ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ
Στα 1938, στη Γαλλία, ο νεότερος υπουργός της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου του Λεόν Μπλουμ, ο αριστερός Ζαν Ζάι, υπουργός Δημόσιας Παιδείας και Καλών Τεχνών, προτείνει την ίδρυση ενός «ανοιχτού» παγκόσμιου φεστιβάλ κινηματογράφου, ανεξάρτητου από πολιτικές παρεμβάσεις, με σκοπό να λειτουργήσει σαν αντίβαρο στη βενετσιάνικη Μόστρα του Μπενίτο Μουσολίνι, που είχε σχεδιαστεί από το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης σαν προπαγανδιστικός βραχίονας του «Αξονα» και των κινηματογραφικών αντιλήψεων του Γκέμπελς – ο τελευταίος είχε εγκαινιάσει μάλιστα το πρώτο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας την ίδια χρονιά. Το πρώτο Φεστιβάλ των Καννών προγραμματίζεται να διεξαχθεί από την 1η έως τις 20 Σεπτεμβρίου του 1939, με επίτιμο πρόεδρο τον Λουί Λιμιέρ και πρόεδρο τον ίδιο τον Ζαν Ζάι, που δούλεψε γι’ αυτό σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Ηδη από τον Αύγουστο καταφθάνουν στη Γαλλική Ριβιέρα τα μεγάλα ονόματα του Χόλιγουντ, ο Ντάγκλας Φέρμπανκς, ο Γκάρι Κούπερ, η Μέι Γουέστ, ο Ταϊρόν Πάουερ… Την ημέρα των εγκαινίων, την 1η Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Πολωνία. Ελάχιστες προβολές πραγματοποιούνται, η σύναξη διαλύεται μέσα στις επόμενες μέρες, με τα μαύρα σύννεφα του ολοκληρωτικού πολέμου να πλακώνουν ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Ζαν Ζάι θα εκτελεστεί από το καθεστώς του Βισί τον Ιούνιο του 1944, όμως το όνειρό του για ένα Φεστιβάλ που θα λειτουργεί σαν το κέντρο του παγκόσμιου κινηματογράφου θα γίνει πραγματικότητα στα μεταπολεμικά χρόνια και βρίσκεται σε πλήρη ακμή μέχρι σήμερα.
Από τις Κάννες, λοιπόν, και λίγο προτού ολοκληρωθεί το φετινό πρόγραμμα προβολών (ακόμη δεν έχουμε δει τα «βαριά χαρτιά» της διοργάνωσης, τις ταινίες του Τζάρμους και του Πολάνσκι, που οι Τιερί Φρεμό και Ζιλ Ζακόμπ κράτησαν για την τελευταία μέρα) αναμένουμε τον Χρυσό Φοίνικα και τα υπόλοιπα βραβεία που θα απονείμει η υπό τον Στίβεν Σπίλμπεργκ κριτική επιτροπή. Στις ταινίες που μέχρι στιγμής ξεχώρισαν, περιλαμβάνεται σίγουρα «Το παρελθόν» του Ιρανού Ασγκάρ Φαραντί, που γυρίστηκε στη Γαλλία. Η ιστορία που αφηγείται ο σκηνοθέτης του «Χωρισμού» είναι φαινομενικά απλή: Ο Ιρανός Αχμάντ φτάνει στο Παρίσι από την Τεχεράνη για να «τακτοποιήσει» εκκρεμότητες του παρελθόντος. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε χωρίσει με τη Γαλλίδα σύζυγό του Μαρί και τώρα επιστρέφει για να υπογράψει και τυπικά τα χαρτιά του διαζυγίου. Εκείνη τον προσκαλεί να μείνει στο σπίτι όπου ζούσαν, και όχι σε ξενοδοχείο, να ξανασμίξει με την «οικογένεια», τις δύο κόρες της Μαρί, από προηγούμενη σχέση. Όμως τώρα στο σπίτι υπάρχουν και νέα πρόσωπα, ο νέος σύντροφος της Μαρί, ο Σαμίρ, μαζί με τον μικρό γιο του.
Ο Φαραντί ξεδιπλώνει βήμα – βήμα ένα περίπλοκο σενάριο με εξαιρετικά σύνθετους χαρακτήρες, που δεν είναι καθόλου προβλέψιμοι, χωρίς ωστόσο η αφήγησή του να «χάνει» σε αμεσότητα, καθώς τον ενδιαφέρουν οι μικρές λεπτομέρειες της καθημερινής παρουσίας αλλά και οι «τεκτονικές» κυμάνσεις των συναισθημάτων… Ο Φαραντί διαθέτει μια σχεδόν φιλοσοφική ενατένιση της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, όμως αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως οι ήρωές του δεν υποφέρουν, δεν συγκρούονται, δεν βασανίζονται από ενοχές.
Άλλο φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα είναι το «Νεμπράσκα», το ασπρόμαυρο road movie στην «καρδιά» της Αμερικής, με τη σκηνοθετική υπογραφή του Αλεξάντερ Πέιν, του ελληνικής καταγωγής Αλέξανδρου Παπαδόπουλου. Η ιστορία της ταινίας του είναι και πάλι μια επίπονη «οικογενειακή» αφήγηση, όπως στους «Απόγονους», όμως εδώ το σεναριακό υφάδι έχει δουλευτεί ακόμη πιο προσεκτικά: Ο ηλικιωμένος πατέρας της οικογένειας, αλκοολικός, στα πρόθυρα του Αλτσχάιμερ (τον υποδύεται έξοχα ο Μπρους Ντερν) επιμένει να κάνει ένα ταξίδι από τη Μοντάνα, όπου ζει, στη Νεμπράσκα, προκειμένου να εισπράξει ένα εκατομμύριο δολάρια, όπως του υπόσχεται ένα τετριμμένο διαφημιστικό κόλπο.
