Συνέντευξη της Λένας Πλάτωνος στην εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών με αφορμή την συναυλία στο Ηρώδειο την Δευτέρα 28 Ιουλίου 2008

Όταν μιλάει η Λένα Πλάτωνος (η συναυλία της οποίας στο Ηρώδειο θα στηριχτεί στα «Ημερολόγια» της τη συλλογή-έκπληξη που τον περασμένο χειμώνα σηματοδότησε την επιστροφή της) είναι σαν να αφηγείται, με το δικό της τρόπο, την ιστορία της μεταπολίτευσης. Οι στρατεύσεις, οι έρωτες τα πρόσω­πα, οι μουσικές. Οι αναχωρήσεις και οι επιστροφές. Ό,τι έγινε κι ό,τι δεν έγινε. Η διαδρομή απο το πιάνο (αλλά κι από το μπουζούκι) στο συνθεσάιζερ. Η διαδρομή από τις επιθυμίες στις απώλειες. Ο χαμένος αλλά κι ο ξανακερδισμένος χρόνος.

Στην Κατερίνα Κόμητα

«Γελάς πολύ και μου αρέσει αυτό… Κι εγώ κάπο­τε γελούσα. Πο πο, πώς γελούσα…Τώρα τελευ­ταία έχει κοπεί αυτό. Δεν είναι πως έχω χάσει το χιούμορ μου. Απλώς, οι παρέες μου δεν γελάνε τόσο πολύ· εκτός από μια φίλη με την οποία κάνουμε ΤΑ γέλια! Είναι Θεσσαλονικιά· μιλάμε από το τηλέφωνο· το τι λέμε με αυτή…». Κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτηση μας με τη Λένα Πλάτωνος. Ένα απόγευμα, στο ισόγειο σπίτι της στο Χολαργό, πίνοντας παγωμένες βυσσινάδες και με το ραδιόφωνο στο βάθος να παίζει πολύ απαλά. Λίγες μέρες πριν από τη συναυλία του Ηρωδείου…

Τι περιμένετε από αυτή τη βραδιά στο Ηρώ­δειο;

Να ευχαριστηθούμε, τόσο εγώ όσο κι ο κό­σμος. Ξέρω πως εκείνο το βράδυ θα ‘ναι κο­ντά μου άνθρωποι που με αγαπάνε. Μου το έχουν δηλώσει από τώρα και θέλω να τους ευχαριστήσω πάρα πάρα πολύ.

Αισθάνεστε αγωνία;

Έχω τρακ· όχι πολύ, το αναμενόμενο. Θέλω όλοι να τα πάμε καλά, να παίξουμε τα ωραία μας τραγουδάκια -που δεν ακούγονται τόσο πολύ στο ραδιόφωνο… Οι πρόβες, δόξα τω θεώ, πάνε πολύ καλά.

Τι θα παίξετε;

Θα παίξω σίγουρα τα τραγούδια από τα «Ημερολόγια» που είναι ο καινούργιος μου δίσκος. Αλλά θα υπάρξουν και εκπλήξεις.

Η μουσική πώς μπήκε στη ζωή σας;

Φυσιολογικά. Όπως λέμε το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει. Σχεδόν μωρό ακόμα, ο πα­τέρας μου (σ.σ. ο σημαντικός συνθέτης και πιανίστας Γεώργιος Πλάτων) με κάτι φίλους του μουσικούς, μου είχαν κάνει κάτι ακουστι­κά τεστ και είχαν βγάλει το συμπέρασμα ότι ακούω πολύ καλό μουσικό αφτί. Και ξαφνικά, μια μέρα στα δυόμισι μου χρόνια, έπαιξα στο πιάνο τα κάλαντα με τα δύο χέρια, χωρίς να έχω διδαχθεί τίποτα. Γιατί μέχρι τότε έπαιζα, με το αφτί πάντα, μόνο κάτι μελωδιούλες με το ένα χέρι. Εκείνο το περιστατικό το θυμάμαι σαν τώρα. Ήταν Χριστούγεννα. Τα παιδιά της γειτονιάς χτύπησαν την πόρτα για τα κάλα­ντα κι ο πατέρας τα έβαλε μέσα να τα πούνε όλοι μαζί στο πιάνο. Εγώ ήμουν ξαπλωμένη σ’ ένα ντιβανάκι- ήμουν πολύ άρρωστη, με υψηλό πυρετό. Παρακολούθησα αυτή τη σκηνή, η οποία, καθώς φαίνεται, εντυπώθηκε μέσα μου πολύ έντονα. Με το που έφυγαν τα παιδιά και ο μπαμπάς, εγώ πετάχτηκα από το ντιβάνι, ανέβηκα στην καρέκλα και έπαιξα τα κάλαντα. Ένα γεγονός που σόκαρε πολύ μια φίλη της μητέρας μου που ήταν εκεί και η οποία βλέποντας με λιποθύμησε… Η καημέ­νη, πίστεψε ότι είχε γίνει θαύμα.

