Χρήστος Βακαλόπουλος, Η Ονειρική Υφή της Πραγματικότητας (Επιμέλεια-Επίμετρο: Κώστας Λιβιεράτος, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ)

… η ζωή είναι ένα συλλογικό όνειρο σκηνοθετημένο από πολιτιστικές μνήμες.

Με το τέλος της δικτατορίας, οι εικόνες και οι ήχοι βρίσκονται εκτοπισμένοι σ’ ένα άδηλο ακόμη πεδίο επικοινωνίας, στο περιθώριο του επίσημου πολιτικού λόγου. Μαζί με λίγους πρωτοπόρους κριτικούς και κόντρα σε πολλούς άλλους, ο Βακαλόπουλος θα βαλθεί να το κατακτήσει, δοκιμάζοντας τα τελευταία ρεύματα της μοντέρνας σκέψης – μαρξισμό, σημειολογία, ψυχανάλυση- σε σημαδιακά έργα της εποχής και σ’ όλο το φάσμα της νεαρής ελληνικής τηλεόρασης: από τον Γκοντάρ, τον Βέντερς και τον Ντύλαν μέχρι τις εκπομπές του Φρέντυ Γερμανού ή τα σίριαλ της Αλίκης Βουγιουκλάκη κι από τη Γιουροβίζιον, τους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ ή το παρισινό Μπωμπούρ μέχρι το Τραμ το τελευταίο και τη Ρεζέρβα. Όμως ο ιδεολογικός πόλεμος δεν θ’ αργήσει να κοπάσει στη δεκαετία του ’80, παραχωρώντας τη θέση του στον πολιτισμό της εικόνας, που προωθεί η αυτοκρατορία των μέσων. Αρχίζει τότε μια μοναχική περιπλάνηση σ’ αυτό τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο, σε αναζήτηση παραδόσεων και προσώπων ικανών να αναμετρηθούν εκφραστικά μαζί του, αλλά και στα ίχνη μιας αόρατης Ελλάδας, όπου συγκλίνουν ξεχωριστοί κινηματογραφιστές, ηθοποιοί και μουσικοί: Δαμιανός, Τορνές, Ρομέρ και Τζάρμους· Σαπφώ Νοταρά και Βέγγος· Λένον και Σαββόπουλος, Βαν Μόρισον, Πορτοκάλογλου, Παπάζογλου, Ξυδάκης, The Clash και Χειμερινοί Κολυμβητές…
Στα διακόσια και πλέον κείμενα που συγκεντρώνονται και αναδημοσιεύονται για πρώτη φορά εδώ, η κριτική του Βακαλόπουλου ξετυλίγει μια ολοκληρωμένη θεώρηση της σύγχρονης επικοινωνίας και μαζί μια μοναδική περιπέτεια της σκέψης και των αισθήσεων: από τη θύελλα των ιδεών στο όνειρο μιας ζωής που ξαναβρίσκει τον χαμένο χρόνο και την τρομερή ηρεμία των πραγμάτων.
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος (1956-1993) γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και κινηματογράφο στο Παρίσι. Έγραψε κριτικές και δοκίμια για την Αυγή, τον Σύγχρονο Κινηματογράφο, το Αντί, το Ντέφι, τον Ιστό και άλλα έντυπα και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων και την παραγωγή ραδιοφωνικών εκπομπών. Τα άρθρα του έχουν συγκεντρωθεί στις συλλογές Δεύτερη προβολή (1990), Από το χάος στο χαρτί (1995) και στον παρόντα τόμο. Δημοσίευσε επίσης τα πεζογραφήματα Υπόθεση μπεστ-σέλλερ (1980), Οι πτυχιούχοι (1984), Νέες αθηναϊκές ιστορίες (1988) και Η γραμμή του ορίζοντος (1991). Γύρισε τις ταινίες μικρού μήκους Βεράντες (1984) και Θέατρο (1986) και τις ταινίες μεγάλου μήκους Όλγα Ρόμπαρντς (1989) και Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε (1992 – μαζί με τον Σταύρο Τσιώλη).

