Ρόμα (2018) του Αλφόνσο Κουαρόν | αναλυτική παρουσίαση, trailer, η γνώμη των κριτικών

Roma (2018)

Ασπρόμαυρη Μεξικό, Ισπανικά, Φεστιβάλ Βενετίας 135′, Netflix, Χρυσός Λέοντας 2018

Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν

Ηθοποιοί: Γιαλίτζα Απαρίτσιο, Μαρίνα ντε Ταβίρα, Ντιέγκο Κορτίνα Ότρι, Κάρλος Περάλτα, Μάρκο Γκραφ, Ντανιέλα Ντεμέσα, Χόρχε Αντόνιο Γκερέρο, Φερνάντο Γκρεντιάγκα, Βερόνικα Γκαρσία, Νάνσι Γκαρσία Γκαρσία

Είδος: Δράμα

Ημερομηνία Εξόδου: 13 Δεκεμβρίου 2018 (Netflix)

ROMA 2018 του Αλφόνσο Κουαρόν η καλύτερη ταινία του 2018 , από τις συγκλονιστικότερες του 21ου αιώνα | του Γιάννη Καραμπίτσου

Ρόμα (2018) του Αλφόνσο Κουαρόν | αναλυτική παρουσίαση, trailer, η γνώμη των κριτικών

Πάτρα : Σεμινάριο Ιστορίας και Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου “Κάντο όπως ο Μπέργκμαν”

Σύντομα θα ανακοινωθούν τα Σεμινάρια Κινηματογράφου του Σχολείου του Σινεμά της Αθήνας για το Έτος 2019.

roma

ΣΥΝΟΨΗ

Το πιο προσωπικό έργο έως τώρα του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη και συγγραφέα Αλφόνσο Κουαρόν («Gravity», «Τα παιδιά των Ανθρώπων», «Θέλω και τη Μαμά σου»), η ταινία «Ρόμα» ακολουθεί την Κλίο (Γιαλίτσα Απαρίσιο), μια νέα οικιακή βοηθό μιας οικογένειας στη Ρόμα, μια γειτονιά μεσαίας τάξης στην Πόλη του Μεξικού. Σε αυτήν την καλλιτεχνική επιστολή αγάπης προς τις γυναίκες που τον μεγάλωσαν, ο Κουαρόν αντλεί υλικό από την παιδική του ηλικία για να δημιουργήσει ένα ζωντανό και συναισθηματικό πορτρέτο της εσωτερικής διαμάχης και της κοινωνικής ιεραρχίας κατά τη διάρκεια της πολιτικής αναταραχής της δεκαετίας του 1970.

Roma (2018) on IMDb 8.4/10

SYNOPSIS En

A story that chronicles a year in the life of a middle-class family in Mexico City in the early 1970s.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Χώρα: Μεξικό

Γλώσσα: Ισπανικά

Διάρκεια: 135′

roma i gnomi ton kritikon

Ρόμα

Από Χρήστο Μήτση – 13/12/2018 [5/5]

Η μικρή και η μεγάλη ιστορία συναντιούνται στην τελευταία ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν, μια αυτοβιογραφική επιστροφή στις αρχές των ’70s. Αντλώντας από την παιδική του ηλικία, ο σκηνοθέτης, που με την ίδια ευαισθησία μπορεί να αφηγηθεί μοντέρνα παραμύθια («Ο Χάρι Πότερ και ο Αιχμάλωτος του Αζκαμπάν»), διαστημικές περιπέτειες («Gravity»), μελλοντολογικά θρίλερ («Τα Παιδιά των Ανθρώπων») και road movies ενηλικίωσης («Θέλω και τη Μαμά σου»), επιστρέφει στη συνοικία Ρόμα της Πόλης του Μεξικού το 1970 και στο σπίτι ενός γιατρού με τέσσερα παιδιά.

Εκεί και στην άκρη ενός διαδρόμου γυρίζει κάθε βράδυ για να κοιμηθεί η Κλεό μαζί με τη μαγείρισσα του σπιτιού Αντέλα, μια συγχωριανή της από τον Βορρά. Όλη την ημέρα προσέχει τα παιδιά, καθαρίζει το σπίτι, πλένει τα ρούχα και σερβίρει τα γεύματα, φροντίζοντας να κυλάει απρόσκοπτα και προβλέψιμα η καθημερινότητα μιας μεσοαστικής οικογένειας.

