνάδελφοί μου που εκτιμώ και οι οποίοι κάνουν τηλεόραση, πάνε μόνο για τα λεφτά. Υπάρχουν, βέβαια, μεμονωμένες -και πάλι- περιπτώσεις ανθρώπων που προσπαθούν να κάνουν κάτι καλό μέσα σε αυτό το χάος – και μπράβο τους που τα καταφέρνουν.

Τι σας έδεσε με την Άντζελα Μπρούσκου;

Με την Άντζελα είμαστε πάρα πολλά χρόνια μαζί με διάφορους τρόπους. Παρακολουθώ τη δουλειά της και παρακολουθεί τη δουλειά μου. Η αφετηρία αυτής της συνεργασίας είναι στα 17 μου χρόνια, όταν ήμασταν μαζί στη σχολή. Η Άντζελα υπήρξε για μένα η πρώτη δασκάλα μου. Ενώ ήταν συμφοιτήτριά μου μου δίδασκε τα κομμάτια μου. Βρισκόμασταν στο σπίτι για να προετοιμαστούμε για τα κομμάτια μας. Μέσα από αυτή τη φιλία και τη σχέση, η Άντζελα με δίδασκε. Ήταν η πρώτη μου δασκάλα, γιατί πρώτα τα διδασκόμουν από αυτή και μετά τα έπαιζα μπροστά στους δασκάλους μου. Αν και κάναμε διαφορετικά πράγματα η καθεμία, ήταν σαν να πηγαίναμε μαζί. Έχουν πολλά κοινά σημεία οι πορείες μας. Είναι μια σχέση που κρατάει πολλά χρόνια και κοντά στην Άντζελα άρχισα να διαμορφώνω ένα καλλιτεχνικό κριτήριο. Θέλαμε πάρα πολύ να συνεργαστούμε και μας δόθηκε η ευκαιρία μέσα από το Ελληνικό Φεστιβάλ και τον Γιώργο Λούκο. Τέτοιες δουλειές είναι δύσκολο να γίνουν διαφορετικά.

Η Σάρα Κέιν έγραψε για τη γενεσιουργό βία των κοινωνιών μας. Τι σας άφησε η σχέση με το κείμενο μιας τρομερά απαισιόδοξης σύγχρονης συγγραφέως, που μάλιστα αυτοκτόνησε πριν τριανταρίσει;

Αισθάνομαι ότι έχω ασχοληθεί πολύ λίγο με τη Σάρα Κέιν, αλλά πιστεύω ότι είναι πολύ αποτελεσματικός ο τρόπος με τον οποίο έχει μιλήσει για τη βία μέσα στα έργα της. Έχει μία κραυγή για τη ζωή. Μοιάζει με την «Κραυγή» του Μουνχ, που δεν μπορείς να πεις αν είναι αισιόδοξη ή απαισιόδοξη, γιατί είναι όλα μαζί. Αυτό το πράγμα είναι η τέχνη. Πολλές φορές πρέπει να πας στο απόλυτο σκοτάδι, για να μπορέσει να βγει το αληθινό φως. Το γεγονός ότι αυτοκτόνησε δεν το συγχέω με τη δουλειά της. Νομίζω ότι ήταν μια κακιά στιγμή. Είχε κατάθλιψη, αλλά πολλοί άν-

θρωποι έχουν κατάθλιψη. Τη στιγμή που είχε κρίση βρέθηκε μόνη της. Η Σάρα Κέιν μίλησε για γλώσσες που κόβονται. Τα 80 άτομα που είναι φυλακισμένα στο Γκουαντάναμο χωρίς να τους έχει απαγγελθεί κατηγορία και χωρίς να μπορούν να μιλήσουν σε κανέναν δεν είναι στην ουσία 80 κομμένες γλώσσες;

Η Σάρα Κέιν απλώς βλέπει τι συμβαίνει γύρω της κι αν είναι να τα βάλουμε με κάποιους, ας τα βάλουμε με αυτούς που κάνουν ότι δεν το βλέπουν, όχι με τη Σάρα Κέιν. Να το ναρκωτικό που λέγαμε πριν.

Υπάρχουν, νομίζετε, συγγένειες σε σύγχρονα δράματα, όπως αυτό της Κέιν, με το κλασικό δράμα;

Το θέατρό της μπορούμε να το σκεφτούμε σαν τη σύγχρονη τραγωδία και ο λόγος της είναι καθαρά ποιητικός λόγος. Η βία μέσα στα έργα της εμπεριέχεται όπως εμπεριέχεται και στον Αισχύλο. Αναρωτιέμαι γιατί μας σοκάρει η βία στα έργα της Σάρα Κέιν και το ίδιο πράγμα δεν μας έχει απασχολήσει για τους αρχαίους τραγικούς μας.