Αλήθεια, θυμάστε γεγονότα που σας συνέβη­σαν σε τόσο μικρή ηλικία;

Αυτό το γεγονός το θυμάμαι σαν τώρα. Άλλα ξεχνάω…

Η μνήμη είναι λένε επιλεκτική…

Πολύ επιλεκτική.. .πολύ… (γελάει)

Έτσι λοιπόν μπήκε η μουσική στη ζωή σας…

ένα πάθος να ακολουθήσω και να μιμηθώ τον πατέρα. Ο πατέρας δεν μου επιβλήθηκε ποτέ, δεν μου έμαθε νότες. Αν και ήταν ο ίδιος καθηγητής, με ανέθεσε σε άλλους δασκάλους του πιάνου, που τους εκτιμούσε πάρα πολύ: στη Μαρίκα Παπαϊωάννου και στη Φοίβη Βάλληνδα. Ο πατέρας δεν με πίεσε ποτέ. Γι’ αυτό και συνήθισα σε αυτή την ελευθερία και γι’ αυτό και τώρα μπο­ρώ με ελευθερία να επιλέγω τις μουσικές πού: με εκφράζουν και να τις βγάζω προς τα έξω στον κόσμο.

Και οι σπουδές πότε ήρθαν;

Μπήκα, με πρώτο πανελλήνιο βραβείο, στο Ωδείο Αθηνών. Με είχε βάλει ο πατέρας να πάρω μέρος σε αυτό το διαγωνισμό. Μου εί­πε: «γίνεται ένας διαγωνισμός και θα έχει και χρηματικό βραβείο». Ήμουν 11 ετών τότε. Σκέφτηκα ότι με τις 5.000 χιλιάδες δραχμές του βραβείου, θα αγόραζα πολλά πράγματα. Τελικά πήρα ένα καλό πικάπ. Θυμάμαι ότι άκουγα δίσκους από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Τι ακούγατε εκείνη την εποχή;

Έλβις Πρίσλεϊ. Μου άρεσε σαν άντρας και μου άρεσε και η μουσική του. Τότε ήταν η εποχή του· ήταν ο βασιλιάς του ροκ· οι Μπιτ-λς ήρθαν δυο χρόνια αργότερα. Δεν άκουγα μόνο κλασική μουσική στη ζωή μου· άκουγα και ροκ και ελληνικά τραγούδια.

Λαϊκά ακούγατε;

Μέσα στο σπίτι δεν ακούγαμε τόσο πολύ λαϊκά, όσο ελαφρολαϊκά. Άκουγα, όμως, τη Μαριάννα Χατζοπούλου, μια πολύ σπουδαία λαϊκή τραγουδίστρια που ήταν τυφλή. Μου άρεσε πάρα πολύ. Αυτή μου άρεσε κι ο Χατζιδάκις. Το πρώτο ολόκληρο τραγούδι που έπαιξα ποτέ στο πιάνο ήταν το «Γαρίφαλο στ’ αφτί»· ήμουν τεσσάρων (το σιγοτραγουδάει).

Η «Λιλιπούπολη» πώς μπήκε στη ζωή σας;

Κάπως παράξενα. Είχα παντρευτεί τον Δημή­τρη Μαραγκόπουλο, το συνθέτη. Ήμασταν νεαρό ζευγάρι. Στα 24 εγώ, 26 εκείνος…

Έρωτας;

Μεγάλος.

Λοιπόν;

Εκείνος ήταν πολύ φίλος με τον Θάνο Μι­κρούτσικο, με τον Μιχάλη Γρηγορίου, με τον Ξανθουδάκη… Όλα αυτά τα παιδιά ήταν στην παρέα του Μάνου (Χατζιδάκι) και φτιάχνανε μαζί του το Τρίτο Πρόγραμμα. Όταν αποφάσισαν να γίνει η παιδική εκπομπή εί­παν στον Δημήτρη, ο οποίος τότε είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές του στη σύνθεση, να πάρει μέρος στη «Λιλιπούπολη». Εκείνος πρότεινε κι εμένα.

