ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ (1958) του Νίκου Κούνδουρου | κριτικές/πως γυρίστηκαν

oi paranomoi

Υπόθεση: Η υπόθεση της ταινίας εκτυλίσσεται στην Ελλάδα λίγο μετά το τέλος του εμφυλίου. Όταν ο ήρωας, ο Πέτρος Καζάκος, επιστρέφει στο χωριό του μετά από τρία χρόνια εγκλεισμού σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, βρίσκει τον άντρα που τον είχε προδώσει και για να πάρει εκδίκηση, τον σκοτώνει. Για να γλιτώσει από την αστυνομία, αναζητά καταφύγιο στο βουνό, όπου συναντά δύο άλλους φυγάδες. Ο ένας είναι ο Κοσμάς, επαναστάτης και φυγόδικος, που παραδέχεται ότι έχει καταστρέψει τη ζωή του και το μόνο που θέλει είναι να τον αφήνουν στην ησυχία του. Ο άλλος, ο Αργύρης, είναι ένας νεαρός αγρότης, που σκότωσε τον αδελφό του πάνω στον καβγά για ένα μικρό κομμάτι γης. Όταν οι τρεις φυγάδες ανακαλύπτουν ότι τους έχει περικυκλώσει η χωροφυλακή, αποφασίζουν να αφήσουν το βουνό και να κατευθυνθούν προς τη θάλασσα ελπίζοντας ότι εκεί θα βρουν κάποιο καΐκι για να περάσουν στην απέναντι όχθη. Το μόνο που εμποδίζει την υλοποίηση του σχεδίου τους, είναι η έλλειψη χρημάτων. Σκοτώνουν έναν πλούσιο αγρότη και του παίρνουν τα λεφτά. Το νέο έγκλημα τους δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες. Αναγκάζονται να βρουν ξανά καταφύγιο στα βουνά, παίρνοντας μαζί τους μια νεαρή γυναίκα, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας στο φόνο, και φοβούνται ότι θα τους προδώσει. Σύντομα το νερό τους τελειώνει και σιγά σιγά χάνουν το κουράγιο τους και την εμπιστοσύνη στους υπόλοιπους. Ο Κοσμάς ξέρει ότι ήρθε η ώρα να πληρώσουν για τα κρίματά τους. Ο θάνατος δεν τον φοβίζει πια. Αισθάνεται ότι πρέπει να παίξει το τελευταίο του χαρτί και πείθει τους υπόλοιπους να τον ακολουθήσουν προς τη θάλασσα. Κυνηγημένοι από οπλισμένους χωροφύλακες, καταφέρνουν με δυσκολία να βρουν το δρόμο προς την ακτή, όπου φτάνουν εξουθενωμένοι. Εκεί ένα γκρουπ από περιπλανώμενους μουσικούς τους αναγνωρίζει. Ο Κοσμάς προαισθάνεται ότι το τέλος έχει φτάσει και αρνείται να φύγει ξανά για το βουνό. Όταν φτάνει το καΐκι, είναι πολύ αργά για να δραπετεύσουν. Η χωροφυλακή τους έχει ήδη περικυκλώσει. Ο Κοσμάς προτείνει στον Πέτρο να πάρει το κορίτσι και να φύγουν, ενώ ο ίδιος γνωρίζει ότι έχει φτάσει το τέλος του. Μένει πίσω και τελικά σκοτώνεται σε μια τελευταία προσπάθεια να κρατήσει μακριά τους οπλισμένους άντρες, δίνοντας έτσι στους υπόλοιπους την ευκαιρία να γλιτώσουν.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Δύσκολο πολύ για το σημερινό Έλληνα κινηματογραφιστή να θίξει τα φλέγοντα θέματα του καιρού μας. Οι «Λαιστρυγόνες» και οι «Κύκλωπες» που τον απειλούν σε κάθε στραβοτιμονιά του μένουν πάντα πανίσχυροι και πρέπει να περάσει από πολλές «Συμπληγάδες» όσο να φτάσει για να πει το μήνυμά του στο κοινό του. Και το θέμα των αγωνιστών που προδόθηκαν απ’ την κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε ύστερα απ’ τις οδυνηρές περιπέτειες της χώρας μας, της επικράτησης των καιροσκόπων και των διεφθαρμένων που στερέωσαν ξανά το παμπάλαιο βασίλειό τους, είναι ένα απ’ τα φλέγοντα που περισσότερο το φυλάνε οι «Κέρβεροι». Χρειάζεται ικανότητα ελιγμών και περισσότερο απ’ όλα τόλμη για ν’ αναπτυχθεί ένα τέτοιο θέμα.

Δεν είναι η τόλμη που έλειψε απ’ τον Νίκο Κούνδουρο. Δείχνεται αδιάλλακτος κι ασυμβίβαστος. Καταδικάζει τη διαφθορά και την αχρειότητα, την προδοσία των μεγάλων ιδανικών που φώτισαν τους λαούς στους αγώνες τους. Ο ήρωάς του δε μετανιώνει για την εκτέλεση του προδότη, κι η πράξη αυτή δε δείχνεται άδικη. Όμως εκείνο που του έλειψε, είναι η σαφήνεια στις προθέσεις, το καθαρό αντίκρυσμα των πραγμάτων στα οποία αναφέρεται, ο σκοπός όπου ζητά να οδηγήσει το έργο του και το θεατή του. Κι αφού ο σκοπός δεν υπήρξε καθορισμένος, οι ελιγμοί ήταν άστοχοι ή αβέβαιοι. Μέσα από μια ιστορία ληστειών και φόνων το μήνυμα του σκηνοθέτη χάνεται. Η ταινία δίνει μόνο ασαφείς κι ακαθόριστες αναφορές και νύξεις στη σημερινή πραγματικότητα, στο περισσότερο, παραμένει έξω από τόπο και χρόνο.

Ως το σημείο της ληστείας και του φόνου του Μπούρα, υπάρχει ασφαλώς η συμπάθεια του θεατή για το νεαρό ήρωα που, γυρίζοντας απ’ το γερμανικό στρατόπεδο, βρήκε πάλι τα καθάρματα και τους διεφθαρμένους να κυριαρχούν και μην αντέχοντας σκότωσε τον προδότη που είχε καταδώσει τον πατέρα του. Όμως, με τη συμμετοχή του στη ληστεία και, ηθικά, στο φόνο, ο σκηνοθέτης κι αυτόν τον καταδικάζει. Κι ακόμα πού πάει όταν φεύγει στο τέλος μαζί με τη γυναίκα; Πάει να ζητήσει έλεος ή παει να σηκώσει το σταυρό του, συνεχίζοντας το δρόμο που είχε χαράξει άλλοτε; Δε μένει, λοιπόν, παρά να παρακολουθούμε την περιπέτεια των τριών αυτών ξεγραμμένων ανθρώπων, την αγωνιώδη τους προσπάθεια να σωθούν απ’ το θάνατο που τους περιζώνει. Απ’ το σημείο του φόνου, η ταινία γίνεται μια άγρια ιστορία αγωνίας και αίματος, που δεν κινεί τη συμπάθεια κι αφήνει το θεατή αμέτοχο. Δοκιμάζουμε μόνο έναν οίκτο για τα πλάσματα αυτά που είναι καταδικασμένα στον αφανισμό, όπως θα λυπόμαστε και το λυσσασμένο σκυλί που είμαστε αναγκασμένοι να σκοτώσουμε.