Τι αντιπροσωπεύει για εσάς η Κλυταιμνήστρα; Τι αντιπροσωπεύει για εμάς, τους σύγχρονους θεατές, η Κλυταιμνήστρα;

Να ξεκινήσω από τον «παιδικό» μου μύθο για την Κλυταιμνήστρα. Όταν ήμουν μαθήτρια στη σχολή, ήμουν στο χορό της «Ορέστειας» που σκηνοθέτησε ο Κουν και έβαζα το στέμμα στην Κλυταιμνήστρα, τη Μελίνα Μερκούρη. Ήταν η πρώτη Κλυταιμνήστρα που είδα στη ζωή μου. Μετά είδα την «Ορέστεια» του Πέτερ Στάιν με την Εντίθ Κλεβέ. Όταν έπαιζα στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, την Κλυταιμνήστρα έκανε η Νόνικα [Γαληνέα], η μητέρα μου. Τρεις γυναίκες που στο «παιδικό» μυαλό μου θα μπορούσαν να είναι στ’ αλήθεια Κλυταιμνήστρες. Αυτή είναι μια εκδοχή της Κλυταιμνήστρας, που κυκλοφορεί, λοιπόν, λίγο παιχνιδιάρικα μέσα μου σαν ένας μύθος γυναικών. Η Κλυταιμνήστρα στο έργο του Αισχύλου είναι μια γυναίκα που κυβερνά. Δεν είναι υποψήφια για εξουσία, είναι η ίδια η εξουσία και έχει όλα τα χαρακτηριστικά της γυναίκας που κυβερνά. Και κάνει όλα τα πράγματα που πρέπει να κάνει μια γυναίκα όταν ο άντρας είναι απών. Χρησιμοποιεί όλα τα αντρικά στοιχεία για να μπορέσει να εξουσιάσει και να ελέγξει. Μπορώ να τη φανταστώ, έτσι όπως φαντάζομαι έναν λοχία, την Μπουμπουλίνα, τη Μάργκαρετ Θάτσερ, τη Μαντόνα, την Κοντολίζα Ράις, την Εβίτα Περόν. Αλλά όχι σαν τις σύγχρονες γιάπισσες, που έχουν καταλάβει λάθος και έχουν γίνει άντρες – χειρότερες κι από τους ίδιους τους άντρες. Όμως, όλες αυτές οι εκδοχές είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι αυτή η εικόνα που έχουμε όλοι στο μυαλό μας όταν λέμε Ελληνίδα μάνα. Πρόσφατα, είδαστις ειδήσεις το περιστατικό με την Ισραηλινή μάνα, που πέταξε το παιδί της έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, όταν είδε την

μπουλντόζα του Παλαιστίνιου να έρχεται κατά πάνω τους. Το παιδάκι έζησε και η μάνα σκοτώθηκε. Αυτό είναι το μητρικό ένστικτο. Κι αυτή είναι η δικιά μου Κλυταιμνήστρα κατά βάθος. Η Κλυταιμνήστρα είναι το ένστικτο, η φύση που εκδικείται.

Έχετε πρόσωπα στα οποία να αισθάνεστε υποχρέωση για τη συγκρότησή σας;

Στη μητέρα μου οφείλω τη συγκρότησή μου, στον τρόπο που με μεγάλωσε. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι ηθοποιών, με τη Νόνικα Γαληνέα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν απόλυτη συγκρότηση στην καθημερινότητά τους, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα με τη δουλειά τους. Αυτό μου το μετέδωσε η μητέρα μου μέσα από τον τρόπο που την έβλεπα να λειτουργεί ως εργαζόμενη μητέρα. Έμαθα από εκείνη ότι σ’ αυτή τη δουλειά, ο εαυτός μας δεν μας ανήκει. Αργότερα, οι άνθρωποι που με έβαλαν σε έναν τρόπο σκέψης και ξύπνησαν μέσα μου το κομμάτι της καλλιτεχνικής φλέβας ήταν (με σειρά εμφανίσεως): η Άντζελα Μπρούσκου, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο Άκης Δαβής, ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Σπύρος Σακκάς. Τώρα, με την Άντζελα, είναι σαν να εξακολουθώ να είμαι στο σπίτι μου, στις ρίζες μου. Έχω πολύ καλή συνεργασία μαζί της, μου πάει σαν καλλιτεχνική φύση, γιατί έχει έναν συνδυασμό πολύ διαφορετικών και αντίθετων πραγμάτων που την κάνει μοναδική. Έχει κάτι πρωτόγονο στη δουλειά της, στο επίπεδο του ενστίκτου, σε συνδυασμό με μία απαλότητα. Ένας πολύ γόνιμος καλλιτεχνικά συνδυασμός.

