AKROPOLIS RECONSTRUCTION – ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΣΕ ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΙΜΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΟΛΟΣ. Κριτική της Νίκης Πρασσά.

image

Ακρόπολη: κτίριο, σύμβολο, λίκνο πολιτισμού, στύλοι λιτής ομορφιάς και πλούσιας αξίας. Ποιό είναι όμως το περιεχόμενο πίσω από τη μορφή και πώς αυτό εκ νέου συντίθεται στην σύγχρονη αντίληψή μας; Mερικά από τα ερωτήματα που προφανώς ερέθισαν το μυαλό του  Μιχαήλ Μαρμαρινού και τον οδήγησαν στην θεατρική κατάθεση της «Ανακατασκευής».

AKΡΟΠΟΛΙΣ RECONSTRUCTION Βασισμένο στο έργο του Στανίσλαβ Βισπιάνσκι και την παράσταση του Γιέρζυ Γκροτόφσκι, σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού. Παραστάσεις από τις 8 Απριλίου, κάθε Πέμπτη 20.30, Παρασκευή 20.30, Σάββατο 20.30, Κυριακή 19.00, Δευτέρα 20.30. ΘΗΣΕΙΟΝ, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ 1VELOS

Ο – πρωτίστως  ερευνητής – και κατόπιν σκηνοθέτης του Theseum Ensemble, ταξιδεύει στο παρελθόν, με σημείο εκκίνησης την Πολωνία και το έργο του Στάνισλαβ Βισπιάνσκι, κι επιστρέφει στο μέλλον μίας ανθρώπινης κατάστασης που έχει ως αφετηρία και τέρμα το βλέμμα του άλλου. Αποτίοντας  φόρο τιμής στην καινοτόμο μορφή του Γκροτόφσκι αναβαπτίζει τους ηθοποιούς του στα νερά του οράματός εκείνου, για να τους δώσει το χρίσμα της συμμετοχής στη δική του δημιουργία.

image

Πίσω από μαύρες κουρτίνες  κρύβεται ο μυστήριος χώρος διάσπαρτων απλωμένων ρούχων, παππουτσιών με σόλες χοντρές, μίας λύρας. Οι πόρτες ανοίγουν και από τον ατμοσφαιρικό χώρο της εισόδου βρισκόμαστε πάνω στη σκηνή, μπροστά σε μία πισίνα, με επτά ζευγάρια μάτια να μας κοιτούν επίμονα, όσο αναζητούμε και καθόμαστε αναπαυτικά στις θέσεις μας. Κάποια στιγμή ο θόρυβος από το πλήθος σταματά και ένα ταυτόχρονο ψέλλισμα των ηθοποιών μας δίνει το σύνθημα να εστιάσουμε την προσοχή μας στην εναρκτήρια σκηνή. Τρεις γυναίκες και τέσσερις άντρες τραγουδούν ο ένας μετά τον άλλο στίχους αγαπημένων κομματιών. Σαν φωνή από μακριά που κάποτε ξεψυχάει, το σιγομουρμούρισμα σταματά και μέσα από το υδάτινο στοιχείο (το νερό έχει ζωογόνα δύναμη, αναμφισβήτητα)δύο αγγελικές μορφές γεννιούνται, για να μας εισάγουν στο πρώτο μέρος του έργου, τα τεκταινόμενα μέσα σε έναν καθεδρικό ναό, όπου άνθρωποι και άυλες μορφές μπλέκουν τον έρωτα ανάμεσά τους. Το νερό, αδιαμφισβήτητο αναγκαίο στοιχείο κάθε ζωντανού οργανισμού, δίνει σάρκα σε ψυχές, προκειμένου να παίξουν το πάντα ενδιαφέρον παιχνίδι της επιθυμίας. Θνητοί αρνούνται να περάσουν στην αιωνιότητα, άγγελοι αποζητούν την ένταση που το πεπερασμένο κρύβει μέσα του. Σε συνεχή επαφή με το κοινό, οι ηθοποιοί διαρκώς επαναλαμβάνουν την ανάγκη να υπάρξουν διαιωνίζοντας το τώρα που κάποτε θα πεθάνει. Σε αυτό το πρώτο μέρος είδαμε την πεισματάρικη περσόνα της Τατιάνας Πίττα, την απόκοσμα πανέμορφη ενσάρκωση της βαθειά ερωτευμένης ύπαρξης, μέσω της Θεοδώρας Τζήμου, να δρα ως μήλον της έριδος ανάμεσα στον υπερενεργητικό, χαρούμενο και εξ ίσου όμορφο άγγελο του Γιώργου Χριστοδούλου και τον αξιολάτρευτο, χαριτωμένο άγγελο του Κωνσαντίνου Αβαρικιώτη. Σε μία εξαιρετική σκηνή όπου παίχτηκε ακριβώς το ίδιο δράμα μέσα από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, το δαιμόνιο του Μαρμαρινού σάρωσε και πάλι επί σκηνής με την επαναληπτικότητα μίας στιγμής, όπου η λεπτομέρεια έκανε κάθε φορά πιο απολαυστική την διαφοροποίηση. Ο Γιώργος Κριθαράς, τέλος, σήκωσε στους ώμους του το βάρος της εκτόνωσης της αφηνιασμένης – σεξουαλικά υπερδιεργεμένης – Αγγελικής Δημητρακοπούλου, η οποία σε ένα ρεσιτάλ αλληλεπίδρασης με το κοινό, κέρδισε πραγματικά το δύσκολο στοίχημα να μην γίνει καρικατούρα. Ο στρατιώτης Λάμπρος Φιλίππου, ο οποίος σε όλη την διάρκεια παρακολουθούσε μπροστά από ένα μικρόφωνο, έδωσε την δική του μάχη προτού βυθιστεί όλο το πρώτο μέρος στην πηγή του Σηλωάμ, προκειμένου να ξαναγεννηθεί στο σήμερα και τώρα, με έναν διάλογο προβληματισμού με το κοινό.