Ίσως ο σκηνοθέτης θέλει να τους παρουσιάσει ήρωες μιας τραγωδίας. Αλλά αν υπήρξε μια «μοίρα» που οδήγησε τον ένα ήρωά του να σκοτώσει τον προδότη (υπακούοντας στην ακαταμάχητη εσωτερική ώθηση να δώσει καθαρμό σ’ ένα άγος) ή τον άλλον να το ρίξει στην κλεψιά και την αρπαγή (αφού πάνω στα βουνά δεν μπορούσε να ζήσει), δεν υπάρχει τίποτα που να τους αναγκάζει στην κλεψιά και το φόνο και στο σημείο αυτό έχουν κάθε στιγμή την ελευθερία της εκλογής.

Η σκηνοθετική δουλειά του Κούνδουρου είναι υπέροχα εμπνευσμένη και δημιουργική. Οι εικόνες του πάλλονται από έναν έντονο δυναμισμό και δημιουργούν ένα στιλ γεμάτο πάθος και τραχύτητα. Είναι φανερό πως πλάθει με δύναμη και ικανότητα το υλικό του, μεταχειρίζεται ακόμα και τους ηθοποιούς του σαν υλικό, τους σμιλεύει, τους κατεργάζεται, τους πλάθει, πετυχαίνοντας στην ολότητά του το αποτέλεσμα που επιδιώκει. Είναι ένας κινηματογράφος στην απόλυτη σημασία της λέξης, που τιμά τη φτωχή μας κι άτεχνη παραγωγή και δεν υστερεί απ’ τις καλές ξένες επιτεύξεις. Έστω μόνο γι’ αυτό, αξίζει να δει κανείς την ταινία του.

Όμως ο Κούνδουρος παραμένει ιμπρεσιονιστής κι επιδιώκει τον εντυπωσιασμό, έστω κι αν ο δυναμισμός και η ένταση της εικόνας δεν ανταποκρίνονται στο περιεχόμενό της. Αυτό τον οδηγεί π.χ. να κρατά σκυμμένο για ώρα τον ηθοποιό του σε μια αγκυλωτική στάση για να ένα πρωτότυπο κι εντυπωσιακό καδράρισμα, ή να αναγκάζει τους ηθοποιούς του σ’ ένα περίεργο παίξιμο, με κινήσεις βαριές και βιασμένες, που δείχνουν ψεύτικες. Είναι ελαττώματα νεανικά, που θα ξεπεραστούν με την ωριμότητα. Το σενάριο φιλολογεί στους διαλόγους. Η φωτογραφία του Τζιοβάννι Βαριάνο είναι υπέροχα πλαστική και τεχνικά άρτια.

του Αντώνη Μοσχοβάκη (δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ανεξάρτητος Τύπος» – 1958) Η Βαθμολογία μου:

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΙΝΙΑΣ

Πρωταγωνιστούν:

Titos Vandis (Τίτος Βανδής) …. Kosmas Petros Fyssoun (Πέτρος Φυσούν) …. Petros Anestis Vlahos (Ανέστης Βλάχος) …. Argyris Nelly Angelidou (Νέλλη Αγγελίδου) …. Maria Giorgos Oikonomou …. Bouras

Σκηνοθεσία: Nikos Koundouros Σενάριο: Nikos Koundouros Παραγωγή: Regis Ghezelbash Εταιρείες Παραγωγής: Finos Film, Minos Films, Nikos Koundouros & Co. Φωτογραφία: Giovanni Varriano Μουσική: Manos Hatzidakis Μοντάζ: Σχεδιασμός παραγωγής: Κοστούμια: Νίκος Κούνδουρος Σκηνικά : Νίκος Κούνδουρος Καλλιτεχνική Διεύθυνση: Casting: Διεύθυνση Παραγωγής : Μακιγιάζ: Βοηθός σκηνοθέτη: Petros Lykas Ειδικά Εφφέ: Ήχος: Markos Zervas, Μικές Δαμάλας Χρονολογία παραγωγής: 1958 Χώρα παραγωγής: ΕΛΛΑΔΑ Γλώσσα : ΕΛΛΗΝΙΚΑ Διάρκεια: 94′ Εικόνα: ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ Είδος ταινίας : ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ Ήχος : MONO Καταλληλότητα : Διανομή: NEW STAR (2007) (Greece) (all media)

ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ

Το 1957 ο Νίκος Κούνδουρος καταθέτει το σενάριο της ταινίας προς έγκριση στην Επιτροπή Λογοκρισίας. Το σενάριο απορρίπτεται και η ταινία δεν παίρνει άδεια να γυριστεί. Παρόλ’ αυτά ο Νίκος Κούνδουρος με ολιγομελή ομάδα τεχνικών και ηθοποιών καταφεύγει στα Μετέωρα και φιλοξενούμενος σε ένα μοναστήρι, γυρίζει όλη την ταινία στο μαγευτικό τοπίο των Μετεώρων. Το 1958 η ταινία βγαίνει στους κινηματογράφους. Εκείνη την εποχή οι ταινίες κυκλοφορούσαν κάθε Δευτέρα, οι κριτικοί τις έβλεπαν την ίδια μέρα και έγραφαν κείμενα για την Τρίτη. Μαζί με τους κριτικούς βλέπει τους «Παράνομους» η Επιτροπή Λογοκρισίας και κάτω από πιέσεις δέχεται να δώσει άδεια για το έργο, με την προϋπόθεση να κοπεί μια σκηνή. Αυτή που δείχνει την εν ψυχρώ δολοφονία ενός αντάρτη από μια διμοιρία αστυφυλάκων. Ο σκηνοθέτης αρνείται να κόψει τη σκηνή και να λογοκρίνει ο ίδιος την ταινία του, με αποτέλεσμα να σταματήσει η προβολή της. Η ταινία συμμετέχει στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1959, όπου λαμβάνει εξαιρετικά θετικά σχόλια από κριτικούς και κοινό, ενώ την επόμενη χρονιά προβάλλεται από το BBC. Χρειάστηκε να περάσουν 50 χρόνια, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους Έλληνες σινεφίλ να δουν την ταινία ολοκληρωμένη στις κινηματογραφικές αίθουσες. «Οι Παράνομοι είναι η ταινία της οργής. Η αντίσταση είχε πνιγεί, οι τρόποι έκφρασης των αγωνιστών είχαν καταργηθεί κάτω από τη βία ενός αστυνομικού κράτους. Θέλησα να αποτίσω ένα φόρο τιμής στον αντάρτη των βουνών, στον ταπεινωμένο στον εξευτελισμένο, στον αγνοημένο, στην καλύτερη περίπτωση, Έλληνα, που κράτησε ψηλά τη Ρωμιοσύνη». Νίκος Κούνδουρος

