I Am Not me. The Horse is not Mine: ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΥΙΛΙΑΜ ΚΕΝΤΡΙΤΖ, της Νίκης Ορφανού στην εφημερίδα του Φεστιβάλ Αθηνών. Βιντεοεγκατάσταση, Πειραιώς 260, Αποθήκη 1-15 Ιουνίου 2010.

image

I Am Not me.
The Horse is not Mine

image a lifetime_Ευγενική παραχώρηση William Kentridge/Goodman Gallery, CapeTown



image comrade nose_Ευγενική παραχώρηση William Kentridge/ Goodman Gallery, Cape Town

Σύντομες ταινίες animation, ηχητικό σάουντρακ και αφηγηματικά κομμάτια συνθέτουν την δεκαπεντάλεπτη βίντεο εγκατάσταση του Ουίλιαμ Κέντριτζ με τίτλο / Am Not me, The Horse is not Mine. Η φράση αποτελούσε δήλωση «άρνησης ενοχής» κατά την περίοδο του σταλινικού καθεστώτος και η χρήση της από τον Κέντριτζ δεν είναι τυχαία: η εγκατάσταση είναι εμπνευσμένη από το πασίγνωστο διήγημα του Νικολάι Γκόγκολ, Η μύτη (1836), στο οποίο ο συγγραφέας, μέσα από την περιπέτεια του ήρωα του Κοβάλεφ, που ξυπνά ένα πρωί και ανακαλύπτει ότι η μύτη του έχει εξαφανιστεί, σατιρίζει τη γελοιότητα της ρωσικής γραφειοκρατίας και τον παραλογισμό της τσαρικής εξουσίας (στο τέλος ο ήρωας θα… πιάσει στα πράσα τη μύτη του, μεταμφιεσμένη, να προσπαθεί να το σκάσει από την πόλη, και θα αρχίσει τις διαπραγματεύσεις μαζί της για να την πείσει να επιστρέψει στο πρόσωπο του – κάτι όχι και τόσο εύκολο, καθώς η μύτη έχει πλέον ξεπεράσει σε ιεραρχία τον ίδιο τον Κοβάλεφ και αρνείται να συμβιβαστεί).

image

Η εγκατάσταση του Κέντριτζ είναι μέρος της εμμονής του καλλιτέχνη με το κείμενο του Γκόγκολ, που ξεκίνησε πριν από λίγα χρόνια. «Όταν διάβασα τη Μύτη, επηρεάστηκα βαθιά. Σκέφτηκα ότι αυτός ο τύπος παίρνει το παράλογο στα σοβαρά», δήλωσε ο Κέντριτζ, όταν παρουσίασε πριν από λίγα χρόνια την όπερα του Η μύτη. Στην όπερα αυτή, που ήταν βασισμένη στην ομότιτλη του 1930 του νεαρού τότε Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Κέντριτζ προσέθεσε έναν ακόμη χαρακτήρα: την ίδια τη Μύτη, που στ’ άλογο καβάλα, κυνηγά ξεδιάντροπα γυναίκες σε όλη την πόλη, προκαλώντας το χάος.
Η αίσθηση του παράλογου είναι έντονη σε όλες τις ταινίες animation που συνθέτουν την εγκατάσταση αυτή. Σε μια από αυτές μάλιστα παρακολουθούμε τη σιλουέτα ενός άνδρα που μοιάζει στον Κέντριτζ, με μια τεράστια ψεύτικη μύτη στο πρόσωπο να ανεβαίνει μια μικρή σκάλα και να ξανακυλά πάλι κάτω. Η ίδια κίνηση επαναλαμβάνεται συνεχώς, υπονοώντας την έλλειψη νοήματος στον ανθρώπινο βίο, θυμίζοντας μας τον μύθο του Σίσυφου, όπως τουλάχιστον τον ερμήνευσε ο Αλμπέρ Καμύ. Ανάμεσα στα κείμενα-κολάζ που συνοδεύουν τις ταινίες είναι και ένα απόσπασμα από λόγο του μπολσεβίκου επαναστάτη Νικολάι Μπουχάριν. Ούτε και αυτό είναι τυχαίο: ο Κέντριτζ αναμιγνύει σκηνές από το διήγμα του Γκόγκολ με γεγονότα του σοβιετικού παρελθόντος της Ρωσίας για να μετατοπίσει τα βέλη από τηντσαρική Ρωσία στο σοβιετικό καθεστώς. «Με ενδιαφέρει το παράλογο, όπως ήταν πριν από 250 χρόνια, όπως με ενδιαφέρει η ουτοπία του 1920, ο κονστρουκτιβισμός μοντερνισμός. Άλλωστε, όλα αυτά δεν ήταν παρά εκφάνσεις του παραλόγου», επισημαίνει ο Κέντριτζ.