Γιατί πιστεύετε ότι είχαν τόσο μεγάλη απή­χηση τα τραγούδια της «Λιλιπούπολης» στα παιδιά- αλλά όχι μόνο στα παιδιά;

Ήταν καλά τραγούδια. Είχαν ωραίο, πανέξυ­πνο, ευχάριστο, φινετσάτο στίχο και είχαν από πίσω και τέσσερις διαφορετικές προσω­πικότητες τραγουδοποιών. Γιατί εκτός από μένα, έγραφαν ο Μαραγκόπουλος, ο Νίκος Κυπουργός και ο Νίκος Χριστοδούλου. «Τον έλεγα πάντα κύριο Χατζιδάκι»

Οι σχέσεις σας με τον Χατζιδάκι ποιες ήταν;

Πολύ καλές. Όταν μου ανέθεσε να κάνω δι­ασκευή στα τραγούδια του, διάλεξα εκείνα που είχε γράψει το 1962 κι έκανα το δίσκο με τη Σαββίνα Γιαννάτου· το ονομάσαμε «Το ’62 του Μάνου Χατζιδάκι». Μου είχε πει τότε ότι κανείς δεν είχε μεταχειριστεί τις αρμονίεςτου όπως τις μεταχειρίστηκα εγώ. Με τον Χατζι­δάκι είχαμε ψυχική συγγένεια.

Τον νιώθατε κοντά σας ως άνθρωπο ή ως μουσική οντότητα;

Το δεύτερο. Ήταν λίγο απόμακρος, αλλά ήμουν και εγώ λίγο απόμακρη. Υπήρχαν παι­διά που του ρίχνανε μια στην πλάτη και του λέγανε: «γεια σου ρε Μάνο…» Εγώ δεν τον έλεγα ποτέ Μάνο· τον έλεγα πάντα κύριο Χατζιδάκι. Τον σεβόμουν πάρα πολύ, κατα­λαβαίνεις; Τον σεβόμουν τρομερά. Καμιά φορά, ο άνθρωπος δεν θέλει να «κατεβάζει» τα ινδάλματα του. Το βλέπω και τώρα που κάποια νεαρά παιδιά μου μιλάνε στονπληθυ-ντικό και με αποκαλούν «κυρία Πλάτωνος». Τα καταλαβαίνω, δεν τους το κόβω· γιατί κι εγώ έτσι ένιωθα κι εξακολουθώ να νιώθω με ορισμένους ανθρώπους.

Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε μιλήσει με πολύ κο­λακευτικά λόγια για εσάς

Είχε πει ότι ήμουν η καλύτερη της γενιάς μου.

Πώς είναι το ίνδαλμα σου να δηλώνει κάτι τέ­τοιο για σένα; Σε αγχώνει ίσως;

Καθόλου άγχος· μόνο τεράστια χαρά. Με τη δήλωση αυτή δικαιώθηκε η αίσθηση της μου­σικής συγγένειας που είχα νιώσει ότι υπήρχε μεταξύ μας. Γιατί δεν υπάρχει πιο μεγάλη χαρά από να σε κατανοεί ο άνθρωπος που κατανοείς και θαυμάζεις. Δεν υπάρχει μεγα­λύτερη χαρά από την αλληλοκατανόηση, την αλληλοαποδοχή, τον αλληλοσεβασμό.

Με ποιους άλλους συνθέτες νοιώσατε παρό­μοια συγγένεια;

Με τον πατέρα μου, τον Σκριάμπιν, τον Ραχμάνινοφ, τον Μπραμς, τον Σούμαν, τον Μπαχ, τον Μπετόβεν, τη Λόρι Άντερσον, τους Massive Attack , τους Beatles, τους Led Zeppelin – να μερικά ονόματα. Στην Ελλάδα, εκτός από τον Χατζιδάκι, δεν έχω νιώσει με κάποιον άλλο.

Μιλήστε μου για την περίοδο της Βιέννης

Στη Βιέννη πήγα στα δεκαεννιά μου για να συνεχίσω τις σπουδές στο κλασικό πιάνο. Αντί για αυτό, όμως, άρχισα να γράφω ροκ τραγούδια.

Χίπισσα στη γενέτειρα του Μότσαρτ

Πώς έγινε αυτό;

Περαστική από το Σάλτσμπουργκ -γενέτει­ρα του Μότσαρτ- περπατούσαμε στο δρό­μο με μια φίλη. Κάποια στιγμή συναντήσα­με έναν νεαρό. Τον ρώτησα πού βρίσκεται το τάδε κατάστημα. Εκείνος μας έδειξε και μετά μας κάλεσε να πάμε για καφέ. Ξέρεις, τότε τα πράγματα ήταν πολύ λάσκα… Ήταν χιπισμός τότε, κι εγώ ήμουν χίπισσα. Πήγαμε λοιπόν για καφέ κι εκεί μου είπε ότι έφτιαχνε ταινιούλες για την τηλεόραση. Με ρώτησε αν, εκτός από το να σπουδάζω μουσική, έγραφα κιόλας… Του απάντησα «ναι». Αυθόρμητα. Μήνες αργότερα, όταν ξανασυναντηθήκαμε, άρχισε να γράφει στίχους στα αγγλικά κι εγώ να γράφω μουσικές για τους στίχους του. Είχαμε πια παρατήσει το σχέδιο με τις ταινίες. Έγραψα καμιά δεκαπενταριά τραγούδια που δεν τα προχώρησα δισκογραφικά. Τα ενορ­χήστρωνα μέσα στο μυαλό μου με όργανα της εποχής.