image

Από το σύνολο του  πρώτου μέρους και πριν το διάλειμμα, μερικές από τις στιγμές που  έκλεψα για να κρατήσω στην μνήμη  μου, είναι το καθηλωτικό βλέμμα του  Λ. Φιλίππου, καθώς πλησίαζε προς το μέρος μου, καθώς και η επίμονη παραμονή της Α. Δημητρακοπούλου μπροστά από έναν θεατή μέχρι εκείνος να αποφασίσει ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ να την κοιτάξει, πράγμα που δεν έγινε όμως ποτέ, καθώς αυτός δεν κατάφερε να πάρει το βλέμμα του από το πάτωμα. Τολμηρή γενικότερα η παρουσία της προαναφερόμενης, σε καίρια μάλιστα σημεία όπου αποκλιμακώνει την ένταση και δίνει την ευκαιρία στους θεατές να χαμογελάσουν, κοιτώντας στον καθρέφτη την ίδια τους την αμηχανία και ξορκίζοντάς την. Επίσης ο Μαρμαρινός, δεν ξεχνάει να σχολιάσει την επικαιρότητα, είτε  σατιρίζοντας  πολιτικά πρόσωπα της Θεσσαλονίκης  ή φανατικά ιδεολογήματα (ποιός τόλμησε να πάρει το ίδιο όνομα με τον Λένιν;), είτε αναφερόμενος σε απώλειες των ημερών μας (Πάτρικ Σουέιζι –  Μάικλ Τζάκσον). Κρατάω επίσης μία σημαντική στιγμή εξομολόγησης του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, όπου μου θύμησε την μελαγχολία του αγγέλου στα Φτερά του Έρωτα του Βιμ Βέντερς.

image

Λίγα λεπτά πριν το διάλειμμα, οι επτά ερμηνευτές μας  καλούν να αναζητήσουμε το νόημα της  Ακρόπολης, τόσο μέσα από την παρουσία όσο και την απουσία της ( με τί θα μπορούσε ίσως να αντικατασταθεί;). Θα αναφέρω μερικές μόνο από τις απόψεις των θεατών, όπως λόγου χάρη ότι η Ακρόπολη είναι κάτι που ανεβάζει την αντικειμενική αξία των ακινήτων, ή ότι σύγχρονη ακρόπολη θα μπορούσε να είναι η Μύκονος ή η πλατεία των Εξαρχείων. Η καθολική αποδοχή ωστόσο εκείνης που βρίσκεται πάνω στον ιερό βράχο, δεν μπορεί απ’ότι φαίνεται να επαναληφθεί για κανένα μέχρι τώρα «μνημείο». Γιατί η ακρόπολη δεν είναι απλά τόπος μνήμης.