image

Όπως και στην ιστορία του Γκόγκολ, έτσι και στις ταινίες animation του Κέντριτζ, η μύτη αυτονομείται και μπλέκει σε απίθανα παράλογες περιπέτειες. Τρέχει σε διαδηλώσεις και πορείες, συμμετέχει σε ζητήματα της αβανγκάρντ στη Ρωσία του 1930 και συνοδεύει τον Σοστακόβιτς στο πιάνο! Όταν ο Κέντριτζ ρωτήθηκε από δημοσιογράφο των New York Times αν θεωρεί τη μύτη προέκταση του εαυτού του, δήλωσε αμέσως ότι αυτό είναι αλήθεια: «Γι’ αυτό και δεν επέλεξα καμιά χαριτωμένη σνομπ μυτούλα ή καμιά ρωμαϊκού τύπου, αλλά μια αξιοπρεπή, εβραϊκή μύτη του Γιοχάνεσμπουργκ!».
Ο δημιουργός βλέπει τη μύτη σαν μεταφορά για τα μέρη του εαυτού μας που βρίσκονται σε διαμάχη, που έχουν δική τους αίσθηση για τα πράγματα και θέλουν να ακολουθήσουν τη δική τους πορεία, να αυτονομηθούν.

Πολιτικοποιημένος στο Γιοχάνεσμπουργκ

Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και αφρικανικές σπουδές, καλές τέχνες θέατρο. Πάντα ανήσυχος και προβληματισμένος, ο Ουίλιαμ Κέντριτζ, γόνος εύπορης οικογένειας εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε (1955) και μεγάλωσε στο Γιοχάνεσμπουργκ, μια πόλη που φαίνεται ότι έχει στοιχειώσει με διάφορους τρόπους τα έργα του. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός, αλλά αναγκάστηκε, στη διάρκεια της φοίτησης του στη διάσημη σχολή του Λεκόκ στο Παρίσι, να παραδεχθεί ότι οι υποκριτικές του αρετές αρκούσαν μόνο για έναν ερασιτεχνικό θίασο… ή για ένα ιδιαίτερα ανεκτικό κοινό. Έτσι αποφάσισε να αποδεχθεί τον υποδεέστερο ρόλο του καλλιτέχνη και να κάνει επιτέλους ειρήνη με τον εαυτό του.
Ξεκίνησε την πορεία του στα εικαστικά ως ζωγράφος, αβέβαιος για το πού -και αν- ανήκει: Δεν ταίριαζε ούτε στην παραδοσιακή σχολή ζωγραφικής με λάδι, στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι καλλιτέχνες της χώρας, ούτε και γνώριζε τα ευρωπαϊκά ρεύματα. Συνέχισε μόνος για δεκάξι χρόνια, ώσπου μια μέρα αποφάσισε να ξεφορτωθεί τα πινέλα, γεγονός που ο γκαλερίστας του, όντας πιστός όσο και κωφός, αδυνατούσε να καταλάβει και του ζητούσε επίμονα ημερομηνίες για επόμενες εκθέσεις.
Κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 ο Κέντριτζ έκανε αφίσες και σκίτσα, αλλά και θεατρικά κομμάτια, τα οποία έβλεπε σαν πράξεις πολιτικής αντίστασης. Σταδιακά η δουλειά του άλλαξε, έγινε περισσότερο εσωτερική. Παρέμεινε πολιτική, αλλά με έναν διαφορετικό, πιο αποστασιοποιημένο τρόπο, όπως ο ίδιος παραδέχεται. «Με ενδιέφερε περισσότερο να κάνω μια σκέψη πάνω στην πολιτική από το να βγάλω ένα πολιτικό συμπέρασμα. Και κυρίως με απασχολούσε το πώς μας επηρεάζει η πολιτική σε προσωπικό επίπεδο. Όταν ασχολήθηκα, για παράδειγμα, με τον Αϊζενστάιν δεν ήταν από επιθυμία να γίνει η Νότιος Αφρική μια αντιγραφή της Ρωσίας του 1924. Ήταν περισσότερο μια προσπάθεια να χαρτογραφηθεί η σχέση ανάμεσα στο όραμα του Αϊζενστάιν και την απο
τυχία του εγχειρήματος του».
Ήταν το σκίτσο αυτό που τελικά κατάφερε να κρατήσει το ενδιαφέρον του. Και μέσα από τα σκίτσα, ο Κέντριτζ ανακάλυψε την ανατομία της πόλης του, του Γιοχάνεσμπουργκ. «Εδώ και ένα χρόνο περίπου σκιτσάρω τοπία. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό. Τα τοπία άρχισαν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο χώρο στο χαρτί και οι άνθρωποι να λιγοστεύουν», γράφει στο ημερολόγιο του το 1988. Στα σκίτσα του δεν υπάρχει η αγριότητα της γης που αδιαφορεί για τον άνθρωπο, για το αν θα επιβιώσει, θα πεινάσει ή θα πεθάνει, όπως απεικονίζεται στους περισσότερους εγχώριους καλλιτέχνες. Η ισορροπία εδώ έχει αλλάξει: ευάλωτη είναι η φύση απέναντι στον άνθρωπο. Η πόλη μοιάζει με νεκροταφείο ή με έναν ατέλειωτο σκουπιδότοπο, με δρόμους που οδηγούν στο πουθενά.