Αναφερθήκατε στο χιπισμό. Τι σήμαινε το κί­νημα εκείνη την εποχή;

Φορούσαμε ρούχα λίγο σκισμένα, λίγο φθαρ­μένα και μπλου τζιν. Τα αγόρια είχαν μακριά μαλλιά, όπως και τα κορίτσια. Ο έρωτας ήταν πάρα πολύ ελεύθερος σε βαθμό που δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς. Και η χρήση των ναρκωτικών ήταν ελεύθερη, αλλά ποτέ βαριά ναρκωτικά. Μόνο μαριχουάνα, χάπια LSD και speed. Εγώ δεν είχα πέσει ποτέ σε ναρκωτικά, γιατί δεν μου άρεσαν. Γιατί δεν μου πήγαν, όχι ότι δεν είχα δοκιμάσει. Για να καταλάβεις, το σπίτι μου στη Βιέννη κάθε μέρα ήταν γεμάτο από διάφορα άτομα, πολλά από τα οποία δεν τα ήξερα. Όμως δεν ήταν κλέφτες, αυτό ήταν σίγουρο. Υπήρχε μεταξύ μας μεγάλος αλλη­λοσεβασμός.

Τι σας τράβηξε στον χιπισμό;

«Make love not war». Μακριά από εμπόλεμες καταστάσεις, σε προσωπικό και σε γενικότε­ρο επίπεδο. Και η αποθέωση του έρωτα.

Πότε πάψατε να υπάρχετε ως κίνημα;

Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 με αρχές της δεκαετίας του 1980. Εγώ βέβαια είχα περάσει σε άλλη φάση τότε. Είχα πολιτικοποιηθεί. Ανή­κα στην Αριστερά. Όχι πολύ ενεργά, βέβαια, αλλά ήμουν αρκετά κοντά στα πράγματα.

Το συνθεσάιζερ πώς μπήκε στη ζωή και στη μουσική σας;

Το αγόρασα για να κάνω ορχήστρες και να μπορώ να κάνω συναυλίες χωρίς πολλούς μουσικούς. Μόλις το έφερα στο σπίτι, είδα ότι, εκτός από αυτή τη δουλειά, έκανε κι ένα εκατομμύριο άλλες. Ήταν μια φαντασμαγο­ρία, κι εγώ τα ‘χασα. Έτσι, το φοβήθηκα και το κλείδωσα. Άφησα να αναπτυχθεί μεταξύ μας μια σχέση πιο ομαλή. Το συνθεσάιζερ υπήρχε βέβαια στο χώρο, αλλά δεν έπαιζα. Το χρη­σιμοποίησα ύστερα από μερικούς μήνες. Η σχέση μου μαζί του ήταν πολύ ώριμη σχέση.

Περιγράφετε κάτι σαν εξημέρωση;

Ναι, αλληλοεξημερωνόμασταν.

Τι ακριβώς ήταν αυτό που σας φόβισε;

Φοβήθηκα ότι δεν θα μπορούσα να επιλέξω ανάμεσα στις τεράστιες δυνατότητες του. Σιγά σιγά, οι επιλογές μου άρχισαν να μη γί­νονται πια με πανικό. Ήξερα τι ζητούσα και, όταν το συναντούσα μπροστά μου, έλεγα: «Εδώ είμαστε… Σε αυτόν το θόρυβο… Σε αυτόν τον ήχο». Στον «Καρυωτάκη» διάλεξα δύο τρεις ήχους από εκεί μέσα και τους έβα­λα, έτσι, σαν σταλαγματιές. Στο «Σαμποτάζ», βέβαια, είχα δώσει τα ρέστα μου…

Νιώσατε κάποια στιγμή ότι προδώσατε το πιάνο;

Καθόλου. Το πιάνο υπήρχε πάντα στη ζωή μου, έπαιζα πάντα πολύ. Μόνο τώρα τελευ­ταία δεν παίζω τόσο πολύ. Ξέρεις, με τον μπαμπά μου πουλήσαμε ένα πιάνο για να πάρουμε το συνθεσάιζερ. Η μαμά μου, είχε πει τότε: «Τον σκοτώνεις τον πατέρα σου…». Δεν έστεκε κάτι τέτοιο· είχε συμφωνήσει ο άνθρωπος. Η μάνα μου ήταν μελοδραματικός τύπος…