Ο ένας από τους δύο γιους του θα υποκύψει τελικά στην επιμονή του πατέρα και θα δεχθεί να τον συνοδεύσει σε αυτό το ταξίδι, που θα αποδειχθεί ταξίδι αυτογνωσίας αλλά και «επιστροφής στις ρίζες», καθώς όλη η οικογένεια κατάγεται από τη Νεμπράσκα, και παλιές ιστορίες, θαμμένες από τον χρόνο, ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια. Γλυκόπικρο, με διάχυτη την αίσθηση της μελαγχολίας, το «Νεμπράσκα» είναι από τις πιο ειλικρινείς ταινίες συναισθημάτων που είδαμε εδώ και χρόνια, αλλά και απόδοσης της τωρινής «αμερικανικής συνθήκης», «η δική μου ταινία για την εποχή της κρίσης», όπως μας είπε ο Αλεξάντερ Πέιν.
Στα προγνωστικά για βραβείο πρέπει να συμπεριλάβουμε και το «Inside Llewyn Davis» των αδελφών Τζόελ και Ιθαν Κοέν, μια ταινία για τη μουσική σκηνή του Γκρίνουιτς Βίλατζ στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πριν την καταλυτική εμφάνιση του Μπομπ Ντίλαν, ο οποίος όμως αναμφίβολα «χρωστά» πολλά στους μουσικούς που προϋπήρξαν.
Ηρωας στην ταινία των Κοέν είναι ένας από αυτούς τους άσημους και πάμφτωχους καλλιτέχνες, που αγωνίζεται να επιβιώσει στη μουσική σκηνή, ονόματι Λιούιν Ντέιβις (Οσκαρ Άιζακ), χαρακτήρας που συμπυκνώνει διάφορα υπαρκτά πρόσωπα εκείνης της περιόδου, κυρίως όμως τη μορφή του Ντέιβ Βαν Ρονκ, ο οποίος μπορεί να μην έγινε διάσημος, όμως επηρέασε πάρα πολύ τους μουσικούς αυτής της γενιάς – κατέγραψε μάλιστα τις εμπειρίες του στο «The Mayor of Mac Dougal Street» («Ο δήμαρχος της οδού Μακ Ντούγκαλ») που ήταν η «μαγιά» για το σενάριο των Κοέν.
Ο Λιούιν Ντέιβις είναι πρώην ναυτικός που αγωνίζεται να αναγνωριστεί ως μουσικός (οι περισσότεροι μουσικοί αυτού του ρεύματος προέρχονταν από τις «μη προνομιούχες» κοινωνικές τάξεις), είναι δύσκολος χαρακτήρας, τα έχει μπλέξει στις σχέσεις του με τις γυναίκες, συγκρούεται εύκολα, καθώς δεν κρατά το στόμα του κλειστό, αλλά είναι πεισματάρης και πιστεύει στο ταλέντο του. «Καρδιά» της ταινίας είναι το απελπισμένο ταξίδι του από τη Νέα Υόρκη στο Σικάγο, μέσα στο καταχείμωνο, προκειμένου να συναντήσει έναν μουσικό παραγωγό, ταξίδι κινηματογραφημένο με μια ονειρική διάσταση από τους Κοέν, που απογειώνει την αφήγηση. Συνταξιδιώτης του σε αυτή τη διαδρομή είναι ένας σχεδόν παράλυτος μουσικός της τζαζ (τον υποδύεται εκπληκτικά ο Τζον Γκούντμαν) και οι Κοέν βρίσκουν την ευκαιρία να ανιχνεύσουν, με εξαιρετική προσοχή στις λεπτομέρειες, την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής, πριν την έκρηξη της εφηβικής ποπ κουλτούρας.
Αναπάντεχη προσθήκη στα φαβορί, το φιλμ του Γαλλοτυνήσιου Αμπντελατίφ Κεσίς «Η ζωή της Αντέλ, κεφάλαιο 1 και 2» («La vie d’ Adele, chapitres 1 et 2»), ταινία που κανείς δεν υπολόγιζε ιδιαίτερα πριν από το Φεστιβάλ. Πρωταγωνιστεί η ελληνικής καταγωγής (τρίτης γενιάς) 19χρονη Γαλλίδα ηθοποιός Αντέλ Εξαρχόπουλος, στον ρόλο μιας έφηβης που ανακαλύπτει επίπονα την ιδιαίτερη σεξουαλική της ταυτότητα. Η ταινία, που «αναστάτωσε» κοινό και κριτικούς εδώ στις Κάννες, ξεδιπλώνει το εντυπωσιακό υποκριτικό ταλέντο της Αντέλ Εξαρχόπουλος και έχει ως αφετηρία το γαλλικό κόμικς «Le Bleu est une couleur chaude». Δουλεμένη σε μια έντονα ρεαλιστική κατεύθυνση, αναδεικνύει με μια πυρετική ατμόσφαιρα την παθιασμένη ερωτική σχέση της νεαρής Αντέλ με μια μεγαλύτερη σε ηλικία ζωγράφο, την Εμα.