image
Ο Κέντριτζ σχεδιάζει με κάρβουνο ό,τι του τραβήξει την προσοχή, αλλά και θέματα σχετικά με τη νοτιοαφρικανική του καταγωγή και την οικογένεια του. Το σημείο έναρξης είναι πάντα η επιθυμία να ζωγραφίσει. Κι έτσι, μετά από σύντομη αποτυχημένη απόπειρα στον κινηματογράφο, επιστρέφει στο σκίτσο.
«Η διαφορά ενός σχεδίου από μια φωτογραφία είναι πολύ σημαντική. Με το σκίτσο φτάνεις σε μια εικόνα μέσα από μια διαδικασία, δεν είναι μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο όπως η φωτογραφία. Υπάρχει ρευστότητα. Μπορεί να έχεις μια αόριστη ιδέα για το τι θέλεις να ζωγραφίσεις, αλλά τα όσα προκύπτουν μέσα από τη διαδικασία μπορεί να αλλάξουν ή και να θέσουν σε αμφισβήτηση αυτά που νομίζεις ότι ξέρεις. Έτσι, το σκίτσο είναι ένα τεστ ιδεών. Ένας συλλογισμός σε αργή κίνηση. Δεν φτάνεις σ’ αυτό αμέσως, όπως με τη φωτογραφία. Ο αβέβαιος και ασαφής τρόπος κατασκευής ενός σκίτσου είναι μερικές φορές ένα μοντέλο για το πώς κατασκευάζουμε νόημα. Αυτό που καταλήγει στη σαφήνεια και καθαρότητα, δηλαδή στο νόημα, συχνά δεν ξεκινά με αυτόν τον τρόπο».

image

country dances II_025_Ευγενική παραχώρηση William Kentridge/ Goodman Gallery, Cape Town

Animation της εποχής των σπηλαίων


Θα περάσει τουλάχιστον μια δεκαετία ακόμη, ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990, μέχρι η Ευρώπη να ανακαλύψει τον ιδιότυπο καλλιτέχνη από τη Νότιο Αφρική. Και είναι οι μικρές του ταινίες animation αυτές που τον βγάζουν από τα σύνορα της χώρας του. Τα Γιοχάνεσμπουργκ, 2η σπουδαιότερη πόλη μετά το Παρίσι (1989), Μνημείο (1990), Ορυχείο (1991), Ο Φέλιξ στην εξορία (1994), όλα εξερευνούν τη σχέση του τοπίου με τον άνθρωπο, τη σχέση της γης με το μυαλό. Στο τελευταίο μάλιστα ο Κέντριτζ ξεθάβει το εθνικιστικό παρελθόν και