Ο πατέρας σας τι γνώμη είχε για τις ηλεκτρο­νικές μουσικές σας;

Του άρεσαν πάρα πολύ. Μου έλεγε ότι ήταν το κομμάτι του μοντέρνου που τον εξέφραζε. Πως όλοι αυτοί οι ήχοι, οι θόρυβοι στα τρα­γούδια μου, είχαν μουσικότητα. Την εποχή εκείνη, για την Ελλάδα τουλάχι­στον, ο ήχος σας ήταν πολύ πρωτοποριακός. Νιώσατε πως η στροφή σας στην ηλεκτρονι­κή μουσική ήταν ρίσκο; Ρίσκαρα, αλλά πίστευα βαθιά ότι η μουσική του μέλλοντος είναι η ηλεκτρονική. Το πι­στεύω και τώρα.

Αυτό που σας έλκει σε αυτό το είδος τι είναι;

Τα άπειρα ηχοχρώματα με τα οποία μπορείς να αποτυπώσεις στιγμές του ψυχισμού σου-να αποτυπώσεις άπειρα λεπτές εικόνες. Έχει μεγάλη πολλαπλότητα και, παράλληλα, είναι ένα όργανο ακριβείας. Όπως ένας επιστήμο­νας, με τα όργανα που διαθέτει, μπορεί να παρατηρεί το DNA ενός ανθρώπου και μπαίνει στην ιστορία του με «τα χίλια», έτσι και η ηλεκτρονική μουσική είναι ένα λεπτεπίλεπτο χειρουργικό εργαλείο ερμηνείας των συναισθημάτων και των εικόνων που έχεις μέσα σου.

Για ένα διάστημα εξαφανιστήκατε από την πιάτσα.

Η πιάτσα με εξαφάνισε και μετά εξαφανί­στηκα κι εγώ. Το 2000 είχα κάνει μια δου­λειά και δεν έβρισκα δισκογραφική εταιρία που-θε-νά. Όλοι μου έλεγαν το ίδιο: «είναι πολύ ποιοτική δουλειά…». Δεν ήταν μόνο ηλεκτρονική μουσική· ήταν, ας πούμε, έντε­χνο με ηλεκτρονικά στοιχεία. Δεν ξέρω, ίσως ήταν της μοίρας μου γραφτό- το παίρνω και μοιρολατρικά, ξέρεις. Πάντως εμένα με έριξε πολύ αυτό. Με πείραξε πάρα πολύ.

Σας πέρασε από το μυαλό να κάνατε μόνη σας την παραγωγή;

Δεν υπήρχε καμία οικονομική δυνατότητα τότε. Μετά, το 2003, συνέβη το μεγάλο γε­γονός του θανάτου της μητέρας οπότε, εκεί, πάγωσαν όλα για εμένα. Δεν μπορούσα να κάνω καινούργια μουσική και δεν με ενδιέ­φερε καθόλου η προηγούμενη δουλειά μου. Πένθησα πολύ. Μετά από δύο χρόνια άρχισα να ανανήπτω και ήρθα ξανά στο Χολαργό. Για­τί το είχα εγκαταλείψει το σπίτι μου. Ήρθα λοι­πόν εδώ, αγόρασα και κάτι καινούργια μηχα­νήματα που τα είχα ανάγκη και την ίδια χρονιά άρχισα να φτιάχνω τα «Ημερολόγια», τα οποία είχα αρχίσει να δουλεύω από το πατρικό σπίτι, μετά το θάνατο της μητέρας. Έκανα ένα ξεκα­θάρισμα στους στίχους κι άρχισα να γράφω τις μουσικές. Με τα «Ημερολόγια» ήθελα να πω μερικά πράγματα για τα χρόνια πού έλειψα ήθελα να δώσω λόγο σε αυτούς που με είχαν χάσει και με ψάχνανε, να τους πω που περίπου ήμουν και τι έκανα. Κι αυτό «πέρασε» και σε άλ­λο κόσμο. Το να γράψω τα «Ημερολόγια» ήταν μια πολύ καλή εμπειρία για μένα.

Είχατε 14 χρόνια να δείτε τη θάλασσα. Το λέτε και σε ένα τραγούδι σας στα «Ημερολόγια». Πώς μπορεί να γίνει αυτό;

Σε απορροφάει η καθημερινότητα.

Έχετε δηλώσει ότι τα «δύσκολα» τα περάσατε μπροστά στην τηλεόραση.

