ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ Ο ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΒΑΦΗ. Oνειρική συνάντηση κορυφής: Συνέντευξη του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου στον Θανάση Πατσαβό.

image Η συνάντηση δύο μεγάλων μορφών της παγκόσμιας και της ελληνικής ποίησης παίρνει μυθικές διαστάσεις στο ντοκιμαντέρ imageΤη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη, που κέρδισε το 1ο Κρατικό Βραβείο Ντοκιμαντέρ.
Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος λύνει το αίνιγμα αυτής της «άγνωστης» μέχρι τώρα συνεύρεσης.

imageΠολλά γράφτηκαν και ακούστηκαν για την περίφημη αυτή συνάντηση. Πού σταματά η πραγματικότητα και πού ξεκινά η φαντασία;

Η συνάντηση των δύο ποιητών είναι, φυσικά, επινοημένη. Όμως η συνάντηση του έργου τους είναι πραγματική και ουσιαστική. Από κει και πέρα, επινόησα αυτή την συνάντηση με όχημα τον Βασίλη Καπόπουλο, για να αναδείξω καλύτερα τα άπειρα σημεία όπου η ζωή και το ποιητικό τους έργο διασταυρώνονται. Όλα αυτά τα στοιχεία περνούν μέσα από την αφήγηση αυτού του φανταστικού προσώπου, όπως υποτίθεται του τα διηγήθηκαν εκείνη τη νύχτα πάνω στο υπερωκεάνιο Saturnia που ταξιδεύει για τον Νέο Κόσμο. Όσον αφορά την κατασκευή της, η ταινία κάνει ένα παιχνίδι όπως ακριβώς έκανε και ο Πεσσόα με τους ετερωνύμους του και, λίγο-πολύ, ο Καβάφης με τα ιστορικά πρόσωπα τα οποία υποδυόταν στην ποίησή του.

Δεν ανησυχείτε μήπως παραπλανήσετε κάποιους θεατές που μπορεί να εκλάβουν το περιστατικό ως αληθινό;

Γι’ αυτό και αποκαλώ την ταινία μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ· με την έννοια, ότι υπάρχει ένα πάντρεμα της μυθοπλασίας με το ντοκιμαντέρ. Και βέβαια, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο εικονοποιώ αυτή τη συνάντηση: για να δείξω στον θεατή ότι είναι μια κατασκευή. Αν ήθελα να γίνει πιστευτό και να πείσω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια καινούρια, φιλολογική ανακάλυψη, θα μπορούσα να περάσω το όλο θέμα με ένα voice over που θα αφηγούνταν επακριβώς τα τεκταινόμενα από τα σημειωματάρια.

Θεωρείτε, λοιπόν, ότι τα όρια ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι και τόσο σαφή;

Πάντα εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο τοποθετείται κανείς απέναντι στα πράγματα. Πιστεύω ότι οι διαφορές ανάμεσα στην ταινία μυθοπλασίας και το ντοκιμαντέρ έχουν να κάνουν περισσότερο με κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά και όχι με την ουσία· γιατί νομίζω ότι η ουσία είναι το εσωτερικό βλέμμα που κουβαλά ο δημιουργός, κι αυτό ισχύει τόσο στο ντοκιμαντέρ όσο και στη μυθοπλασία. Δεν υπάρχει μια ουδέτερη πραγματικότητα την οποία κινηματογραφεί. Το πώς θα δω ένα  γεγονός, πώς θα στήσω την κάμερά μου, τι επιλογή κάδρου θα κάνω, από ποια γωνία θα το τραβήξω, πώς θα το δουλέψω στο μοντάζ κ.λπ., σαφέστατα αναφέρονται σ’ ένα υποκείμενο που καταγράφει όλα αυτά τα πράγματα. Άλλο η πραγματικότητα και άλλο αυτό που συλλαμβάνω εγώ ως πραγματικότητα. Όσο κι αν θέλει κανείς να λέει ότι κινείται μέσα στα πλαίσια ενός «καθαρού» ντοκιμαντέρ, και μόνο η επιλογή του υλικού που έχει γίνει, συνιστά μια μυθοπλασία.