μιλά για τη διαδικασία της λήθης. Αργότερα θα δημιουργήσει τον διάσημο ήρωα του, τον Σόχο Εκστάιν, που γίνεται ο πρώτος του χαρακτήρας με αληθινό ψυχολογικό βάθος, εκκεντρικός ως το κόκαλο, στερημένος από παρελθόν. Είναι ένας τύπος αρκετά πλούσιος, που όμως δεν δίνει δεκάρα για τη ζωή και ευτυχία των εργατών του, όπως και για τις συναισθηματικές ανάγκες της επίσης εκκεντρικής συζύγου του.
Αυτό που κάνει τον Κέντριτζ μοναδικό είναι ότι χρησιμοποιεί εκπληκτικά και την πιο μικρή κίνηση ή στάση της φιγούρας του ώστε να φτιάχνει αμέσως χαρακτήρα αναγνωρίσιμο και ξεχωριστό. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι ταινίες του Κέντριτζ
αφορούσαν τα ερωτικά μπερδέματα του Σόχο (καθώς η γυναίκα του θα στραφεί προς τον άλλο ήρωα του Κέντριτζ, τον Φέλιξ) και άλλες ανούσιες φαινομενικά καταστάσεις, σε μια εποχή όπου η χώρα ταλανιζόταν από συγκρούσεις και οικονομικά μποϋκοτάζ από τη Δύση που απαιτούσε την κατάργηση του απαρτχάιντ, φαίνεται εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα παράξενο. Ωστόσο, μέσα από αυτές τις ιστορίες, ο Κέντριτζ στην πραγματικότητα μιλούσε για τη διασπασμένη ψυχή μιας κοινωνίας που βρίσκεται υπό κατάρρευση και σε πολιορκία. Γιατί, όπως σημειώνει ο θεωρητικός του Κέντριτζ Νταν Κάμερον, «το γεγονός ότι οι τρεις ήρωες ήταν εντελώς απορροφημένοι
στις προσωπικές τους ζωές τη στιγμή της απόλυτης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, υπονοεί ότι η συλλογική τους άρνηση να πάρουν τη δυνατότητα της κοινωνικής ανανέωσης στα σοβαρά είναι που κάνει τον εγωκεντρισμό τους τραγικό και την κρίση χειρότερη».
Οι κινούμενες δημιουργίες του Κέντριτζ είναι όλες φτιαγμένες στο χέρι, από κάρβουνο. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την τεχνική του πρωτόγονη, «animation της εποχής των σπηλαίων». Κάνει σκίτσα στο χαρτί και κατόπιν τα μοντάρει με τον φακό. Χρειάζεται περίπου σαράντα σκίτσα για ένα λεπτό ταινίας. Μια ολόκληρη βδομάδα δουλειάς. Τα καταγράφει στον φακό ενώ τα επεξεργάζεται, κι έτσι αποτυπώνει την πορεία τους. «Δεν είμαι τυφλός· σίγουρα υπάρχει ένα είδος νοσταλγίας σ’ αυτό που κάνω. Η νοσταλγία έχει να κάνει με στιγμές της παιδικής ηλικίας, τις οποίες προσπαθώ να επανακτήσω σαν τις πιο σημαντικές στιγμές αυθεντικής εμπειρίας. Μ’ αρέσουν οι ατέλειες, τα σβησίματα που αφήνουν ίχνη, το τρεμούλιασμα της κάμερας. Όλα αυτά δεν ήταν προσχεδιασμένα. Αλλά χαίρομαι που είναι έτσι, παίρνω την ευθύνη για τις ατέλειες».
Το σκίτσο για τον Ουίλιαμ Κέντριτζ, δεν είναι ένα ηθικό αντικείμενο. Δεν κάνει κήρυγμα. Υπάρχει μια απλή αλχημεία στη μεταμόρφωση του χαρτιού σε κάτι άλλο. Τα ηθικά ζητήματα που
έχουμε στο κεφάλι μας, υποστηρίζει ο καλλιτέχνης, έρχονται στην επιφάνεια σαν συνέπεια αυτής της διαδικασίας. «Όταν πέρασε η φάση που ήθελα να ζωγραφίζω μόνο τοπία, κατάλαβα ότι τα σκίτσα από μόνα τους προκαλούν μεγάλα ερωτήματα».
Ο Κέντριτζ φαίνεται να μισεί την ιδέα ότι η δουλειά του έχει μια καθαρή ηθική γραμμή, σαν την καρέκλα ενός δικαστή. Παλεύει για την ελευθερία της αβεβαιότητας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι σχετικιστής. «Δεν λέω ότι κανείς μπορεί να μην καταδικάζει τα εγκλήματα στον κόσμο. Αλλά ότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη βεβαιότητα ή την αποτελεσματικότητα των λύσεων που προτείνει. Η ίδια η αίσθηση της βεβαιότητας είναι αυταρχική και μπορεί να φέρει καταστροφές».
Όλη η διαδικασία του σκίτσου είναι, σύμφωνα μ’ αυτόν, να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και πώς λειτουργούμε μέσα στον κόσμο. Είναι στις παράξενες συνέπειες του ότι βγάζουμε συμπεράσματα ηθικά, κρίνουμε. Αν μπορούσαμε να βρούμε ξεκάθαρα ηθικά διδάγματα στην τέχνη, αυτό σημαίνει ότι θα συνοψίζονταν σε ένα μεγάλο ψέμα.
Δεν είναι εύκολη ούτε και αυτονόητη η θέση αυτή, σε μια χώρα στην οποία η κληρονομιά του απαρτχάιντ συνεχίζει να υποσκάπτει την κοινωνική και πολιτική συνοχή και σταθερότητα. Καθώς η πρακτική του απαρτχάιντ ήταν αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας, ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης αφορά ακόμη και σήμερα τη σχέση της Αφρικής με την Ευρώπη, σκιαγραφώντας μια, ιδιόμορφης φύσης, πολιτισμική ταυτότητα.