[Η ΟΝΕΙΡΙΚΗ ΥΦΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ] Ο κινηματογράφος αποδεικνύει ότι η ζωή είναι ένα συλλογικό όνειρο σκηνοθετημένο από πολιτιστικές μνήμες. Το Χόλυγουντ χαρακτηρίστηκε βιομηχανία ονείρων από αρκετούς γκρινιάρηδες κοινωνιολόγους, αλλά ο ίδιος χαρακτηρισμός θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε θεσμό παράγει εικονοπλασία, από το σχολείο μέχρι την εκκλησία. Όμως ο κινηματογράφος έθεσε ως θεμελιώδες αξίωμα την ονειρική υφή της πραγματικότητας κι αυτό έσπρωξε τον δυτικό ορθολογιστικό κόσμο στην τηλεόραση, όπου κυριαρχεί το ομοίωμα και όχι το όνειρο της καθημερινής ζωής. Σ’ ένα κόσμο όπου η τηλεόραση επαναλαμβάνει μονότονα ότι η ζωή είναι ένα καταναλωτικό θερμοκήπιο, είναι φυσικό οι άνθρωποι να σκεπάζουν με κινηματογραφικό μανδύα τα όνειρα τους. Ακόμα και στον ύπνο τους, ο λησμονημένος κινηματογράφος, η πιο ουτοπική τέχνη του 20ού αιώνα, τους απελευθερώνει. Νομίζουν ότι βλέπουν ερωτικές ή κοινωνικές ταινίες, γιατί αυτές οι ακαθόριστες σειρές εικόνων (και ήχων;) που τους επισκέπτονται όταν κλείνουν τα μάτια ζητάνε ένα αντίκρισμα, ένα πλαίσιο, ένα χρώμα, ένα σενάριο που να τις κάνει υποφερτές, λιγότερο βασανιστικές, κάπως οικείες. Ο κινηματογράφος τα προσέφερε όλα αυτά σε υπερβολικές δόσεις κι έτσι οι φοβισμένοι άνθρωποι της τηλεοπτικής εποχής εγκατέλειψαν τις κινηματογραφικές αίθουσες και μετέφεραν τον κινηματογράφο στον ύπνο τους.
Τουλάχιστον έτσι νομίζουν. Στην πραγματικότητα τα όνειρα είναι εντελώς ελεύθερα, αινιγματικά και αδέσμευτα. Κανείς δεν γνωρίζει το χρώμα τους και κάθε απόπειρα να ερμηνευτούν, ψυχαναλυτική ή άλλη, καταλήγει σε πενιχρά αποτελέσματα.
Οι πιο αμήχανες κινηματογραφικές σκηνές είναι συνήθως αυτές που μιμούνται τα όνειρα, ενώ οι πιο πετυχημένες ταινίες είναι εκείνες που ονειρεύονται την πραγματικότητα την ίδια στιγμή που την καταγράφουν. Μια ταινία του Μπουνιουέλ είναι πολύ πιο κοντά στο όνειρο από το καλύτερο βιντεοκλίπ κι αυτό συμβαίνει γιατί ο Μπουνιουέλ δεν κατασκευάζει ένα παράξενο κόσμο από κουρέλια καλογυαλισμένων εικόνων, αλλά αναγνωρίζει το παράξενο στην καθημερινή ζωή και το αποδίδει αυτούσιο.
Πιστεύω ότι το καλύτερο κομμάτι στα πρόσφατα Όνειρα του Κουροσάβα είναι «Το όρος Φουτζιγιάμα σε κόκκινο», όπου η στιγμή της πυρηνικής καταστροφής αποδίδεται με ντοκιμαντερίστικο τρόπο, αυτό τον τρόπο που οι γνωστοί γκρινιάρηδες κοινωνιολογίζοντες ονόμασαν «αφελή» και «διδακτικό». Τα όνειρα όμως είναι αφελή όσο δεν παίρνει άλλο – κι αυτή είναι η δύναμη τους!
Είμαι σίγουρος ότι ο Μπόρχες θα θεωρούσε μια δημοσκόπηση γύρω από αυτό το θέμα σαν άλλο ένα κακό όνειρο…

Χρήστος Βακαλόπουλος, «Ε» Ελευθεροτυπία, 22/9/91.
 *
Απάντηση σε δημοσιογραφική έρευνα της Ελευθεροτυπίας, σχετικά με τα όνειρα.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.