Μετά το σύντομο  διάλειμμα, οι ηθοποιοί επιστρέφουν  επί σκηνής συνεχίζοντας την συζήτηση «επί χάρτου» περί της σύγχρονης  έννοιας της ακρόπολης. Όταν ξαφνικά  τα πάντα βυθίζονται στο σκοτάδι, πάνω στο πανί του τοίχου βλέπουμε αρχειακό υλικό της παράστασης του 1962, και το δεύτερο μέρος με το ιουδαικό στάσιμο ξεκινά. (Όχι τυχαία, πάνω που γινόταν αναφορά στο Άουσβιτς ως σύγχρονη ακρόπολη του δυτικού πολιτισμού – καίτοι δύο κυρίες εκ των δεξιών μου διαφωνούσαν και ζητούσαν να γίνει ταυτόχρονη αναφορά στην Παλαιστίνη). Ως έγκλειστους στο συγκεκριμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης αντιμετώπισε τους ήρωές του και ο διάσημος Πολωνός σκηνοθέτης, τις εικόνες της παράστασης του οποίου ζωντανεύουν επί σκηνής οι ηθοποιοί του Μαρμαρινού. Σπαράγματα και θρήνοι στην γλώσσα του πρωτότυπου, δημιούργησαν μία υποβλητική ατμόσφαιρα με την δύναμη του θεάτρου μέσα στο θέατρο. Σκιές που πάλλονταν με τον ρυθμό που ο Γκροτόφσκι επέβαλλε στην δική του ομάδα, υπό το φως της ασπρόμαυρης προβολής, καρέ καρέ ή παγωμένων στιγμιότυπων του έργου του. Νομίζω πως όσο διήρκεσε αυτό το «στάσιμο», η αναπνοή των θεατών ταυτιζόταν με τον παλμό – κάτι μεταξύ θρησκευτικής μυσταγωγίας και αρχαίου χορικού – των τεκταινόμενων. Με συνεπήρε το όλον, ήταν πραγματικά συναρπαστική η απόδοση και ευρηματικός ο τρόπος που στήθηκε. Εκείνο που μας έδειξε ο Μαρμαρινός (όπως άλλωστε ο πνευματικός του δάσκαλος αλλά και τόσοι άλλοι μετά από αυτόν) είναι πως με ελάχιστα μέσα μπορεί η φιγούρα του ηθοποιού να πλαστεί από το χώμα της σκηνής και να πάρει την μορφή μίας βιβλικής περσόνας, πλάθωντας στο απόλυτο κενό, έναν ολόκληρο κόσμο.

Μετά την εκπληκτική αυτή αναδημιουργία ( σαν παζλ όπου βάζεις σιγά σιγά τα κομμάτια στη θέση τους), ο Μαρμαρινός περνάει στην τελευταία εικόνα του τρίπτυχου, στήνοντας επί σκηνής τον Τρωικό πόλεμο. Η Ελένη, ο Πάρης, ο Πρίαμος, η Κασσάνδρα και η Εκάβη, λημσονημένες φιγούρες ηττημένων, ατενίζουν από την δική τους Ακρόπολη,το Ίλιον, τον ματαιόδοξο αγώνα της μνήμης πάνω στο αναπότρεπτο του θανάτου. Ωστόσο, επειδή θανάτω θάνατον πατήσας είναι δοξολογία που δεν προσφέρει στο παρών αναπνοή, ο Μαρμαρινός αναζητά τη λύτρωση στη διονυσιακή τελετουργία. Μεθώντας με τον οίνο της μουσικής, ευφραίνεται το σώμα με την όρχηση, στροβιλιζόμενο άλλοτε σαν Δερβίσης άλλοτε σαν Ευρωπαία ανάλαφρη φιγούρα που ακολουθεί τα βήματα του βαλς. Ο χορός είχε πάντα την δύναμη να καθαίρει την ψυχή, να επιστρέφει το θνητό στην κοινωνία του αθάνατου. Παγκόσμια συμπαντική ψυχή, με τον παλμό της κίνησης. Οι θεατές προσκαλούνται σε μία χοροεσπερίδα που στο τέλος καταλήγει στην απόλυτη απελευθέρωση της ενέργειας που έχει η ψυχή…αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που έχει για να πετάξει…εγκαταλείποντας τα δεσμά της περιορισμένης κίνησης, μετέωρη στο κενό. Σε αυτό το τρίτο μέρος είναι πολλές οι αλήθειες που αποκαλύπτονται. Είμαι μόνος μου στο δωμάτιό μου, η ιστορία αυτή είναι η ιστορία κάθε ανθρώπου, ο θάνατος πανταχού παρών, εσύ, ο θεατής… γιατί κοιτάς ηδονοβλεπτικά; Τί είναι ο άνθρωπος; Σκέφτομαι κι άκρη δεν βγάζω.