Έτσι πέρασα το πένθος μου εγώ: κόκαλο μπροστά σε μια τηλεόραση. Από τη στιγμή που άνοιγα τα μάτια μου μέχρι τη στιγμή που τα έκλεινα. Είδα όλες τις βραζιλιάνικες σα­πουνόπερες κι όλα τα μεταγλωττισμένα.

Σας βοηθούσαν να μη σκέφτεστε;

Σαφώς.

Σας κοίμιζαν το κεφάλι;

Βεβαίως. Ναρκωτικό πρώτης.

Αν δεν κάνω λάθος, έχετε και μια αδυναμία στις τηλεπωλήσεις.

Ενώ κάνω άλλες δουλειές, έχω ανοιχτή την τηλεόραση, πολύ χαμηλά. Ανά διαστήματα πέφτει το μάτι μου σε ένα ωραίο αντικείμε­νο. Μου αρέσει να βλέπω παλιά έπιπλα, κά­τι τραπέζια του Γκαλέ, κάτι λάμπες Τίφανις, διάφορα αρ ντεκό αντικείμενα. Όλα αυτά έχουν μια κουλτούρα μέσα τους. Δεν είναι άσχημο να κοιτάξεις κάποια στιγμή προς την τηλεόραση και να πέσει το μάτι σου σε ένα τέτοιο αντικείμενο. Εμένα τουλάχιστον με ξεκουράζει. Το προτιμώ από το να βλέπω τα μαύρα χάλια των εκπομπών, τις έφαγα με το τουλούμι κατά το θάνατο της μητέρας μου. Με τις τηλεπωλήσεις, εξάλλου, τυχαίνει να αγοράσω και κάτι. Όταν μετακόμισα, αγόρασα μέσα από αυτές τις εκπομπές κάποια ωραία παλιά πράγματα. Έτσι μου ήταν χρήσιμες και με διαφορετικό τρόπο.

Στους στίχους σας μιλάτε για πολυ εσωτερι­κές σας καταστάσεις. Εξωτερικεύετε πολύ μύχιες σκέψεις. Σχεδόν εξομολογείστε στο κοινό σας.

Πιστεύω πολύ σε αυτόν τον τρόπο επικοινω­νίας με τους ανθρώπους. Δεν νιώθω να εκτίθεμαι. Επικοινωνώ εσωτερικές καταστάσεις, τις ίδιες που νιώθουν πολλοί άνθρωποι.

Πιστεύετε ότι είναι πολλοί αυτοί που σας αντι­λαμβάνονται;

Είναι αρκετοί πάντως. Σε φόρουμ στο Ίντερνετ έχω δει ότι είναι πολλοί αυτοί που μιλάνε με στίχους από τραγούδια μου· τους κάνουν σλόγκαν.

Αισθάνεστε ότι με τις μουσικές σας βάζετε σε τάξη τους θορύβους και το χάος;

Ναι και είναι πολύ ωραίο όλο αυτό. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να το κάνω και μέσα μου. Γιατί με τους στίχους μου προσπαθώ να βάλω σε τάξη και το μέσα μου.

Είναι επικίνδυνο να ψάχνει κανείς το μέσα του;

Όχι. Επικίνδυνο είναι να μην ψάχνεσαι και κυ­ρίως για τους άλλους. Γιατί μπορείς να βγά­ζεις τέρατα, και να μην παίρνεις χαμπάρι.

Όταν γράφετε, σας ενδιαφέρουν οι αντιδρά­σεις των άλλων ή απλώς ωθείστε από μια εσωτερική έκρηξη;

Είναι μια έκρηξη από μέσα και μια λύτρω­ση. Βέβαια, όταν γράφω, αντιλαμβάνομαι πόσο περίπου κόσμο θα «πιάσει» αυτό που κάνω εκείνη τη στιγμή. Γιατί όταν έφτιαξα τις «Μάσκες Ηλίου», που ήταν μια καθ’ όλα εσωτερική έκρηξη και μου ήταν αδύνατο να μην το βγάλω όλο αυτό από μέσα μου, είχα μεγάλο φόβο. Αισθανόμουν ότι θα χάσω κοινό από το «Σαμποτάζ» και από τον «Κα­ρυωτάκη». Και όντως έχασα· το κοινό μου μίκρυνε. Όταν έφτιαξα το «Γκάλοπ», το κοι­νό μου μεγάλωσε· γιατί στο «Γκάλοπ» ήμουν πιο προσεκτική. Κι αυτή ήταν η πρώτη φορά και η τελευταία, μέχρι στιγμής, που έβαλα λίγο νερό στο κρασί μου· ή στο κρασί τους.