Εξπρεσιονιστής


Στην περίπτωση του Κέντριτζ, οι κριτικοί της τέχνης αναρωτιούνται αν η δουλειά του είναι ένα καλλιτεχνικό υβρίδιο και σε ποιο βαθμό η παγκόσμια απήχηση της καθρεφτίζει όντως την αξία της. Ή αν, αντιθέτως, η πολυπολιτισμι-κότητα δεν είναι παρά μια ουτοπία. «Πολλά διεθνή πράγματα, όπως η Μπιενάλε της Βενετίας, υπάρχουν στην πραγ-
16 £»emBfin οθηνον s επιωαυρου #18 (2? Μαΐου aoio]
ματικότητα για να υπηρετήσουν εθνικιστικά μοντέλα», απαντά ο Κέντριτζ. «Πιστεύω στο συγκεκριμένο στην τέχνη. Όσο πιο γενικό είναι κάτι, τόσο λιγότερο λειτουργεί».
Δεν αρνείται τις επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, κυρίως από τον Μαξ Μπέκμαν και τον Ότο Ντιξ -τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της τέχνης της Βάιμάρης. Από την άλλη, ο Κέντριτζ εξερευνά ελεύθερα νέα μέσα και τεχνικές, όπως τη βίντεο-εγκα-τάσταση. Υπάρχει παραδοσιακή τεχνική, παντρεμένη με παιχνιδιάρικο πειραματισμό. Είναι μια σχεδόν αναρχική στάση, αυτή η μίξη παραδοσιακού και σύγχρονου, ευρωπαϊκο-κεντρικής ιστορίας τέχνης και μη γραμμικής ιστορίας. Ο ίδιος παραδέχεται ότι πολλές από τις σύγχρονες τάσεις στην Ευρώπη ήταν για εκείνον ακατανόητες, όταν ήρθε σε επαφή μαζί τους, όπως η κονσέπτουαλ αρτ. «Η προσπάθεια των αφαιρετικών εξπρεσιονιστών να βρουν μια νέα γλώσσα για τον μετά το Ολοκαύτωμα κόσμο μού φάνηκε κολλημένη σε μια
αφαιρετική σιωπή. Τώρα την καταλαβαίνω περισσότερο, αλλά ένιωσα ότι είναι μια παραδοχή ότι ο κόσμος είναι δύσκολο να περιγραφεί», υποστηρίζει. Η τέχνη των αρχών του 20ού αιώνα του φαινόταν πιο άμεση. «Τότε ακόμα φαινόταν ότι υπάρχει ελπίδα για πολιτικό αγώνα και όχι ένας κόσμος ξεθεωμένος από τον πόλεμο και την αποτυχία. Μερικές φορές είναι καλύτερο να κοιτάμε προς τα πίσω».
Όλη η δουλειά του Κέντριτζ φαίνεται να είναι μέρος ενός μεγάλου πρότζεκτ. Το τοπίο και το ανθρώπινο σώμα. Η μνήμη και η λήθη. Η ταυτότητα και η διάσπαση. Η έννοια του Άλλου. «Ο ξένος υπάρχει παντού. Γι’ αυτό και με ενδιαφέρει η ανατομία. Ή, μάλλον, με ενδιαφέρει περισσότερο το πώς καθρεφτίζουμε την ανατομία από την ίδια την ανατομία. Η μεγαλύτερη γνώση μας για το ανθρώπινο σώμα δεν είναι από το ίδιο, αλλά μέσα από την αντιπροσώπευση του. Βλέπουμε το σώμα μας σαν κάτι ξένο, ελπίζοντας ότι δεν θα ζαρώσει, δεν θα μας ντροπιάσει».