Θέλετε να πείτε ότι η αντικειμενικότητα είναι κάτι ανέφικτο;

Ο δημιουργός δεν είναι υποχρεωμένος να συλλάβει το καθρέφτισμα κάποιου πράγματος. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο, και, ως εκ τούτου, το έργο του θα διακρινόταν πάντα από μια αναπηρία, στο βαθμό που ποτέ δε θα μπορούσε να αποτυπώσει την ίδια την πραγματικότητα. Αυτό δεν το κρύβω σε καμία ταινία μου, ασχέτως αν εδώ είναι πολύ πιο έντονη η μυθοπλασία. Οι ταινίες μου δεν είναι ο Σεφέρης ή ο Μόραλης· είναι ο Σεφέρης ή ο Μόραλης που εισπράττω εγώ. Και σίγουρα μια ταινία δεν μπορεί να συμπεριλάβει ολόκληρη τη ζωή και το έργο ενός ανθρώπου. Από κει και πέρα, έρχεται ο δημιουργός, ο οποίος ήδη κουβαλά μια σκευή γνωστική, συναισθηματική και εμπειρική που τον έχει διαμορφώσει ως
άνθρωπο, κι αφουγκράζεται τα αρχεία και τα κείμενα μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Αν κάποιος ισχυριζόταν ότι, λόγω των ελευθεριών που παίρνετε, η ταινία σας δεν μπορεί να λέγεται ντοκιμαντέρ, τι θα απαντούσατε;

Δε με ενδιαφέρουν οι ταμπέλες. Θα έλεγα ότι η ταινία κάνει χρήση των μορφολογικών στοιχείων που μας έχει κληροδοτήσει τόσο το ντοκιμαντέρ όσο και η ταινία μυθοπλασίας. Άλλωστε, η ταινία, μέσα από τον τρόπο κατασκευής της, θέτει σαφέστατα το ερώτημα τι είναι ντοκιμαντέρ και τι μυθοπλασία. Υπάρχουν, για παράδειγμα, σκηνές μυθοπλασίας, όπως η συνάντηση της οικογένειας του ανύπαρκτου Βασίλη Καπόπουλου, όπου ο τρόπος κινηματογράφησης μιμείται την ιδέα που έχουμε για το ντοκιμαντέρ· αλλά και το αντίστροφο: δραματοποιημένες σκηνές, απόλυτα τεκμηριωμένες από μαρτυρίες που υπάρχουν για τη ζωή των δύο ποιητών.

Πώς αποφασίσατε να παραλληλίσετε αυτούς τους δύο συγκεκριμένους ποιητές;

Αυτό, ούτε εγώ μπορώ να το προσδιορίσω απόλυτα. Εκείνο που θυμάμαι, είναι ότι, κάποια στιγμή που διάβαζα Πεσσόα, μου δημιουργήθηκε αυθόρμητα η παρόρμηση να ξαναδιαβάσω Καβάφη. Εκ των υστέρων θα μπορούσα να πω ότι ίσως το σημαντικότερο έναυσμα ήταν πως, διαβάζοντας τον Πεσσόα, είδα τη μοναξιά ενός ανθρώπου που ζει την
ταπεινή ζωή ενός υπαλλήλου, κλεισμένου σ’ ένα δωματιάκι να φαντάζεται ένα ολόκληρο σύμπαν. Αυτόματα αυτό μου έφερε στο νου και τον Καβάφη, ο οποίος επίσης υπήρξε ένας ελάχιστα ταξιδεμένος υπάλληλος γραφείου που ανοίχτηκε σ’ έναν ανάλογο κόσμο.

image Ποια ήταν τα κοινά στοιχεία που προέκυψαν από τη μελέτη σας;