Πιστεύετε ότι οι «Μάσκες Ηλίου» τρόμαξαν το κοινό σας;

Ναι, με φοβήθηκαν. Δεν τους άρεσε, ήταν πο­λύ ξένο για αυτούς. Πολύ προσωπικό, πολύ ταραγμένο.

Οι άνθρωποι που σας ακούνε φανατικά σε όλες τις εποχές έχουν πολύ χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Πώς το εξηγείτε αυτό;

Ναι, με ακούνε εικοσάρηδες κι έτσι.. .Το βλέ­πω και από το My Space. Το συμπέρασμα που βγάζω είναι ότι η μουσική μου έχει μια δια­χρονικότητα κι ότι είναι νεανική. Αλλά ξέρεις, είμαι κι εγώ μέσα μου νεανική, αλλιώς δεν θα μπορούσα να τη βγάλω έτσι. Με έναν τρόπο νιώθω πως έχω μέσα μου το παιδί που δεν έκανα. Και πως αυτό φτιάχνει τις μουσικές. Νιώθω πως έχω μέσα μου την κόρη μου και τη μεγαλώνω. Θα τη φτάσω μέχρι τα 20-25, δεν θα τη μεγαλώσω περισσότερο. Ευτυχώς, είναι η περίπτωση που την κάνω ό,τι θέλω (γελάει).

Νιώθετε ότι ένα κομμάτι σας έχει μείνει πίσω στο χρόνο;

Ναι, ένα κομμάτι μου έχει φρενάρει στα εί­κοσι μου χρόνια. Ένα μουσικό μου κομμάτι βρίσκεται εκεί.

Οι μουσικές σας έχουν πολύ δυνατό ρυθμό. Συμπαρασύρεστε από αυτές;

Από τη δική μου μουσική όχι τόσο πολύ· δεν θα σηκωθώ ποτέ να χορέψω. Θα χορέψω με το μυαλό μου. Ίσως να έχω ταμπού, επειδή είναι δική μου μουσική. Παρασύρομαι όμως από άλλες μουσικές. Όχι βέβαια όπως πριν από κάποια χρόνια. Αλλά οπωσδήποτε ξεση­κώνομαι.

Έχετε γράψει μουσική για το θέατρο, όχι όμως για το σινεμά. Γιατί αυτό;

Έχω γράψει μόνο για μια τηλεταινία. Κι όμως, θα μου άρεσε πολύ να γράψω, αλλά δεν έρ­χονται σε μένα οι σκηνοθέτες. Με θεωρούν κάτι άλλο, φαίνεται. Μια φορά σε ένα σα­λόνι βρισκόμουν ανάμεσα σε σκηνοθέτες. Τους είπα: «Είστε χαζοί που δεν έρχεστε σε μένα, γιατί εγώ γράφω μουσική με εικόνες». Κάποιος απάντησε με ένα αμήχανο «α, ναι;» και κάποιος από αυτούς με ρώτησε: «Ρέγκε γράφεις;»

Ας πάμε τώρα ξανά σε εκείνη την εικόνα την παιδική, όταν, παρότι άρρωστη, σηκωθήκατε από το κρεβάτι για να παίξετε πιάνο. Θα λέ­γατε ότι η μουσική λειτουργεί θεραπευτικά για εσάς;

Πολύ σωστό αυτό που λες και πολύ λογικό. Ναι με θεραπεύει η μουσική.

Υπάρχει κάτι άλλο που λειτουργεί επίσης θε­ραπευτικά;

Η κατανόηση των ανθρώπων. Η κατανόηση με κάνει αγγελάκι…

Ο έρωτας τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σας;

Πολύ μεγάλο. Ήταν γνώμονας και συντελεστής. Παραδίνομαι στο συναίσθημα. Παρά-δίνομαι με την έννοια του «πολύ»· το παρακάνω.

Και το μετανιώνετε;

Δεν ήμουνα τυχερή στον έρωτα. Γιατί για μέ­να ο έρωτας είναι και θέμα τύχης.

Στο My Space τι γίνεται;

Καλά πάμε· έχω πάνω από 4.000 φίλους. Έχει πλάκα το My Space και, εκτόςτων άλλων, έχει και μια ωφέλιμη βάση· γιατί εκεί μέσα γνωρί­ζεσαι με μουσικούς που αξίζουν πραγματικά-ακούς πάρα πολλά πράγματα· παρακολου­θείς το mainstream αλλά και εναλλακτικές μουσικές· ανταλλάσσεις το υλικό σου· «φτιά­χνεσαι» μέσα από την επικοινωνία.