Οι επτά αγωνιζόμενοι πρωταθλητές, αφήνουν τα κοστούμια  που φόρεσαν, κατεβαίνουν από  το βάθρο τους και ξαναχάνονται μέσα στο νερό, γυμνοί και υπέροχα απλοί, με τα σημάδια τους, άλλος στο  μπράτσο, άλλος στον αστράγαλο. Αφημένα  στο νερό κορμιά, έτοιμα να πάρουν το σχήμα που ο πλάστης και  δήμιος (ο θεός, κι εδώ ο σκηνοθέτης) θα τους επιτάξει. Το βάρος της Ακρόπολης, εκεί, στους ώμους τους, το βάρος της παράστασης εδώ, στους δικούς μας. «Μητέρα, μητέρα»!

Πολύτιμοι αρωγοί του  Μαρμαρινού, εκτός από τους εξαιρετικούς ηθοποιούς του, ο μουσικός Δημήτρης Καμαρωτός με τις υπέροχες συνθέσεις του (ευθύβολη παρέμβαση που υπογραμμίζει καίρια το πνεύμα της παράστασης), η Σταματίνα Παπαμιχάλη με την διδασκαλία των Πολωνικών, ο μεταφραστής Δημήτρης Χουλιαράκης με την αξιέπαινη δουλειά του. Τα σκηνικά του Αντώνη Δαγκλίδη και τα κοστούμια της Ντόρας Λελούδας άφησαν τους ηθοποιούς το περιθώριο να αναπνεύσουν και να εξελιχθούν.

Το να αποκωδικοποιήσεις  μία παράσταση του Μαρμαρινού είναι πραγματική πρόκληση, δεδομένου του πόσο εμπλουτισμένη είναι κάθε φορά η ματιά του πάνω στα πράγματα. Βάζει διαρκώς τους ηθοποιούς να παίζουν με τα ερμηνευτικά τους όρια, ξεγυμνώνει το σώμα τους  για να ενδυναμώσει τα ψυχικά αποθέματά τους, εκμεταλλεύεται ξεχωριστά τις ικανότητες ενός εκάστου ενώ δεν σταματά να αποζητά την συνεχή επικοινωνία τους με το κοινό, προκειμένου να συμμετέχει ο θεατής ενεργητικά, στο κομμάτι αλήθειας που έχει μία μικρή δραματουργία. Η πραγματική ωστόσο μυσταγωγία έρχεται με την κάθαρσή σου, όταν καταφέρεις να συντονιστείς απόλυτα με το ensemble, και να αφήσεις την δική σου ενέργεια να διοχετευτεί στον άλλον, σαν τους υδρατμούς που κατέκλυαν τον χώρο, δημιουργώντας την αχλή από την οποία πρόβαλλε η ανθρώπινη ψυχή της ιστορίας!

Τί είναι λοιπόν η Ακρόπολη και πώς μπορεί να ανακατασκευαστεί στο σήμερα; Έρευνα πάνω σε αυτόν  τον κύκλο μνήμης, καταλήγει στο  ερώτημα του πώς μπορώ να επικοινωνήσω με το παρελθόν μου, την ιστορία μου, με τον συνάνθρωπό μου, κοιτώντας εκείνο που στέκει από παλιά τόσο ψηλά, αλλά εν τέλει είναι τόσο μέσα μου και βαθειά!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.