Την εποχή που σπούδαζα σκηνοθεσία στην Σχολή Σταυράκου την πρώτη φορά, γιατί την ξεκίνησα γύρω στα 1985 και την τελείωσα το 2001, σε 2 δόσεις, ο καθηγητής μας και σημαντικός θεωρητικός του κινηματογράφου Τάκης Αντωνόπουλος θεωρούσε τον Γουήρ, ή Γουίαρ, ή Ουήρ ή Ουίαρ έναν από τους τρεις καλύτερους κινηματογραφιστές στον κόσμο και είχε πολύ σοβαρά, αν και υπερβολικά κατά την άποψή μου, επιχειρήματα για αυτό. Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων, που ήταν η πρώτη του ταινία, το Τελευταίο Κύμα (1977), Καλλίπολη 1915 (1981), Επικίνδυνα Χρόνια (1982), αλλά και οι μετέπειτα ταινίες του που συνδύαζαν ποιότητα και εμπορικότητα Μάρτυρας Εγκλήματος (1985), Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών (1989), H Πράσινη Κάρτα (1990), The Truman Show (1998) απέδειξαν ότι ο Αυστραλός δημιουργός μπορεί να καλόβλεπε την αντίπερα όχθη του mainstream κινηματογράφου, αλλά παρέμεινε σε αυτήν του ποιοτικού, συνεπής σε ένα μεγάλο βαθμό, στο στυλ και το ύφος του, κάτι που δεν έχουν καταφέρει δημιουργοί του διαμετρήματος του Βέντερς (για αυτόν συμφωνούσα με τον καθηγητή μου ότι ανήκε στους 3 καλύτερους κινηματογραφιστές στον κόσμο) που έχουν κατρακυλήσει στον πάτο σε σχέση με αυτό που πρέσβευαν και υπηρετούσαν αισθητικά. Δεν είναι και λίγο. Δικαιώθηκε λοιπόν ο Τάκης Αντωνόπουλος για αυτή του την επιλογή και προτίμηση. Όχι δεν δικαιώθηκε και οι λόγοι είναι πολλοί και σύνθετοι δεν έχουν να κάνουν μόνο με τον συγκεκριμένο δημιουργό ή μόνο με τον Βέντερς. Θα επανέλθουμε κάποια στιγμή στο ίσως πιο σοβαρό ζήτημα όσον αφορά την πορεία και εξέλιξη του κινηματογράφου ως τέχνη, αλλά μέχρι τότε, μην χάσετε με τίποτα την μεγάλη αυτή ταινία του Πήτερ Γουήρ, ειδικά αν δεν την είδατε στην πρόσφατη επανέκδοση ή δεν την έχετε δει ποτέ στο παρελθόν. Πριν ή μετά (αν δεν την έχετε δει ίσως είναι καλύτερα μετά) μπορείτε να διαβάσετε την κριτική ανάλυση του Βασίλη Ραφαηλίδη που απέχει έτη φωτός από το καλύτερο κείμενο που έγραψε (μερικά ήταν πράγματι πολύ καλά) για την ταινία ο οποιοσδήποτε σύγχρονος δημοσιογράφος-κριτικός.