Για τα γυρίσματα των Παρανόμων

«Λίγο αργότερα ξαναμετρήθηκα με τον κινηματογράφο και με το κοινό, φτιάχνοντας μια ταινία που δεν είχε την τύχη να ζήσει πολύ». Νίκος Κούνδουρος

Ο Κούνδουρος επανέρχεται στη σκηνοθεσία το 1958 με τους «Παράνομους». Πάλι με συμβολισμούς, αφού η λογοκρισία βρίσκεται στις δόξες της, προσπαθεί να περιγράψει, αλλά και να υπενθυμίσει (η επίσημη επιβεβλημένη λήθη εκτελεί και αυτή το έργο της), ένα βαθιά πληγωμένο από τον εμφύλιο πόλεμο. Ο μοναχικός παγιδευμένος Έλληνας του μεταπόλεμου παρών και Έλληνες σφάζουν Έλληνες. Άλλη μία αναφορά στη φράση του «Δράκου», με την αθωότητά της ερώτηση: «….γιατί άραγε εμείς οι Έλληνες σφαζόμαστε μεταξύ μας;» Το δράμα της φυλής, με θύτη και θύμα την ίδια τη φυλή, βασανίζει τον Κούνδουρο σε κάθε φιλμικό του βήμα. Ένας νέος (ο Πέτρος Φυσσούν) γυρίζει στον τόπο του από στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Αποδίδοντας μόνος του δικαιοσύνη, σκοτώνει αυτόν που τον πρόδωσε και παίρνει τα βουνά. Στα βουνά -για αιώνες τα μεγάλα θέατρα των ιστορικών γεγονότων του τόπου- συναντιέται με άλλους δύο παράνομους. Ο ένας (Τίτος Βανδής) είναι φυγόδικος, κατάλοιπο του εμφύλιου πολέμου, που αρνήθηκε να παραδοθεί σαν αγρίμι, κυκλωμένο από παντού. Ο άλλος (Ανέστης Βλάχος), ακόμα ένας θύτης- θύμα, έχει σκοτώσει τον αδελφό του για λίγα μέτρα γης. Οι τρεις άντρες, φυγόδικοι του ποινικού και πολιτικού κατεστημένου της εποχής τους, ενώνονται στην κοινή προσπάθειά τους για μία κάθοδο σε κάποια θάλασσα και να περάσουν στην απέναντι όχθη με καΐκι. Η απέναντι όχθη σηματοδοτεί το συμβολικό τόπο της ελευθερίας. Βρίσκεται πέρα απ’ τα όρια, αυτά που εγκλωβίζουν. Και το σώμα ένα όριο είναι που σηματοδοτεί, μα και εγκλωβίζει τον άνθρωπο. Αν δεν υπήρχε ο ασφυκτικός χώρος της μεταπολεμικής Ελλάδας, δεν θα έπασχε το σώμα του εγκλωβισμένου. Αν δεν υπήρχε το σώμα, δεν θα έπασχε η ψυχή του. Στην πορεία τους συναντιούνται με έναν κόσμο εχθρικό και με τον ίδιο τον εαυτό τους που είναι τελικά και ο μεγαλύτερος εχθρός τους. Τελικά, κανείς δεν φτάνει απέναντι να σωθεί. Οι χωροφύλακες καλούν τον έναν απ’ τους τρεις να παραδοθεί, με αντάλλαγμα τη ζωή του. Αυτός πείθεται, για να τον εξοντώσουν την ώρα της παράδοσης. Η σκηνή αυτή προκάλεσε την επέμβαση της λογοκρισίας. Με το σκεπτικό ότι θίγει το ένδοξο σώμα της Ελληνικής Χωροφυλακής «που είχε πάντα μπέσα στο λόγο του», καλούν τον Κούνδουρο να την αφαιρέσει. Η άρνηση του τελευταίου έχει ως αποτέλεσμα την απαγόρευση ολόκληρης της ταινίας που, μετά από μια βδομάδα, χάθηκε από τις αίθουσες για χρόνια. Η δεκαετία του ΄50 είναι η δεκαετία της ολοκληρωτικής ήττας για τους μισούς Έλληνες και της άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος νίκης για τους άλλους μισούς. Η έννοια της ελευθερίας παραμένει νεφέλωμα που στο όνομά της τελούνται ακόμα ανθρωποθυσίες και σ’ αυτόν τον τόπο. «Γύρισα τους Παράνομους πάνω σε ένα θέμα βγαλμένο κι αυτό μέσα από τη σιωπή που είχε ακολουθήσει τον Εμφύλιο κι απ’ τα σκοτάδια της ανελέητης λογοκρισίας. Από πείσμα κι από αφέλεια προσπάθησα ν’ αγγίξω τις ανοιχτές ακόμα πληγές του τόπου, χωρίς να’ χω καταλάβει πως ο πιο γρήγορος δρόμος για να βγούμε από την καταχνιά ήτανε η λήθη, για νικητές και νικημένους. Γύρισα την ταινία στα έρημα τότε Μετέωρα, με την ελπίδα πως εκεί δεν θα’ χε χωροφύλακες να μου ζητάνε