Το πρώτο και ακίνητο πλάνο του φιλμ δίνει τον τόνο: καθώς πέφτουν οι τίτλοι, παρατηρούμε από κοντά τα πλακάκια της εσωτερικής αυλής, τα οποία σε λίγο γεμίζουν με απόνερα και σαπουνάδα καθώς κάποιος καθαρίζει το χώρο (η Κλεό, από τα περιττώματα του σκύλου). Στην επιφάνεια του για λίγο ακίνητου νερού αντικατοπτρίζεται ένα αεροπλάνο που περνάει από τον ουρανό. Από τη βρομιά στην ονειρική φυγή και από τη γη στα σύννεφα, το «Ρόμα» διηγείται τη μικρή, συνηθισμένη ιστορία του τονίζοντας τις αντιθέσεις που την κινητοποιούν και μέσα στις οποίες είναι παγιδευμένη η ηρωίδα της (μαζί και μια οικογένεια και μια ολόκληρη χώρα).

Μια εργατική και μια μεσοαστική καθημερινότητα, μια «ιθαγενής» και μια «λευκή» τάξη πραγμάτων, στιγμιαίες, ασήμαντες «αμαρτίες» και μια φυσική καταστροφή (το φλερτ στην κυρία Σοφία και η φωτιά στο δάσος), οι υποσχέσεις της μεγάλης οθόνης και αυτές των αφελών, απλοϊκών ανθρώπων ή ο ψεύτικος και ο αληθινός πόλεμος (από τις πολεμικές ασκήσεις στη διαδήλωση και τη σφαγή του Κόρπους Κρίστι). Με μια εντυπωσιακή μεγαλοπρέπεια κι έναν πρωτόγνωρο λυρισμό, περίπλοκες συνθέσεις του κάδρου και μια αφτιασίδωτη καταγραφή της ωμής πραγματικότητας, ο Κουαρόν αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες της κινηματογραφικής αφήγησης, συνθέτοντας ένα απαράμιλλο κοινωνικό έπος.

Εναλλάσσει δεξιοτεχνικά travellings (η συγκλονιστική σκηνή στο μαιευτήριο) με εκφραστικότατα close ups, εκμεταλλεύεται δημιουργικά την αρχιτεκτονική των χώρων, δίνει στην αμεσότητα του ιταλικού νεορεαλισμού μια σύγχρονη, δυναμικότερη διάσταση και βάφει στους ονειρικούς τόνους ενός απαλού, στιλπνού γκρίζου (ο ίδιος στη διεύθυνση φωτογραφίας) τη νοσταλγική, πικρή, συγκινητική και περίτεχνη τοιχογραφία η οποία αποτυπώνει το τέλος μιας εποχής. Στο κέντρο της μια γυναίκα που κερδίζει την ενηλικίωσή της με βαρύ τίμημα, όπως άλλωστε μια οικογένεια και μια ολόκληρη χώρα.

https://www.athinorama.gr/

«ROMA»: Η ΤΕΛΕΙΟΤΗΣ ΑΛΛΑ ΚΙ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ «ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ»…. [5/5]

Παναγιώτης Τιμογιαννάκης

14 Δεκεμβρίου 2018

Το «ROMA» είναι η απόλυτη τελειότητα!! Κατά μία εκδοχή μπορεί να είναι κι η καλύτερη ταινία του ΑΛΦΟΝΣΟ ΚΟΥΑΡΟΝ, ενός σκηνοθέτη που βρίσκεται σε διαρκή και καλπάζουσα άνοδο κι ο οποίος έχει περάσει εδώ και χρόνια τα σύνορα του Μεξικό, της πατρίδας του, με έργα σαν τα «ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ» και κυρίως το «GRAVITY» που του είχε χαρίσει και το ΟΣΚΑΡ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ τα 2014.