Η Βικτόρια ποια είναι;

Είναι η (σ.σ. οικιακή) βοηθός μου κι ένας πολύ κοντινός μου άνθρωπος. Επίσης, είναι ένας άνθρωπος με πολύ όμορφη φωνή. Της έμαθα λίγο πιάνο, να παίζει κάποια ρώσικα τραγού­δια που ήθελε. Και εκείνη μου τραγουδάει ρώσικες ρομάντζες, που μου αρέσουν πάρα πολύ. Είχα την ιδέα να τη βάλω στα «Ημερο­λόγια», γιατί τα τελευταία χρόνια έχει παίξει ρόλο στη ζωή μου· με έχει βοηθήσει πολύ. Θα είναι μαζί μου και στο Ηρώδειο.

Στο Ηρώδειο, θα εμφανιστεί, εκτός των άλ­λων, και ο Βασσιλικός (Σακάς) των RainingPleasure. Νομίζω ότι πρόκειται να συνεργα­στείτε· θα τραγουδήσει τραγούδια σας σε ένα καινούργιο δίσκο, σωστά;

Ναι το σκεφτόμαστε πολύ έντονα. Αυτή θα είναι η επόμενη δισκογραφική μου δου­λειά, σε στίχους δικους του και με μουσικές δικές μου.

Info

Λένα Πλάτωνος

Πλάτωνος 08

Ερμηνεία: Λένα Πλάτωνος
Συμμετέχουν: Έλλη Πασπαλά, Γιάννης Παλαμίδας,
Μάρθα Φριντζήλα, Κων­σταντίνος Βήτα,
Βικτόρια, Βασσιλικός Σακάς

Πλήκτρα-Ηχητικός σχεδιασμός-Προγραμματισμός:
Στέργιος Τσιρλιάγκος
Μπάσο: Βλάσσης Μπακογιάννης
Κιθάρα: Στράτος Σπηλιωτόπουλος
Κρουστά: Παναγιώτης (
Chico) Κατσικιώτης

Συνεργάτης Σκηνοθέτης: Χρήστος Πέτρου

Φωτισμοί: Γιάννης Αποστολέλης
Χειριστής Φώτων: Μάκης Αναστασάκης
Ηχοληψία: Γιάννης Παξεβάνης
Επιμέλεια κίνησης: Ευφροσύνη Κόρρου
Διεύθυνση παραγωγής: Δημήτρης Κουρούμπαλης

Ωδείο Ηρώδου Αττικού/ 28 Ιουλίου, 21:00

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Ελληνικού Φεστιβάλ (τεύχος 11)

Υποδειγματική συνέντευξη, υποδειγματική εφημερίδα, υποδειγματικό free press, με περιεχόμενο και ουσία, δικαιώνει απόλυτα την ύπαρξη και παρουσία του. Μια ματιά στην διεύθυνση σύνταξης μας έκανε να χαμογελάσουμε από ευχαρίστηση και μας έδωσε μια εξήγηση για το πως στην στείρα εποχή που ζούμε, όπου την ουσιαστική και βαθιά ενημέρωση έχουν υποκαταστήσει τα δελτία τύπου, μπορεί να υπάρχει ένα τέτοιο έντυπο -δωρεάν μάλιστα για τον κόσμο- που περιμένεις με ανυπομονησία πότε θα βγει το επόμενο. Το Camera Stylo Online θέλοντας να διαδόσει ακόμα περισσότερο και στον χώρο του Ίντερνετ τις εκδηλώσεις του ελληνικού φεστιβάλ και την πολύ καλή δουλειά που γίνεται μέσω της εφημερίδας [ε-φ] δημοσιεύει την συνέντευξη της Λένας Πλάτωνος με αφορμή την Συναυλία της αύριο στο Ηρώδειο και επιλεκτικά θα δημοσιεύει κάποια κείμενα ή αποσπάσματα που θα συνδέονται με τρέχουσα εκδήλωση. Προς ενημέρωσή σας αναφέρουμε ότι στο site  του ελληνικού φεστιβάλ, ένα από τα καλύτερα σε αισθητική site που έχουμε δει, ειδικά από όσα σχετίζονται με κρατικό φορέα, μπορείτε να βρείτε και να κατεβάσετε σε pdf ολόκληρη την εφημερίδα του ελληνικού φεστιβάλ.

Συγχαρητήρια στον φίλο από τα παλιά (εποχή της Ίριδας και του κινηματογραφικού Τομέα του ΠΟΦΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 80) και συνοδοιπόρο Ηλία Κανέλλη και στην Κατερίνα Κόμητα για την άψογη συνέντευξη με τις πραγματικά εύστοχες ερωτήσεις.

Η Λένα Πλάτωνος προστίθεται στους καταζητούμενους της στήλης Wanted αυτοδίκαια.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.