απαραιτήτως άδεια που φυσικά δεν είχα. Εκεί με την γενναιόδωρη συμπαράσταση του Φίνου, που πίσω απ’ το ειρωνικό του χαμόγελο έκρυβε την τρυφεράδα και το συναισθηματισμό ενός φίλου, καταγράφτηκε στη ζελατίνα ο καημός και η απελπισία του κυνηγημένου αριστερού. Και, καθώς ήξερα πως στην Αθήνα θα με περίμενε το Ψαλίδι της λογοκρισίας, αναζήτησα τις σιωπές και τα φοβερά βράχια των Μετεώρων να αντικαταστήσουν τα λόγια που δεν μπορούσαν να ειπωθούν». Ένας θίασος σκιών, μιας σκιώδους κι ακόμα ετοιμόρροπης χώρας, διαθέτει τους «καλούς» και τους «κακούς» του, έστω και αν στη διάκριση επιλέγονται κριτήρια που κυριαρχεί το μεταφυσικό, η αγοραία συμφεροντολογία και η αναμονή μιας επανάστασης που δεν ήρθε. Παρόλ’ αυτά, οι κακοί πρέπει να εξοντώνονται, ακόμα και όταν κερδίζουν τη συμπάθεια των θεατών, ενώ οι καλοί πρέπει να θριαμβεύουν και φυσικά, πάντα με αγοραίους θριάμβους. Εδώ οι παράνομοι, οι «κακοί» της υπόθεσης, έχουν πάρει τα βουνά, τα βράχια για την ακρίβεια, αφού το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι γυρισμένο στους βράχους των Μετεώρων. Εκεί βιώνουν το δικό τους κολαστήριο, πορευόμενοι με την ψευδαίσθηση του γλιτωμού, ενώ είναι σίγουροι ότι το δικό τους κρησφύγετο θα είναι ο τάφος. Ο θάνατος έχει γίνει γι’ αυτούς παιχνίδι και συνειδητά το παίζουν, γνωρίζοντας καλά πως το φλεγματικό απόφθεγμα «ο θάνατός σου η ζωή μου», τους βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στο βούρκο του θανάτου. Σκοτώνουν λοιπόν… Σκοτώνουν, κάποιον για παράδειγμα, γιατί δεν τους έδωσε μερικές πενταροδεκάρες να πληρώσουν το βαρκάρη που θα τους περνούσε απέναντι, εκεί, που ίσως ο χάρος να τους λυπόταν, μα το απέναντι είναι μια ιδέα εντέλει. Τραγική ειρωνεία σ’ αυτή την χωρίς τέρμα οδύσσεια, οι πατούσες που δε χωράνε στο πρόχειρο λαγούμι που οι παράνομοι ανοίγουν κάτω απ’ το κρεβάτι για να θάψουν το πτώμα. Ο Κούνδουρος τις φέρνει σε πρώτο πλάνο και με ευρυγώνιο φακό, για να δεσπόζουν. Είναι αυτό ένα ανεκδοτολογικό πλάνο ή μήπως θα ’πρεπε στην ταφή των αδικοσκοτωμένων να παραμένει ένα μέλος του πτώματος, για παράδειγμα, οι πατούσες του έξω απ’ τον τάφο; Μαζί τους και μια γυναίκα (σημαδιακό σώμα στην ταινία η Νέλλη Αγγελίδου), που φοβούνται να την αφήσουν πίσω μήπως και τους προδώσει, για να την ελευθερώσουν όταν πια δεν την φοβούνται. Μετά, η καταδίωξη, το χωριό, το ποτάμι, η ζωή κι ο θάνατος, ο βάλτος και το τέλος πλησιάζει. Ο λιγότερο «κακός» θέλει να παραδοθεί. Μπήκε και ειδύλλιο στη μέση και μοιάζει η ζωή να του χαμογελάει ερωτικά, τι ψευδαίσθηση! Θέλει και ο άλλος να παραδοθεί, όμως αυτός είναι ολοκληρωτικά, από την αφήγηση, «κακός» και πρέπει να πεθάνει. Χαλάει το παιχνίδι. Θα τον πυροβολήσουν, λοιπόν, οι χωροφύλακες, καθώς τρέχει προς τους διώκτες του με τα χέρια ψηλά. Ένα επεισόδιο παρμένο από τα ψιλά των εφημερίδων εκείνης της εποχής που πρόσβαλε τη Βασιλική Χωροφυλακή και το ασικλίκι της εξουσίας. Μόνο ο αρχηγός της παρέας έχει συνειδητοποιήσει το ρόλο που του ετάχθη και αποδέχεται τους όρους του παιχνιδιού: Γνωρίζει πως είναι ο «κακός» στην παράσταση, ένα κεφάλι χαμένο. Γνωρίζει πως πρέπει να πεθάνει. Τον λόγο έχουν οι σφαίρες κι αυτός παίζει μαζί τους. Αυτός, που πριν μπει στην τελική έκβαση του παιχνιδιού, αναμετριόταν με τους βράχους και τα στοιχειά της φύσης, τώρα παραδίδει το άψυχο σώμα του στη λάσπη.

