Αλίντα Δημητρίου: Συνέντευξη στην Έλενα Χρηστοπούλου με αφορμή την προβολή της νέας ταινίας της, «Ζωή στους Βράχους»(2009) από 19/11 στο Τριανόν Filmcenter.

image

αλίντα δημητρίου

Η γυναικεία πλευρά της Ιστορίας ζωντανεύει μέσα από το έργο της Αλίντας Δημητρίου, η οποία υπερασπίζεται με σθένος και αγάπη τη ζωή και την ιδεολογία.

από την Έλενα Χρηστοπούλου

«Να σου πω την ιστορία της ζωής μου; Είναι μικρή, είναι και μεγάλη… Θα διαλέξεις εσύ ποια κομμάτια θες να κρατήσεις, τα μικρά ή τα μεγάλα». Δεν έχουμε ξεκινήσει καν τη συνέντευξη και δεν προλαβαίνω να συγκρατήσω το χείμαρρο της Αλίντας Δημητρίου. Έχουμε συναντηθεί με αφορμή την κυκλοφορία στις αίθουσες του ντοκιμαντέρ της Η ζωή στους βράχους (τη συνέχεια από τα Πουλιά στο βάλτο), που ανιχνεύει τις προσωπικές μαρτυρίες γυναικών οι οποίες συμμετείχαν στο Δημοκρατικό Στρατό και στη συνέχεια έζησαν στην εξορία – αλλά η συζήτηση ξεφεύγει γρήγορα. Περνά από την ιδεολογία στη μνήμη, από τον έρωτα στον κινηματογράφο, από το χθες στο σήμερα. Όποιος έχει γνωρίσει την Αλίντα, ξέρει βέβαια πως όλα τα παραπάνω είναι συνυφασμένα, δεν διαχωρίζονται στο μυαλό και την καρδιά της – με τον ίδιο τρόπο που παρομοιάζει με ρομαντισμό την ιδεολογία με τον έρωτα, μπορεί να αφηγηθεί ιστορίες που συνέβησαν χθες, με το ίδιο πάθος με το οποίο θα περιγράψει ένα συμβάν που έζησε 30 χρόνια πριν. Κι αυτό είναι ίσως το πολυτιμότερο χαρακτηριστικό της: μπορεί να μετράει 75 χρόνια ζωή, αλλά συνεχίζει να βιώνει τον κόσμο με την περιέργεια και την ευαισθησία ενός παιδιού.

Πώς σας είχε έρθει η ιδέα να κάνετε ταινία γι’ αυτές τις γυναίκες και την ιστορία τους;

Πριν από μερικά χρόνια, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καλαμάτας παίχτηκε ένα ντοκιμαντέρ που αναφερόταν στην Επανάσταση των Γαρυφάλλων, στην Πορτογαλία. Με εντυπωσίασε, πρώτον, γιατί ήταν πολιτικό ντοκιμαντέρ και, δεύτερον, γιατί η παραγωγή του ήταν χαμηλού κόστους. Και είχα αναρωτηθεί τότε: γιατί εμείς, γαμώτο, να μην μπορούμε να κάνουμε τέτοιες ταινίες; Αυτό με ταλάνισε, και σκέφτηκα να κάνω κάτι αντίστοιχο. Κατέληξα σε μια γυναίκα, λοιπόν, με την οποία όμως δεν ευοδώθηκε κάποια συνεργασία. Και σκέφτηκα τότε: Τι δουλειά έχω εγώ με μια επώνυμη; Θα πάω να βρω τις ανώνυμες. Σ’ αυτή τη γυναίκα τελικά χρωστάω το ότι με οδήγησε να βρω όλες τις ανώνυμες πρωταγωνίστριες της ταινίας μου, οι φωνές των οποίων δεν υπάρχουν στην Ιστορία – η επίσημη Ιστορία αγνοεί την προφορική ιστορία, παρακάμπτει και προσπερνάει τις μαρτυρίες και τα βιώματα των ανθρώπων.