Στο νέο φιλμ ξαναγυρίζει στην πατρίδα του, στις ρίζες του, στο Μεξικό και κάνει την προσωπική του καταβύθιση σε ένα έργο στο οποίο δεν είναι μόνο σκηνοθέτης και σεναριογράφος αλλά και διευθυντής φωτογραφίας και συν- μοντέρ κι η φωτογραφία με τη σκηνοθεσία κι ως ένα βαθμό με το μοντάζ, γίνονται σε αυτό το φιλμ ένα πράγμα, ενιαίο κι αδιαίρετο. Όχι μόνο οι μαυρόασπροι φωτισμοί αλλά κι η χρήση της κάμερας καθαυτής, που μεταβάλλεται σε σκηνοθεσία καθώς μέσα από αυτή τη χρήση κάνει επίδειξη (με την καλή έννοια!) δυνατοτήτων, ευρημάτων και λύσεων όπου προβάλει τόπο, προβάλει διαδρομή, προβάλει ακόμα και ντεκόρ εσωτερικών χώρων. Η χρήση των travelling δεν είναι επίδειξη, δεν είναι εκείνα τα ξέφρενα του εντυπωσιασμού που έκαναν ο Σκορσέζε ή κι ο Ορσον Γουέλες , είναι travelling «περιεχομένου» κι εναλλαγών, είναι απίθανη καταγραφή χώρου. To αυτό ισχύει και για τα εσωτερικά. Η εισαγωγή για παράδειγμα είναι ένα υπόδειγμα κινηματογράφου όπου μέσω της χρήσης της κάμερας επισημαίνεται και προωθείται η ιστορία, ένα σπίτι ακατάστατο, στη μέση μια υπηρέτρια που το καταλαβαίνουμε από τον τρόπο στησίματος ότι αυτή είναι υπηρέτρια κι ότι αυτή φέρνει γυροβολιά το σπίτι με τα πολλά δωμάτια, πριν ακόμα αρχίσουμε να γνωρίζουμε τους ενοίκους, ενώ η κάμερα στο γύρω- γύρω της δείχνει ποια δωμάτια έχουν μείνει ατακτοποίητα και ποιο έχει συγυριστεί ήδη κι αυτό είναι δουλειά της συγκεκριμένης υπηρέτριας.

Γνωρίζουμε την υπηρέτρια (περνάμε τώρα στο σενάριο δηλαδή), παίρνουμε πληροφορίες για την οικογένεια που ζει εκεί μέσα, λίγο λίγο, παίρνoυμε με τον ίδιο τρόπο πληροφορίες και για το background της υπηρέτριας, ο σεναριογράφος Κουαρόν μέσω του σκηνοθέτη Κουαρόν και με την μαγευτική ικανότητα του διευθυντή φωτογραφίας Κουαρόν αλλα και με το ρυθμό του συν-μοντέρ Κουαρόν μας ερεθίζει διαρκώς για το παρακάτω της ιστορίας, κάθε τόσο μας βάζει υποψίες για το τι μπορεί να συμβεί και κάθε τόσο μας κάνει να πέφτουμε έξω στους υπολογισμούς μας και στις προσδοκίες μας διότι όλο και κάπου αλλού μας το πηγαίνει κι εκεί που νομίζαμε ότι θα συμβεί το τάδε, έρχεται και συμβαίνει το δείνα, το οποίο δεν είναι πάντα ανατρεπτικό, είναι όμως κι έξω από αυτά που νομίζαμε και σίγουρα έχει ανατρέψει την θεωρία των κλισέ και των κανόνων, χωρίς όμως να τους έχει παραβιάσει, έχει φτιάξει δική του εκδοχή επί των υπαρχόντων κανόνων. Γι αυτό κι η ταινία παρά τη σχετικά μεγάλη της διάρκεια (135 λεπτά καθαρός χρόνος) ποτέ δεν σε κουράζει, διαρκώς σε κεντρίζει για το παρακάτω ενώ κάθε τόσο υπάρχουν μεγάλες σκηνές, δημιουργικής έμπνευσης, δραματικότητας, σκηνές που προβάλουν τόπο και χρόνο , σκηνές που σε γοητεύουν απίθανα με την έννοια κινηματογράφος, σκηνές με άποψη στο ντεκόρ και κυρίως στο τι σημαίνει σκηνοθεσία του ντεκόρ, σκηνές κι ολότητα αριστουργηματικού ήχου και το κομμάτι του ήχου σε ταινίες «περιφερειακών» κινηματογραφιών (βέβαια το να θεωρούμε τη μεξικανική κινηματογραφία ως «περιφερειακή» αποδεικνύεται στα τελευταία- κι όχι μόνο χρόνια μέγα λάθος αλλά το λέμε για να συνεννοηθούμε μεταξύ μας) δεν είναι κάτι που το συναντάμε συχνά. Εδώ μιλάμε πάντως και για μεγάλο ήχο ενώ δεν πρόκειται για τίποτε blockbuster. Υπάρχουν σκηνές ανθολογίας (η σκηνή της γέννας στο θάλαμο των «οδυνών» είναι από τις πιο συγκλονιστικές που έχω δει τόσο ως γράψιμο όσο κι ως θέση κάμερας για να πετύχει το συναίσθημα που επιθυμεί) καθώς κι άλλες πολλές.. Κι η ερασιτέχνης πρωταγωνίστρια, η υπηρέτρια η Μεξικάνα, παίζει με τρόπο πεπειραμένης ηθοποιού, προφανώς επίτευγμα του Κουαρόν είτε στη διδασκαλία είτε στο ένστικτο εντοπισμού της κι επιλογής της, γενικά μιλάμε για κάτι εξαιρετικό.