Στον Τύπο της εποχής συναντάμε για τους Παράνομους φράσεις σαν τις παρακάτω:

«Το μεγαλύτερο χάρισμα του Νίκου Κούνδουρου είναι η πλαστική κινηματογραφική ματιά του… Και στην ταινία ετούτη, περισσότερο από κάθε άλλην, η Εικόνα είναι το μεγαλύτερο στοιχείο Ενεργητικού…Παρασύρεται πολύ συχνά από την Εικόνα και παραμελεί το δράμα. Κι ωστόσο, μ’ όλα τα ελαττώματά τους οι Παράνομοι έχουν (εκτός από οπτικές) και αρετές που δικαιώνουν την πεποίθησή μας ότι ο Κούνδουρος είναι από τους ελάχιστους προικισμένους σκηνοθέτες μας». Μάριος Πλωρίτης, «Ελευθερία» «Η ταινία μας αποζημιώνει για τους αναρίθμητους, άγευστους χυλούς που μας παραθέτει όλο το χρόνο η εγχώρια παραγωγή. Μεταχειρίζεται τον κινηματογράφο ως ένα προσωπικό μέσο έκφρασης για ό, τι έχει και θέλει να πει». Το κουαρτέτο, «Τα Νέα» «Χαίρεσαι στον Κούνδουρο κάθε φορά αυτήν την αποτίναξη από κάποια όρια που τα έθεταν μέχρι σήμερα οι Έλληνες παραγωγοί σαν ταμπού του με τι μονάχα μπορεί να καταπιάνεται ένα φιλμ». Ν. Κοντός, «Ελληνικό Θέατρο» «Η σκηνοθετική δουλειά του Κούνδουρου είναι υπέροχα εμπνευσμένη και δημιουργική. Οι εικόνες του πάλλονται από ένα έντονο δυναμισμό και δημιουργούν ένα στυλ γεμάτο πάθος και ταχύτητα. Είναι φανερό πως πλάθει, με δύναμη και ικανότητα το υλικό του, μεταχειρίζεται ακόμα και τους ηθοποιούς του σαν υλικό, τους σμιλεύει, τους κατεργάζεται, τους πλάθει, πετυχαίνοντας στην ολότητά του το αποτέλεσμα που επιδιώκει. Είναι ένας κινηματογράφος στην απόλυτη σημασία της λέξης, που τιμά τη φτωχή μας κι άτεχνη παραγωγή, και δεν υστερεί απ΄ τις καλές ξένες επιτεύξεις. Έστω μόνο γι’ αυτό, αξίζει να δει κανείς την ταινία του. Όμως ο Κούνδουρος παραμένει ιμπρεσιονιστής κι επιδιώκει τον εντυπωσιασμό, έστω κι αν ο δυναμισμός και η ένταση της εικόνας δεν ανταποκρίνονται στο περιεχόμενό της. Αυτό τον οδηγεί π.χ να κρατά σκυμμένο για ώρα τον ηθοποιό του σε μια αγκυλωτική στάση για να πετύχει ένα πρωτότυπο κι εντυπωσιακό καδράρισμα, ή ν’ αναγκάζει τους ηθοποιούς του σ΄ ένα περίεργο παίξιμο, με κινήσεις βαριές και βιασμένες, που δείχνουν ψεύτικες. Είναι ελαττώματα νεανικά, που θα ξεπεραστούν με την ωριμότητα». Αντώνης Μοσχοβάκης, «Ανεξάρτητος Τύπος» Η τελευταία κριτική προέρχεται από το χώρο της Αριστεράς και θέτει ξανά επί τάπητος την ενδοαριστερή παρεξήγηση, ανάμεσα σε κριτικούς και ένα σκηνοθέτη που δηλώνει και παραμένει αριστερός. Αναφέρει ο Μοσχοβάκης: «Δύσκολο πολύ για τον Έλληνα κινηματογραφιστή να θίξει τα φλέγοντα θέματα του καιρού μας… Χρειάζεται ικανότητα ελιγμών και περισσότερο από όλα τόλμη… Δεν είναι η τόλμη που έλειψε απ’ τον Κούνδουρο… Η ταινία δίνει μόνο ασαφείς και ακαθόριστες αναφορές και νύξεις στη σημερινή πραγματικότητα και στο περισσότερο παραμένει έξω από τον τόπο και το χρόνο». Και ο Σταματίου από την ίδια σκοπιά: «Η τρίτη ταινία του Κούνδουρου επιβεβαιώνει τις αρετές και τις αδυναμίες του. Κι εδώ η ίδια πλαστικότητα στην εικόνα, η ίδια ανησυχία στην έκφραση, αλλά και η ίδια θεματική σύγχυση…. Η διαγραφή των ηρώων είναι στοιχειώδης. Ποιοι είναι; Τι έκαναν ακριβώς; Πως βρέθηκαν εκεί; Πως επιζούν; Ποια χρονική διάρκεια της υπόθεσης; Ασάφειες που κάτι μισόλογα εδώ κι εκεί δεν καταφέρνουν να ξεδιαλύνουν…Το ταλέντο του Κούνδουρου μένει ακόμα “αξία προς εξαργύρωσιν”».