clip_image002

Info

ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260 (Αποθήκη)

1 – 15 Ιουνίου

Ουίλλιαμ Κέντριτζ

I am not me, the horse is not mine

Εγκατάσταση με 8 βιντεοπροβολές

Σκηνοθεσία – Κινούμενο σχέδιο – Φωτογραφία William Kentridge

Μοντάζ Catherine Meyburgh

Μουσική σύνθεση Philip Miller

Το Φεστιβάλ Αθηνών παρουσιάζει τη βίντεο-εγκατάσταση του διάσημου Νοτιοαφρικανού εικαστικού καλλιτέχνη Ουίλλιαμ Κέντριτζ που συνδυάζει αφήγηση, βίντεο-προβολές και ηχητικές εγκαταστάσεις.

Το I am not me, the horse is not mine (2008) βασίζεται στο σατιρικό διήγημα Η μύτη (1837) του Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ, ο οποίος ακολουθεί τις ωδίνες ενός ξιπασμένου Ρώσου γραφειοκράτη που ξυπνά μια μέρα και συνειδητοποιεί ότι η μύτη του έχει δραπετεύσει από το πρόσωπό του έχοντας αποκτήσει μεγαλύτερο ανάστημα από τον ίδιο.

Η 15λεπτη βιντεοεγκατάσταση αποτελείται από ένα σύνολο 8 παράλληλων βίντεο-προβολών με ηχητικό σάουντρακ. Αντανακλά το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη για την ακμή και την πτώση του ρώσικου μοντερνισμού και αποτέλεσε πρόπλασμα για την παραγωγή της ομώνυμης όπερας του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, την οποία ο Κέντριτζ σκηνοθέτησε το Μάρτιο του 2010 στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης.

Ο Ουίλλιαμ Κέντριτζ γεννήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ, της Νότιας Αφρικής το 1955. Καλλιτέχνης που εκφράζεται μέσα από σχέδια, ταινίες μικρού μήκους κινουμένων σχεδίων, γλυπτική και χαρακτικά, ενώ δεν διστάζει να σκηνογραφεί και να σκηνοθετεί θεατρικά έργα και όπερες. Από τη συμμετοχή του στην Ντοκουμέντα του Κάσσελ το 1997 σόλο περφόρμανς της δουλειάς του παρουσιάζονται σε μουσεία σε όλο τον κόσμο. Έχει αποσπάσει το Carnegie Medal (1999/2000), το Goslar Kaisserring (2003) και το βραβείο Όσκαρ Κοκόσκα (2008). Τον Απρίλιο του 2005 σκηνοθέτησε την όπερα «Μαγικός Αυλός» για το θέατρο de la Monnaie των Βρυξελλών. Το Ίδρυμα Γκουγκενχάιμ παρήγγειλε το Black Box/Chambre Noire, μια θεατρική μινιατούρα για μηχανικές κούκλες, προβολή και πρωτότυπη μουσική του Philip Miller (2005). Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης φιλοξένησε στα τέλη Φεβρουαρίου την αναδρομική έκθεση με animation, σχέδια και σκηνικά από όπερες του Νοτιοαφρικανού καλλιτέχνη.

Ώρες λειτουργίας: 19.00 – 23.00

*Η εγκατάσταση από τις 9/6 έως τις 15/6 θα είναι ανοιχτή από τις 19:00 μέχρι τις 21:00


Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.