Υπάρχει, όμως, κι ένα «δια ταύτα». Ποιο είναι το «δια ταύτα» αυτού που παρακολουθήσαμε. Ποια είναι η μονολεκτική απάντηση στο ερώτημα «what’s the movie about?»» Εδώ κάνουμε στάση και (θα) περιμένουμε… Διότι για κάποιους σοβαρούς κινηματογραφιστές αυτό το ερώτημα μπορεί να είναι και καθοριστικό, για κάποιους άλλους επουσιώδες. Το ξεκαθάρισμα δηλαδή του «ποιο ακριβώς είναι το θέμα».

ΚΙ εδώ γίνονται δεκτές ΟΛΕΣ οι ενστάσεις, όλων των ειδών οι ενστάσεις που μπορεί να οδηγήσουν και σε πλήρη ανατροπή. Στα περί σεναρίου και κυρίως στα περί «θέματος».

https://pantimo.gr/

Ρόμα (Roma)

Ηρώ Εμμανουήλ 13 12 2018

Μετά το oσκαρικό Gravity του 2013 ο Αλφόνσο Κουαρόν επιστρέφει με μία αυτοβιογραφική ταινία που όπως αναμένεται, θα γίνει και αυτή οσκαρική.

Το νέο ασπρόμαυρο φίλμ του αποτελεί μια γλυκιά αναδρομή στη παιδική ηλικία του σπουδαίου σκηνοθέτη στη γενέτειρά του στο Μέξικο Σίτι.

Η ιστορία μας τοποθετεί χρονολογικά στο 1971, στο σπίτι μιας μεσοαστικής οικογένειας: οι γονείς στα πρόθυρα του χωρισμού, τον οποίον αποκρύπτουν από τα τέσσερα παιδιά τους, μια γιαγιά που παλεύει να φέρει τις ισορροπίες, και δύο υπηρέτριες που φροντίζουν για τα πάντα, τόσο για το σπίτι όσο και την οικογένεια. Η κάμερα επικεντρώνεται στην Cleo, την μία από τις δύο νεαρές κοπέλες που εργάζονται στο σπίτι. Η Cleo είναι από την επαρχία και σιωπηλά -σχεδόν αθόρυβα- την παρακολουθούμε να στηρίζει μια ολόκληρη οικογένεια, όχι μόνο υλικά αλλά και συναισθηματικά.

Η ταινία έχει απίστευτη δυναμική και αισθητική. Τα τοπία, οι ήρωες, η μουσική, η φωτογραφία συντελούν σε ένα γοητευτικό και σαγηνευτικό αποτέλεσμα που παρασύρει τον θεατή. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι η επιμονή του Κουαρόν να κινηματογραφεί απλές καθημερινές στιγμές, όπως για παράδειγμα είναι οι σκηνές που η Cleo σκουπίζει το πάτωμα ή πλένει τα πιάτα, χωρίς καθόλου να βιάζεται. Αφήνει την κάμερα να καταγράψει κάθε λεπτομέρεια σχεδόν με ανύπαρκτα cuts θα έλεγε κανείς.