Ο Νίκος Κούνδουρος μιλάει για τον εαυτό του

Νομίζουν πως γεννήθηκα στην Κρήτη. Η αλήθεια είναι πως γεννήθηκα στην Αθήνα, σε κάποια από τις κλινικές της εποχής, αλλά ο πατέρας και η μάνα μου, από ατέλειωτες γενιές Κρητικοί, δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθώ Αθηναίος. Με πήραν τυλιγμένο μέσα σε μια πάνα, με πήγαν στην Κρήτη και είμαι γραμμένος στα δημοτολόγια του Δήμου Αγίου Νικολάου με αύξοντα αριθμό 6 του έτους 1926. Έτσι σφραγίστηκε η παρουσία μου σ’ αυτό τον κόσμο με ένα πλαστογραφημένο πιστοποιητικό Κρητικού. Αλλά η αλήθεια είναι πως την Κρήτη, καθώς ήρθαμε στην Αθήνα όταν εγώ ήμουν μωρό, τη γνώρισα πολύ αργότερα σε μεγάλη ηλικία. Τότε πρωτοπλησίασα την Κρήτη πιο στοχαστικά και την αγάπησα με όλα τα παράδοξά της. Και είναι στ’ αλήθεια ο Κρητικός μια άλλη ράτσα, ένας άλλος λαός. Αυτό δεν είναι έπαρση, ούτε φιλαρέσκεια. Είναι μια αλήθεια που διαμορφώθηκε μέσα στους ατέλειωτους αιώνες των κρητικών μύθων. Μέρος λοιπόν κι εγώ αυτού του λαού, κληρονόμος από τους παππούδες και τους προπάππους μου, μιας φύσης ιδιόρρυθμης , λέω πως γεννήθηκε δεμένος για πάντα με τις χάρες της ράτσας του και τα κουσούρια της. Χάρισμά του που είναι ευφάνταστος, είναι λογάς, παραμυθάς, είναι χωρατατζής, και είναι, ίσως φανεί περίεργο, διανοούμενος. Εκεί στο νησί ζουν ακόμα δάσκαλοι διανοούμενοι, γριές και γέροι ποιητές της προφορικής γλώσσας που σώζεται αμόλυντη μέσα από τα πολύ παλιά χρόνια ως τις μέρες μας. Μεγάλωσα στην Αθήνα μέσα σε μια φαμίλια κυνηγημένη από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Από τις πιο παλιές αναμνήσεις μου είναι το σπίτι μας κυκλωμένο από χωροφύλακες, ο πατέρας μου εξόριστος, η μάνα μου με τρία παιδιά και αγωνία για τη μοίρα του πατέρα. Ακόμα θυμάμαι τους χωροφύλακες να ‘χουνε σπάσει την πόρτα και με τις ξιφολόγχες να σκίζουνε τα στρώματα μήπως υπήρχε κάποιος εκεί πέρα. Λογχίζανε τα δέντρα στον κήπο, μήπως κρύβεται κάποιος από πίσω τους. Ο «κάποιος» ήταν ο πατέρας μου. Αυτές είναι οι πρώτες μακρινές αλλά πεντακάθαρες μνήμες. Έχουν περάσει ατελείωτα χρόνια από τότε και δεν κατάφερα ακόμα αλλά και δεν θέλησα να ξεκολλήσω από πάνω μου το μίσος που έχω για τη βία και σε επέκταση το μίσος μου για την εξουσία, γιατί εξουσία χωρίς βία, εγώ δεν είδα και ίσως και δεν υπάρχει. Δηλώνω, λοιπόν, αντιεξουσιαστής και, αφού το δηλώνω, προσπαθώ όσο γίνεται και όσο αντέχει ο χώρος κι η δουλειά που κάνω, να το κρατήσω αυτό το περήφανο μπαϊράκι του απ’ έξω, του περιθωριακού, του ανένταχτου. Αστείες βέβαια κουβέντες, άμα σκεφτώ πως έπειτα κι εντάχτηκα και φανατίστηκα. Δεκάξι χρόνων στις τάξεις του ΕΑΜ κι έπειτα του ΕΛΑΣ. Πολέμησα, τραυματίστηκα, έχω τρεις σφαίρες στο κορμί μου απ’ τον φοβερό Δεκέμβρη. Έχω κάτι μήνες και μήνες στα νοσοκομεία. Έχω κάτσει στις φυλακές κι έχω δύο καταδίκες για εξορία. Κι εκείνον τον τρόμο που μας πιρούνιαζε την ψυχή και το μυαλό. Τον τρομερό τρόμο, τον ταπεινωτικό. Είχα την τύχη, κι όταν λέω τύχη δεν το λέω κατά λάθος, να ζήσω τέσσερα χρόνια στο Μακρονήσι. Τέσσερα χρόνια στο ξερονήσι επάνω με μάθανε ένα σωρό πράγματα. Εκεί έμαθα και θέατρο κι εκεί μου πρωτοδημιουργήθηκε η ιδέα του κινηματογράφου. Έτσι, όταν το 1952 τελειώνει και αυτή η περιπέτεια και μπαίνουμε σε μια περίοδο ύφεσης, εγώ παίρνω το δίπλωμά μου από τη Σχολή Καλών Τεχνών όπου στο μεταξύ και σποραδικά κατάφερα να συμπληρώσω πέντε χρόνια σπουδών κι αντί για αρχιτέκτονας όπως πρωτομπήκα, βγήκα με ένα δίπλωμα ζωγράφου στα χέρια μου. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, αποφάσισα να ανταλλάξω τα σιωπηλά εργαλεία του ζωγράφου με τις εικόνες και τα μεγάφωνα του κινηματογράφου. Έτσι λοιπόν αυθαίρετα μ’ ένα αστείρευτο πείσμα και τη βοήθεια μερικών φίλων, του Μάνου Χατζιδάκι, της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, του Αλέξη Διαμαντόπουλου, στήνεται η πρώτη ταινία Η μαγική πόλις. … Θυμάμαι πως το πρώτο γύρισμα που είδα στη ζωή μου ήταν η ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου Ο Κόκκινος Βράχος. Για πλατό μεταχειριζόταν την υπαίθρια σκηνή του θεάτρου «Ακροπόλ». Εκεί είχε στηθεί ένα στοιχειώδες ντεκοράκι, αστείο λίγο, εντελώς θεατρικό με μερικά πανό που περιστοίχιζαν τις κουΐντες και, με μια βαριά δυσκίνητη μηχανή Debrie, έδινε την πρώτη κίνηση στο μοτέρ με μανιβέλα. Μέσα σε φοβερό κρύο, αφού τα γυρίσματα άρχιζαν τα μεσάνυχτα, μετά που σχολούσε το θέατρο, έρχονταν το συνεργείο και σ’ αυτά τα τέσσερα αστεία χαρτονένια πανό, με μια τρεμάμενη πόρτα που έμπαιναν κι έβγαιναν οι ηθοποιοί, γυριζόταν το κινηματογραφικό έργο. Εκεί, ο αυριανός συνάδελφος του Γρηγορίου είχε την πρώτη πρακτική επαφή με τον κινηματογράφο. … Στο πατάρι του Λουμίδη και στις ατελείωτες κουβέντες στα καφενεία κέρδισα σιγά σιγά και με πολύ κόπο τα μυστικά κλειδιά που στα χρόνια που πέρασαν και με ακόμα πιο πολύ κόπο θα άνοιγαν τις πόρτες που βγάζουν στου δρόμους τους δυσκολοπέραστους. Το α, β, γ μέχρι και το ω των επιρροών που ασκήθηκαν πάνω μου από τον παγκόσμιο κινηματογράφο προέρχονταν από τον ιταλικό νεορεαλισμό. Είχαμε θαμπωθεί από τις μεγάλες ταινίες της ιταλικής σχολής, τις μεταπολεμικές. Βλέπαμε και ξαναβλέπαμε τον Κλέφτη των ποδηλάτων, το Θαύμα στο Μιλάνο, το Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη, το Πικρό ρύζι… Έτσι, η πρώτη μου ταινία, η Μαγική πόλις βγήκε από έναν ενθουσιώδη μαθητή του ιταλικού νεορεαλισμού. Τον άλλο κινηματογράφο τον γνώρισα στα Φεστιβάλ. Όταν το 1954 βρέθηκα στη Βενετία με την πρώτη μου ταινία να εκπροσωπεί επίσημα την Ελλάδα, κόντεψα να το βάλω στα πόδια και να επιστρέψω στη μίζερη θαλπωρή της πατρίδας και των φίλων. Τον ίδιο καιρό, ο Κακογιάννης, ένας σκηνοθέτης εισαγωγής με τα όμορφα αγγλικά του και θητεία στο ανθηρό Λονδίνο, γυρίζει κι αυτός την πρώτη του ταινία, το Κυριακάτικο ξύπνημα μα τη Λαμπέτη , τον Χορν και τον Παππά, που του εξασφαλίζουν- πιο έμπειρος αυτός από εμένα- ένα αξιόπιστο διαβατήριο προς το κοινό και τους παραγωγούς. Ταυτόχρονα σχεδόν, γυρίσαμε και τις δεύτερες ταινίες μας: Εκείνος τη Στέλλα κι εγώ το Δράκο. Και τώρα, που ο χρόνος βάζει τάξη σε τόσα και σε τόσα πράγματα, ξέρουμε τι σήμαινε και τι σημαίνουν αυτές οι δύο ταινίες στη σύντομη ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, γιατί γύρω μας υπήρχε η τέλεια νέκρα. Οι άλλοι σκηνοθέτες μας αγνοούσαν και τους αγνοούσαμε, χωρίς όμως κακότητα, χωρίς περιφρόνηση. Είμαστε απλά άλλοι κόσμοι.