Μια βασική ένσταση ενάντια στην αξία της προφορικής ιστορίας είναι η υποκειμενικότητά της. Έχετε σκεφτεί ποτέ ότι δείχνετε μόνο τη μία πλευρά της Ιστορίας;

Μα δεν υπάρχει άλλη πλευρά! Προκαλώ όσους κάνουν αυτή την ερώτηση, να μας δείξουν μιαν άλλη πλευρά. Όσο για την υποκειμενικότητα, στην ταινία υπάρχουν 33 γυναίκες που καταθέτουν τη μαρτυρία τους. Έτσι όπως είναι συρραμμένες οι μαρτυρίες, η μία μετά την άλλη, αντιλαμβάνεσαι πως, τελικά, αναδύεται η ίδια ιστορία, οπότε δεν μπορείς να μιλήσεις για υποκειμενικότητα ή αντικειμενικότητα. Κάποιοι άλλοι λένε πως η μνήμη αλλοιώνεται. Η μνήμη αλλοιώνεται σε όσους έκαναν κάποτε κάτι και μετά σταμάτησαν. Με πολύ νάζι, μία από τις γυναίκες μού είπε: «Γίνεται διαδήλωση χωρίς να είμαι εγώ;». Άλλες μου δήλωσαν πως θα έκαναν πάλι τα ίδια. Είναι ένα κομμάτι ζωής που τους έχει χαράξει για πάντα. Πηγαίνουν σε διαδηλώσεις, κάνουν αναμνηστικές εκδρομές, διαδίδουν τα «πιστεύω» τους. Αυτό το πράγμα είναι σε μια διαρκή αναμόχλευση, οπότε δεν μπορεί να υπάρξει αλλοίωση της μνήμης. Η μία συμπληρώνει την άλλη.

Δεν μπορείτε να αρνηθείτε, όμως, πως είστε παντρεμένη με την ιδεολογία.

Μα κάθε πολίτης πρέπει να έχει ιδεολογία. Ούτε πωρωμένη είμαι ιδεολογικά, ούτε μη πωρωμένη. Στην ταινία, άφησα τους άλλους να μιλάνε.

Πότε καταλάβατε πως οι πεποιθήσεις σας θα καθόριζαν τη ζωή σας;

Με την ιδεολογία δεν είχα ποτέ λογικές παρτίδες. Θα μπορούσες να πεις ότι είναι σαν τον πρώτο σου έρωτα, τον οποίο κουβαλάς για πάντα μαζί σου. Για να σου απαντήσω, όμως, ήταν όταν ήμουν 11 χρονών. Το ’χε σκάσει ο πατέρας μου από τους Γερμανούς, και η μάνα μου με πήγε με την αδερφή μου να τον δούμε. Με κάθισε στα πόδια του, λοιπόν, και μου τραγούδησε: «Βροντάει ο Όλυμπος, αστράφτει η Γκιώνα». Αυτό ήταν. Από τότε δεν απομακρύνθηκα απ’ αυτήν ούτε ένα εκατοστό.

Τι νιώσατε δηλαδή εκείνη τη στιγμή;

Απλώς αντιπροσώπευε τη ζωή που ζούσαμε, έξω από το σπίτι της γιαγιάς μου. Ήταν τα μπλόκα των γερμανοτσολιάδων, ο πατέρας μου στη φυλακή, όλα αυτά που καθόρισαν την πορεία μου. Και την καθόρισαν με πάθος, κάτι που χαρακτηρίζει κάθε μου πράξη. Ποτέ μου δεν κατάλαβα επίσης πώς γίνεται κάποιος να είναι αναποφάσιστος, να αλλάζει πολιτικές πεποιθήσεις, τη μία να ψηφίζει το ένα, την άλλη το άλλο.

Σας προβληματίζει η ταλάντευση;

Όχι· δε με προβληματίζει. Γελάω με την ταλάντευση των ανθρώπων. Ή είσαι ή δεν είσαι. Τα πράγματα είναι άσπρο- μαύρο.

Ναι, αλλά δεν συμφωνείτε ότι τα πράγματα πλέον δεν είναι ακριβώς άσπρο-μαύρο; Οι άνθρωποι της γενιάς των 30 τουλάχιστον δε νιώθουν έτσι.

Μα σας έχουν βάλει ένα χαλκά στο λαιμό και σας τον σφίγγουν συνέχεια, και δεν καταλαβαίνετε ότι είναι άσπρο-μαύρο; Το γκρι είναι συναίνεση, και η συναίνεση είναι συνενοχή. Μπορείς να εμπιστευτείς όσα σου λένε;

Μα δεν συζητάμε για τους πολιτικούς. Όταν πιστεύεις σε άσπρα και μαύρα, κινδυνεύεις να γίνεις απόλυτος. Αυτό αλλάζει όταν αρχίζεις να μπαίνεις στη θέση του άλλου. Υπάρχει εκεί μια γκρίζα περιοχή, η οποία δεν έχει να κάνει με τη συναίνεση και τη συνενοχή.

Εντάξει· δε μιλάμε για πολιτικούς, αλλά για πολιτική τοποθέτηση. Το να μπω στη θέση των άλλων, είναι σαν να γίνομαι θεατής, κι εγώ θεατής ποτέ δεν υπήρξα.

Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση σ’ αυτές τις γυναίκες;

Το ήθος, η αξιοπρέπειά τους. Μου ανανέωσαν την πίστη για τη ζωή, κι έβαλα τον πήχη λίγο πιο ψηλά. Δεν κάνω πλέον υποχωρήσεις, δεν ανέχομαι πράγματα που κάποτε θα υπέφερα υπομένοντάς τα.

Είστε σκηνοθέτις που κάνει ταινίες ντοκιμαντέρ μικρού μήκους κι έχει αριστερές πεποιθήσεις. Περνάτε από το ένα περιθώριο στο άλλο, από τη μία μειονότητα στην άλλη. Ποιο από όλα αυτά τα κομμάτια σας πιστεύετε ότι σας έχει παρουσιάσει το μεγαλύτερο εμπόδιο;

Εμπόδιο ως προς τι;

Ως προς τη δουλειά σας, τους συντρόφους, την καθημερινότητά σας.

Αν με υπερσκέλισε κάποιος, αυτό συνέβη γιατί ήταν καλύτερος από μένα, κι όχι γιατί ήμουν γυναίκα. Ως αριστερή, δεν είχα πρόβλημα, γιατί με άφηναν τελικά να κάνω τα ντοκιμαντέρ που ήθελα. Το βασικότερο είναι πως είμαι έξω από κάθε δημόσια σχέση, έξω από κάθε κάστα, έξω από κάθε κύκλο. Δεν μπορούν να αγνοήσουν τη δουλειά μου. Δεν έχει σημασία τι προϊόν παράγεις, αλλά τι σχέσεις προάγεις.

Τα “Πουλιά” στο βάλτο ήταν η πρώτη σας μεγάλου μήκους ταινία. Γιατί αποφασίσατε τώρα να στραφείτε από τη μικρού στη μεγάλου;

Δεν ήταν κατάλληλες οι οικογενειακές συνθήκες ως τώρα. Επίσης, για να κάνεις μεγάλου μήκους, πρέπει να κάνεις υποχωρήσεις, τις οποίες δεν ήμουν διατεθειμένη να κάνω. Η ταινία αυτή προέκυψε λόγω της βοήθειας των συνεργατών μου, οι οποίοι δεν πληρώθηκαν καν. Οφείλεται εξ ολοκλήρου σ’ αυτούς, αλλά πάνω απ’ όλα στον άντρα μου, τον Σωτήρη, ο οποίος επί τέσσερα χρόνια με ανεχόταν να κάθομαι τόση ώρα στον υπολογιστή!

Άλλοι κάνουν μικρού μήκους κι ανυπομονούν να περάσουν στις μεγάλου, ενώ εσείς ασχολείστε 30 χρόνια με τα ντοκιμαντέρ μικρού μήκους.

Κοίτα… φιξιόν εγώ δεν κάνω, δε λέω παραμύθια. Ο κόσμος δεν θεωρεί ότι κάνεις ταινία άμα κάνεις ντοκιμαντέρ. Είναι είδος δεύτερης κατηγορίας, όπως και η μικρού μήκους. Ο κόσμος πιστεύει πως, για να γίνεις σκηνοθέτης, πρέπει να κάνεις ταινία μεγάλου μήκους.

Βλέπετε να συνδέεται κάπως η σημερινή κατάσταση των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη» με το Αντιφεστιβάλ του ’77 στο οποίο είχατε συμμετάσχει κι εσείς;

Τότε υπήρχε από πίσω μια πυγμή, η οποία ενίσχυε τα πράγματα και επέμενε. Ήμαστε πιο ενωμένοι τότε. Σήμερα (οι κινηματογραφιστές) δεν μπορούν να κατανοήσουν τη δύναμη που έχουν. Αυτό, όμως, θέλει πίστη, άποψη και πολιτική –όχι κομματική– κρίση. Κοινά στοιχεία υπάρχουν, βέβαια, όπως η άρνηση απέναντι σε θεσμοθετημένα συμβάντα. Όπως αντιδρούσαμε τότε, έτσι αντιδρούν κι αυτοί τώρα. Οι –θεσμοθετημένες– δομές δεν αλλάζουν.

Δεν πιστεύετε δηλαδή ότι θα υπάρξει κάποια αλλαγή;

Τώρα; Μόνο αν στερείσαι πολιτικής κρίσης πιστεύεις κάτι τέτοιο.

δημοσιεύτηκε στο 18ο τεύχος του ΜΟΤΕΡ.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.