Η ταινία του Κουαρόν έχει σίγουρα δραματικό και νοσταλγικό χαρακτήρα. Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχεται η οικογένεια (και η Cleo μέσα σε αυτούς) δίνουν έναν τραγικό τόνο στο φιλμ, ενώ ταυτόχρονα ο σκηνοθέτης σχολιάζει με άμεσο και λυρικό τρόπο τις πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις εκείνης της περιόδου.

Ο Κουαρόν επηρεασμένος αδιαμφισβήτητα από τις γυναίκες που τον μεγάλωσαν, επεδίωξε -και κατάφερε- να αποτίσει μέσω του φίλμ, φόρο τιμής στο παιδικό του περιβάλλον, στη γειτονιά του και στις γυναίκες που τον καθόρισαν. Το Roma συνεπώς αποτελεί μεταξύ άλλων και ύμνο στη γυναικεία φύση και δύναμη.

Παρά τη μεγάλη της διάρκεια η οπτικοακουστική εμπειρία που βιώνει ο θεατής είναι μοναδική και η συγκλονιστική φιλμογραφία του Κουαρόν συμπληρώνεται με το επικό Roma.

cinepivates.gr/

Η ζωή μέσα από τα μάτια μιας νέας οικιακής βοηθού μιας οικογένειας στη Ρόμα, γειτονιά μεσαίας τάξης στην Πόλη του Μεξικού, κατά τη διάρκεια της πολιτικής αναταραχής της δεκαετίας του 1970.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ 13.12.2018 [5/5]