Ο Νίκος Κούνδουρος για το ελληνικό σινεμά

Ο ελληνικός κινηματογράφος άνθησε, μεγαλύνθηκε και γνώρισε δόξες μοναδικές μέσα σε ένα κλίμα ηθογραφίας διανθισμένης κατά περίπτωση με μια λαϊκή θυμοσοφία, λαϊκό χιούμορ και λαϊκό μελόδραμα, στοιχεία που όρισαν και τη θεματολογία του και το ύφος του. Δεν θέλω να κρύψω κάποια περιφρόνησή μου για ένα είδος ελληνικού κινηματογράφου, που μέσα σε μια αλυσίδα παρεξηγήσεων συντηρεί ένα προβληματικό μικρόκοσμο. Συνωστιζόμενοι γύρω από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ που λέγεται Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, προσκυνητές και ικέτες, οι παλιοί και οι νέοι σκηνοθέτες προσμένουν την έλευση του αρχάγγελου. Ένα κλίμα ανθυγιεινό διαπερνά τον χώρο και μόλις τα τελευταία δύο χρόνια άρχισε να πνέει ένας αέρας ανανέωσης. Οι Έλληνες σκηνοθέτες είμαστε σε διαρκή συναλλαγή με πράγματα που ίσως δεν μας αρέσουν, αλλά αυτά είναι. Είναι τα δικά μας. Είναι σαν τη μυρουδιά μας. Θέλουμε δεν θέλουμε την κουβαλάμε. Αυτή είναι λοιπόν η μυρουδιά μας. πούμε σ’ αυτό το χώρο, έχουμε αυτόν τον πολιτισμό, έχουμε αυτές τις αποφάσεις κι αυτό το ταμείο, τόσα είναι πάνω κάτω, παραπάνω δεν είναι… και μετέχουμε σ’ αυτό το παιγνίδι… Εμείς. Αυτοί είμαστε. Άλλοτε περήφανοι, άλλοτε μίζεροι ή όμορφοι, αυτοί είμαστε. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν «εμείς» κι «αυτοί» στο χώρο μας. Δεν συμπλέω μ’ ένα είδος συρρίκνωσης των σπουδαίων πραγμάτων. Στο όραμα για κοινωνίες πιο σπουδαίες, για ιστορία πιο σημαντική, για κινηματογράφο πιο εξαιρετικό, μόνο ένας, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κουβαλάει το φλάμπουρο… Εμείς οι άλλοι πού είμαστε;

Οι ταινίες

Αν έπρεπε να ορίσω με δύο φράσεις το στίγμα κάθε ταινίας θα έλεγα ότι Η Μαγική Πόλη, είναι η ταινία της αθωότητας. Εμείς νιώθαμε αθώοι καθώς οι ένοχοι ήταν από την άλλη μεριά. Ο Δράκος είναι η ταινία με τους κώδικες. Δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Η λογοκρισία κάθε λογής, άμεση, επίσημη και ανεπίσημη, μας κύκλωνε. Θελήσαμε με τον Καμπανέλη να στήσουμε μια ταινία με αλλεπάλληλους κώδικες, του ίδιους που έχουν και οι φυλακισμένοι, με ένα, δύο, τρία χτυπήματα. Οι Παράνομοι είναι η ταινία της οργής. Η αντίσταση είχε πνιγεί, οι τρόποι έκφρασης των αγωνιστών είχαν καταργηθεί κάτω από τη βία ενός αστυνομικού κράτους. Θέλησα να αποτίσω ένα φόρο τιμής στον αντάρτη των βουνών, στον ταπεινωμένο στον εξευτελισμένο, στον αγνοημένο, στην καλύτερη περίπτωση, Έλληνα, που κράτησε ψηλά τη Ρωμιοσύνη. Οι Μικρές Αφροδίτες είναι η ταινία της απελπισίας. Μια απελπισία που περιγράφεται μέσα σε ωραία γαλάζια νερά, στο Αιγαίο, με δύο παιδόπουλα που ψάχνουν το κορμί τους. Απελπισία γιατί είχαμε αυτοαναιρεθεί, αυτοκαταργηθεί, ακινητοποιηθεί, εμείς που πολεμήσαμε, που φωνάξαμε, που κατεβήκαμε στο πεζοδρόμιο για έναν καινούργιο κόσμο. Δεν είναι τι κάνουμε. Μέσα στην απελπισία μου είπα, ας καταπιαστώ με το τίποτα. Είναι μια ταινία του ιδεολογικού τίποτα. Το Vortex είναι η ευρωπαϊκή ταινία μου. Θέλησα να κάνω μια καταβύθιση στην ψυχή και στον πανικό του σύγχρονου νέου ανθρώπου. Τα Τραγούδια της Φωτιάς το μόνο ντοκιμαντέρ που έχω φτιάξει, μια ταινία συντεθειμένη από φωνές και αιτήματα όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους δρόμους της Αθήνας αμέσως μετά την παλινόρθωση της Δημοκρατίας. Μία ταινία ωδή στη λευτεριά. Αυτό τίποτε άλλο. 1922 μια ιστορία μνήμης. Ήταν η ώρα που το ΕΚΚ σε μια ευλογημένη στιγμή της ύπαρξης του, λειτούργησε δημιουργικά και έξυπνα. Μας κάλεσε τότε ο πρόεδρος του, τον Κακογιάννη, το Δημόπουλο και την αφεντιά μου και μας είπε κάνετε ότι θέλετε. Και αυτό το ότι θέλετε ξύπνησε μέσα μου ευφορία. Ήθελα να καταθέσω ένα ειλητάρι στη μνήμη της μικρασιατικής οδύνης, όπως εγώ την έζησα μέσα από μια κοπελιά που είχε μαζέψει η μάνα μου από τις Χαμένες Παρτίδες. Δανείστηκα το βιβλίο του Βενέζη, το «Νούμερο 31328» και έφτιαξα το δικό μου νούμερο το 1922. Το Μπορντέλο θέλησα να στριφογυρίσω λίγο στην πατρίδα μου. Και σκέφτηκα το προκλητικό μπορντέλο της Μαντάμ Ορτάνς στην καρδιά της πόλης, στα Χανιά, την εποχή των συμμαχικών στόλων. Να ‘σου και ο παππούς μου αρχηγός της επανάστασης του 1887 που λευτέρωσε την Κρήτη. Ας κάνω μια ταινία ταπεινή προσφορά στη μνήμη του παππού μου είπα. Όταν όμως η ταινία ονομάστηκε «Μπορντέλο» αφαίρεσα τον παππού από τη μέση. Ο Λόρδος Βύρων δεν είναι δικιά μου σύλληψη. Ήρθε κάποιος από την Αγγλία, με υλικό λέγοντάς μου για τα 200 χρόνια – επέτειο – από τη γέννηση του Μπάιρον. Σιγά σιγά μπήκα μέσα στο μύθο των μαθητικών μας χρόνων, τον ωραίο Μπάιρον. Και ανακάλυψα πέρα από τα άσπρα γιακαδάκια α λα Μπάιρον, το δραματικό τέλος ενός μυθικού προσώπου. Ενός πρωτοπόρου και φιλελεύθερου πνεύματος. Ενός μεγάλου ποιητή και μέτριου στρατηγού. Οι Φωτογράφοι είναι η αφύπνιση του σκηνοθέτη. Νόμιζα ότι με είχε πάρει ο ύπνος, ένας ήμερος ύπνος από αναπόληση και από κούραση και ξαφνικά θύμωσα. Και λέω, όχι δεν θα κάθομαι στην άκρη. Διαλέγω ένα χώρο οδυνηρό. είναι ο χώρος όπου σήμερα σπαράζουν οι άνθρωποι, όπως εμείς πριν από 50 χρόνια. Η συμμετοχή μου, η αντίσταση μου, σε αυτήν την υπέροχη αδιαφορία που μοιραία μας έχει κυκλώσει όταν πατάμε το κουμπί και βλέπουμε τη φρίκη από την πολυθρόνα μας.