Μετά τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ, στην Επίδαυρο βρέθηκε φέτος και η Πίνα Μπάους. Σας ξενίζει που το αρχαίο θέατρο αφήνει χώρο και για ρεπερτόριο διαφορετικό από το αρχαίο δραματολόγιο;

Το αρχαίο θέατρο δεν νομίζω ότι σημαίνει ότι πρέπει να παίζονται μόνο αρχαία έργα και μάλιστα με δήθεν αρχαίο τρόπο. Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται. Όταν παίζονταν στην αρχαία Ελλάδα, στην Επίδαυρο, οι τραγωδίες ήταν σύγχρονα έργα. Εμείς έχουμε την ευλογία να έχουμε σαν κληρονομιά αυτό το χώρο. Ας τον αντιμετωπίσουμε ως θεατρικό χώρο, όχι ως «αρχαίο».

Γιατί να μην παίζει η Φιόνα Σο και η Πίνα Μπάους στην Επίδαυρο, όταν αυτό μας προσφέρει βαθύτατη συγκίνηση; Εμπιστεύομαι τον Γιώργο Λούκο, ο οποίος αναμφισβήτητα έχει ένα όραμα και παραδέχομαι ότι αν υπάρχει κάτι που χρειαζόμαστε είναι το όραμα. Αυτά τα πράγματα χρειάζονται χρόνο, υπομονή και εμπιστοσύνη, γιατί δεν χτίζονται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Υπάρχει αντίστοιχη έλλειψη οράματος και στην πολιτική;

Το πρόβλημα με την πολιτική είναι ότι δεν υπάρχει πια πολιτική. Είναι τόσο ασφυκτικά ελεγχόμενη από την οικονομία της ελεύθερης αγοράς που οι άνθρωποί της δεν παράγουν πολιτική, απλώς διαχειρίζονται την εξουσία και νομίζω πως αυτό είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας. Όσο για το πολιτικό όραμα έχει γίνει σύντομο ανέκδοτο.

Τι σας αρέσει και τι σας ενοχλεί στην Αθήνα;

Με ενοχλεί η συμπεριφορά των οδηγών, τα σκουπίδια, με ενοχλεί που ο δήμαρχος της Αθήνας έβγαλε τις νεραντζιές από το Κολωνάκι και φύτεψε άλλα δέντρα. Με ενοχλούν τα τζιπ, οι τύποι που μιλάνε στο κινητό με το ένα χέρι και με το άλλο πιάνουν το τιμόνι. Δεν μ’ αρέσει που έχει χτιστεί αυτή η πόλη τόσο πολύ και δεν βλέπω τίποτε. Οι άνθρωποι χτίζουν μπροστά σου, πάνω σου και δίπλα σου.

Μ’ αρέσει η πόλη το βράδυ όταν είναι κλειστά τα μαγαζιά και μπορεί κανείς να την περπατήσει. Μ’ αρέσουν τα φώτα της. Όλη η ασχήμια της πόλης μ’ αρέσει πολύ το βράδυ. Μ’ αρέσουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρώπων που μπορείς να τους ξεχωρίσεις από μια κουβέντα, από ένα βλέμμα, από ένα χαμόγελο. Μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που θα συναντήσω στα φανάρια, θα πω μια κουβέντα και θα πάει αλλιώς η μέρα μου. Μ’ αρέσουν αυτά τα παιδιά που κυκλοφορούν με τα λευκά φτερά μέσα στην πόλη. Μ’ αρέσει ένα μπαράκι, στο πιο μπανάλ σημείο, στο οποίο πηγαίνω μόνη μου. Αγαπώ πολύ την Κυψέλη.

Μ’ αρέσουν οι εκκλησίες, γιατί έχουν πλατείες. Κάθε μέρα οδηγώ στον Κηφισσό ανάμεσα στις νταλίκες, αφαιρούμαι και σκέφτομαι τις δουλειές των άλλων ανθρώπων. Μ’ αρέσει το ποδήλατο. Και λυπάμαι που το downtown ξεκίνησε τόσο ωραία και έγινε τόσο ελεεινό. Στου Ψυρρή είναι πια τα νέα μπουζούκια.

Αν δεν ήσασταν ηθοποιός, τι επάγγελμα θα θέλατε να κάνετε;

Θα μου άρεσε να κάνω κάτι με τη γη. Το να πιάνεις το βρεγμένο χώμα είναι σαν να πιάνεις τον ίδιο σου

τον εαυτό πριν από χιλιάδες χρόνια.
Τεύχος 12

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.