Χρειάστηκε να ανακαλέσει μνήμες της παιδικής και νεανικής του ηλικίας, καθώς και να ανασυνθέσει κατά προσέγγιση σκηνές που συνέβησαν πριν από σαράντα και πλέον χρόνια, σκαλίζοντας το υποσυνείδητό του, για τις ανάγκες της πιο προσωπικής, εν πολλοίς αυτοβιογραφικής ταινίας του, Roma, που κέρδισε, διά χειρός Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, προέδρου της κριτικής επιτροπής, τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2018, είναι υποψήφια για Χρυσές Σφαίρες Σεναρίου, Σκηνοθεσίας και Ξενόγλωσσης Ταινίας και σίγουρα θα πρωταγωνιστήσει στα επερχόμενα Όσκαρ. Δεν είναι απαραίτητο για έναν μεγάλο σκηνοθέτη να αυτοβιογραφείται ο Χίτσκοκ και ο Κιούμπρικ δεν το έκαναν ποτέ, και ο Γουέλς, έμμεσα. Αλλά όποτε συμβαίνει αυτό, όπως με τον Φελίνι, και μάλιστα δύο φορές, με το Amarcord και το 8 1/2, τον Γούντι Άλεν με τον Νευρικό Εραστή και τις υπόλοιπες παραλλαγές του ψυχισμού του, τον Μπέργκμαν με το Φάνι και Αλέξανδρος ή με τον Τριφό στα 400 Χτυπήματα, και σίγουρα με τον Καθρέφτη στην κορυφή του είδους, η μεγάλη επιτυχία μεταμορφώνεται σε μικρό καλλιτεχνικό θαύμα. Με χρηματοδότηση του Netflix και επιλεγμένη κινηματογραφική διανομή σε όλο τον κόσμο, πρόκειται για μια κινηματογραφική επιστολή γεμάτη αγάπη και τρυφερότητα προς τις γυναίκες που τον μεγάλωσαν στη μεσοαστική συνοικία Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, τις υπηρέτριες και τις νταντάδες που με αυταπάρνηση και γενναιοδωρία, ταπεινά και αθόρυβα, προστάτεψαν και γαλούχησαν γενιές παιδιών. Μια κινηματογραφική επιστολή γεμάτη αγάπη και τρυφερότητα προς τις γυναίκες που τον μεγάλωσαν στη μεσοαστική συνοικία Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, τις υπηρέτριες και τις νταντάδες που με αυταπάρνηση και γενναιοδωρία, ταπεινά και αθόρυβα, προστάτεψαν και γαλούχησαν γενιές παιδιών. Παρακολουθώντας, παράλληλα, την προσπάθεια της μητέρας, της Σοφία, που προσπαθεί να κρατήσει κρυφή από τα τρία παιδιά της την ένταση στη σχέση με τον σύζυγο, με την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της βασικής καμαριέρας, της Κλεό, καθώς ο πατέρας του παιδιού, ένας απερίσκεπτος νέος που ασχολείται με τις πολεμικές τέχνες αρνείται να αναγνωρίσει τη «συμμετοχή» του, ο Κουαρόν παρεμβάλλει στο δράμα οικογενειακών ισορροπιών και διαπροσωπικών σχέσεων το πέρασμα της χώρας του σε μια καινούργια περίοδο, τις αναταραχές και τις διαδηλώσεις, όπως συμπίπτουν με τη μετάβαση των ηρώων στο τέλος της αθωότητάς του, κυριολεκτικά και συμβολικά. Για πρώτη φορά (με εξαίρεση τον Χάρι Πότερ), ο Μεξικανός σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να συνεργαστεί με τον Τσίβο, με τον οποίο είχαν ήδη προετοιμάσει όλες τις σκηνές. Με το έμπιστο τρίτο μάτι του στην κάμερα εκτός σχεδίου, ο Κουαρόν, αποφασισμένος να μην εμπιστευτεί ξενόγλωσσο οπερατέρ λόγω της αμεσότητας και των αποχρώσεων της γλώσσας και του ιδιώματος, δεν είχε άλλη επιλογή από το να προσλάβει… τον εαυτό του στην καίρια θέση. Άλλωστε, από την εποχή των μικρού μήκους ταινιών του τη δεκαετία του ’80 είχε σκληραγωγηθεί σε όλα τα πόστα, εκτελώντας χρέη μπούμαν, τεχνικού και μοντέρ. Χρησιμοποιώντας την τελευταία κάμερα Alexa, κατόρθωσε να φτιάξει ένα άνευ προηγουμένου μονοχρωματικό γκρίζο, στιλπνό και πηχτό, σχεδόν τρισδιάστατο, ονειρώδες και οπτικά υποβλητικό, ως βασικό πρωταγωνιστή της νοσταλγικής περιήγησής του στο παρελθόν, που απογειώνεται ανατρεπτικά και δυναμικά στην τρίτη πράξη της ταινίας. Με κομψά πανοραμικά πλάνα που καλύπτουν διαυγώς και αδιαλείπτως τον «πραγματικό χρόνο», που μονίμως αναζητά στις συνθέσεις του, ο άνθρωπος που στις δύο προηγούμενες ταινίες του, τα Παιδιά των Ανθρώπων και το Gravity, ατένισε εξεταστικά και κριτικά το μέλλον και το Διάστημα αντίστοιχα, ψάχνοντας τις κατάλληλες απαντήσεις στις ανησυχίες του, βρήκε καταφύγιο στη ζεστή αγκαλιά μιας όχι πάντα ανέφελης παλιότερης εποχής, δηλώνοντας απόλυτα ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα για πρώτη φορά στην καριέρα του. Ταυτόχρονα, και διόλου συμπτωματικά, υπογράφει την καλύτερη ταινία του, ένα μαεστρικό ποίημα ψηφιακού νεορεαλισμού.

Πηγή: www.lifo.gr

Ρόμα Roma Λήδα Γαλανού [5/5]

του Αλφόνσο Κουαρόν

ΚΡΙΤΙΚΗ 09 DEC

Το αριστούργημα του Αλφόνσο Κουαρόν, μια επιστολή αγάπης και μνήμης στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν και την ταραγμένη χώρα, μέσα και έξω από τους τοίχους του σπιτιού του. Χρυσός Λέοντας στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι η πρώτη ταινία παραγωγής Netflix που βγαίνει στις αίθουσες, μία μέρα πριν την πρεμιέρα της στη streaming πλατφόρμα.

Μετά το «Gravity» και τα Οσκαρ, ο (άλλος) σπουδαίος Μεξικανός αφιερώνει ένα αριστούργημα στο χρόνο, στις γυναίκες και στην πόλη του, γεμάτο από τις δικές του «ανοχύρωτες» αναμνήσεις.