Η κρίση του δυτικού πολιτισμού

Σήμερα στον δυτικό κόσμο περνά μια γιγαντιαία κρίση ταυτότητας, καθώς οι ιδεολογίες και τα ιδεολογήματα μυρίζουν παρακμή και το καινούργιο νεανικό κοινό της αίθουσας ορίζει με την αριθμητική υπεροχή του το είδος που επιθυμεί να καταναλώσει. Βεβαίως, είμαστε μέρος ενός κόσμου ο οποίος τον τελευταίο καιρό έχει αποκλείσει το «σπουδαίο». Ακόμα κι αυτή η μεγάλη Ευρώπη, η Ευρώπη του κινηματογράφου εννοώ, ζει αυτή τη συρρίκνωση. Το σπουδαίο δεν μας έρχεται πια από την Ευρώπη, παρά σε ελάχιστα δείγματα. Aν και από την Ανατολή, από χώρες που θεωρούσαμε ότι έχουν υπανάπτυκτη κινηματογραφία, βλέπουμε πράγματα που μας παρηγορούν για το μέλλον του κινηματογράφου. Ο κινηματογράφος αυτήν την ώρα είναι θύμα μιας ψευτοφιλαρέσκειας και μιας πνευματικής συρρίκνωσης την οποία ζει όλη η Ευρώπη και η Ελλάδα έχει βεβαίως μερίδιο σ’ αυτή τη συρρίκνωση.

Η Αντίσταση

Αν καταφέρνω να εξαπατώ τον εαυτό μου έχω ήδη μια δύναμη ζωής στα χέρια μου. Αν τώρα εξαπατώ τους άλλους, ζητώ να με συγχωρήσουν, αυτοί ακριβώς «οι άλλοι» που σίγουρα έχουν με τη σειρά τους εξαπατήσει ποιος ξέρει πόσους και ποιους! Το τι είναι ή τι δεν είναι απάτη στο χώρο των ιδεών, ή τι είναι ή τι δεν είναι εξαπάτηση στο χώρο των ιδεολογιών, είναι ένα ερώτημα αναπάντητο. Όλα σαλεύουν κι όλα αλλάζουν γύρω μας. Στην αντίσταση δεν έχω δικαίωμα, έχω υποχρέωση! Ανήκω σε μια γενιά ιστορική θα έλεγα. Ζήσαμε πολέμους, χούντες, δυστυχίες, αλλά και τη λίγη ευτυχία που μας αναλογεί ανάμεσα στα τόσα πικρά που βιώσαμε. Επιτρέψτε μας λοιπόν να έχουμε μνήμη. Βλέπετε, στο περίφημο σύνθημα «Αντισταθείτε» ανατρέχουμε κάθε τρεις και λίγο. Είναι μια λέξη που δεν την ξεχάσαμε ακόμα. Μια λέξη που δε μούδιασε, δε χάθηκε. Το «Αντισταθείτε» απευθύνεται σε δίκαιους και σε άδικους, σε μικρομεσαίους και μεγάλους, σε πιτσιρικάδες και χούφταλα και σ’ πλους τους ανθρώπους που επιτελούν έργο πνευματικό και εξ’ ορισμού είναι οι ταγοί ενός έθνους. ενός έθνους που πραγματικά τους έχει ανάγκη. Είτε μικρούς, είτε μεσαίους, είτε μεγάλους. «Αντισταθείτε» λέω κι εγώ, εκατό χρονών σήμερα. Δε θα σταματήσω ποτέ να το φωνάζω…

Για τον Μάνο

Έχω μεγάλο θαυμασμό για τα ελαττώματά του. Πάντα τον θαύμαζα που αυτός, ο σπουδαίος, έγραφε τραγούδια και τραγουδάκια για το χατίρι ενός λαού που ακόμα δεν ξέρει αν τον αγαπάει ή αν τον σιχαίνεται. Τον θαύμαζα- και τον θαυμάζω-, γιατί από τα χαρακτηριστικά της φυλής διάλεξε να κάνει δικά του όλα μας τα κουσούρια. Τη ραθυμία, τη φλυαρία, την αυταρέσκεια, τη φιληδονία. Μ’ αρέσει γιατί είναι επιθετικός χωρίς κακία κι απλώνει το κεντρί του επί δικαίων κι αδίκων, με οδηγό το ένα, μοναδικό κι ακαταμάχητο δικό του κριτήριο. Τον θαυμάζω που μια ολόκληρη ζωή κατάφερε να μην πάει ποτέ στα ραντεβού του. Τον θαυμάζω που αυτός, ο φιλάρεσκος σαν γυναίκα, έμεινε κοντά τριάντα χρόνια με σπασμένα τα μπροστινά του δόντια, προκλητικός και σ’ αυτό χωρίς λόγο, έτσι, γιατί βαριότανε να καθίσει μ’ ανοιχτό το στόμα στην καρέκλα του οδοντογιατρού. Μ’ αρέσει, γιατί μιλάει με το «γο», ο δάσκαλος ηθοποιών και τραγουδιστών. Μ’ αρέσει ακόμα που χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες. Στους φίλους και στους «άλλους». Κι ακόμα που αγαπούσε τον Καραμανλή, όταν όλοι τον μισούσαμε. Που εξευτελίζει την πολυμιλημένη πολιτική συνείδηση του Ρωμιού, δηλώνοντας με αφοπλιστική αθωότητα «δεξιός». Μ’ αρέσει ακόμα, γιατί λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, χωρίς κανένας να τον ρωτήσει, έτσι, από αντριλίκι κι από αγάπη γι’ αυτή την κοινωνία, που δεν μπορεί να αποτινάξει από πάνω του. Μ’ αρέσει και για την αισιοδοξία και για τη χωρίς όρια αντοχή του και για τον Ισπανό κονκισταδόρ που σέρνει μέσα του.

(αποσπάσματα από συνεντεύξεις του σκηνοθέτη στον ελληνικό τύπο)

στην τελική ευθεία βρισκόμαστε για την έναρξη του Σεμιναρίου Θεωρίας και Πρακτικής Κινηματογράφου ή Ιστορίας και Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου για την Πάτρα. Έναρξη Αρχές Νοεμβρίου 2018.

Σεμινάριο Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου (Ι), Φθινόπωρο 2018- Εισαγωγή στην Τέχνη του Κινηματογράφου
Σεμινάριο Ιστορίας Κινηματογράφου 2018 σε 11 Μαθήματα από 14 Οκτωβρίου 2018

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.