Τόσο ο Καβάφης όσο και ο Πεσσόα είναι δύο ποιητές που το έργο τους το σημάδεψε έντονα η Ιστορία. Γεννιούνται και ζουν σε δύο ιστορικά λιμάνια της Ευρώπης και του ευρύτερου μεσογειακού χώρου: ο πρώτος στην Αλεξάνδρεια, που κάποτε ήταν το κέντρο του τότε γνωστού κόσμου, και ο δεύτερος στη Λισαβόνα. Και τις ζουν την περίοδο της παρακμής τους, κάτι που αποτυπώνουν τέλεια στο έργο τους σαν ιστορικό τραύμα. Δε θέλουν να δεχτούν ότι αυτή τη στιγμή η Ιστορία μετατοπίζεται, πηγαίνει πέραν του Ατλαντικού, εκεί όπου βρίσκονται τα οικονομικά κέντρα. Στη συνέχεια, προέκυψαν πάμπολλες ομοιότητες. Για παράδειγμα, και οι δύο χάνουν τον πατέρα τους σε τρυφερή ηλικία. Διδάσκονται τα αγγλικά ως πρώτη γλώσσα, και σ’ αυτήν θα γράψουν τα πρώτα τους ποιήματα. Ουσιαστικά θα γίνουν γνωστοί μετά θάνατον, καθώς, όσο ζουν, η εκδοτική τακτική τους είναι εξαιρετικά ιδιόρρυθμη. Και οι δύο, αφού ζήσουν τη ζωή ενός υπαλλήλου, θα πεθάνουν στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Η μόνη μεγάλη διαφορά τους έγκειται στο ότι ο Πεσσόα υπήρξε πολυγραφότατος, ενώ ο Καβάφης άφησε πίσω του μόνο 154 ποιήματα. Κατά κάποιον μεταφυσικό τρόπο, οι συμπτώσεις της ζωής τους είναι πάρα πολλές.

Ήταν δηλαδή κάτι σαν βίοι παράλληλοι;

Ακριβώς. Πάνω-κάτω έδωσαν έργο την ίδια περίπου περίοδο, καθώς η πιο γόνιμη και δημιουργική περίοδός τους ήταν στις αρχές του εικοστού αιώνα. Το πιο σημαντικό και γοητευτικό στοιχείο για μένα είναι το πώς αυτοί οι δύο άνθρωποι, ενώ αγνοούσαν ο ένας το έργο του άλλου, είχαν τόσα κοινά.

Γυρίζοντας την ταινία, αισθανθήκατε ποτέ ότι έπρεπε οπτικά να ανταγωνιστείτε τον ποιητικό λόγο;

Ευθύς εξαρχής δε με ενδιέφερε να εικονοποιήσω την ποίηση. Η ποίηση δεν εικονοποιείται. Προσπάθησα μέσα από την κινηματογραφική γλώσσα να μιλήσω για την ποίηση αυτών των ανθρώπων. Σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να την εικονογραφήσω. Προτίμησα, μάλιστα, μέσα από τον ίδιο τον ποιητικό λόγο να εφεύρω πράγματα που να λειτουργούν αποστασιοποιητικά· βάζοντας, π.χ., τον Πεσσόα και τον Καβάφη να περπατούν στη σύγχρονη Λισαβόνα και στη σύγχρονη Αλεξάδρεια αντίστοιχα. Πέρα από μια υπόμνηση της διαχρονικότητας της ποίησής τους, αυτό λειτουργεί αποστασιοποιητικά, κι έτσι ο ποιητικός λόγος μένει αποκαθαρμένος από τη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή· γιατί σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να παρασύρω τον κόσμο σ’ αυτό που ο Τζίγκα Βερτόφ ονόμαζε «πάθος σε τιμή ευκαιρίας».

δημοσιεύτηκε στο Μοτέρ, Τεύχος 14.

1 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.