Ενα δάπεδο από μεγάλες πλάκες: το νερό που το ξεπλένει έρχεται ορμητικό, χωρίς να βλέπουμε ούτε το πρόσωπο, ούτε τα χέρια που το ρίχνουν. Καθώς το νερό έρχεται και φεύγει, πάνω του καθρεφτίζεται, σε αντανάκλαση, ένα σπίτι, ένα μπαλκόνι, ένα κομμάτι ουρανού, ένα αεροπλάνο. Ερχεται και φεύγει. Ξανά.

Το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι μια ταινία ασπρόμαυρη κι αυτό το κείμενο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Οι αναμνήσεις του σκηνοθέτη από το Μέξικο Σίτι του ’71, από τη γειτονιά του που λεγόταν Ρόμα, αποτυπώνονται ως ανάμνηση, μ’ ένα απόλυτα εστέτ ύφος, σε μια νέα ερμηνεία του νεορεαλισμού. Ενα καινούριο σινεμασκόπ (ένα δικής του έμπνευσης 65mm), ψηφιακό και μοντέρνο. Χωρίς εντάσεις, χωρίς έντονα κοντράστ, με απαλό φως που όμως διαπερνά πρόσωπα και πράγματα. Είναι οι αναμνήσεις του κι οι γυναίκες που τις διαμόρφωσαν.

Σ’ ένα μεσοαστικό σπίτι τη «νέα» δεκαετία του ’70, η ζωή κυλά με τη φούρια της καθημερινότητας. Ο γιατρός μπαμπάς και η (με σπουδές βιοχημείας) οικοκυρά μαμά βιώνουν το χωρισμό τους, αλλά συγκαλυμμένα, μυστικά. Τα τέσσερα παιδιά και η γιαγιά αναπληρώνουν το θόρυβο, τις ταραχές και τα παιχνίδια. Ολα περνούν από τα χέρια κι από τα μάτια της Κλέο, της μιας από τις δυο υπηρέτριες του σπιτιού. Πιτσιρίκα κι η ίδια, στα πρόθυρα ενός αρραβώνα ίσως, φροντίζει για όλα και για όλους, παρηγορεί, αγκαλιάζει, φέρνει φαγητά, μαζεύει το τραπέζι και τα ρούχα, καθαρίζει, παρατηρεί. Κανείς δεν παρατηρεί την ίδια την Κλέο, παρά μόνο η κάμερα κι εμείς.

Για ώρα ο Κουαρόν ξεδιπλώνει την ταινία του υπερβολικά ήσυχα. Επίπεδα, ασήμαντα καθημερινά πράγματα σκεπάζουν μια ένταση που σιγά-σιγά, αδιόρατα αλλά καθηλωτικά, αυξάνεται με οικείες αφορμές. Η ετοιμόρροπη αυτοσυγκράτηση της Σοφία, της κυρίας του σπιτιού. Τα πείσματα των μικρών. Η αυλή που γεμίζει με τα κακά του σκύλου που δεν βγαίνει βόλτα: ποιος και πότε θα τα πατήσει; Κι ο φίλος της Κλέο, θα της δώσει ποτέ τη σημασία που αξίζει;

Για να συνδεθεί αυτή, η αδιόρατη, υπόγεια ένταση, σ’ ένα συναισθηματικό ποτάμι που θα οδηγήσει στο δεύτερο μέρος και στο φινάλε της ταινίας. Χωρίς υπερβολές, μόνο με αλήθεια. Για την αγαπημένη μεσοαστική τάξη που ποτέ δεν κοίταξε, πραγματικά, όσα συνέβαιναν γύρω της, πασχίζοντας να συντηρήσει τον τρόπο ζωής της χωρίς ανατροπές. Σαν το μεγάλο οικογενειακό αυτοκίνητο που, ξεκάθαρα, δεν χωρά να περάσει από την πόρτα του γκαράζ του σπιτιού και τραυματίζεται κάθε φορά, σε μια πεισματική προσπάθεια. Σαν τα αεροπλάνα που ταξιδεύουν στον ουρανό και κανείς, ποτέ, δεν αναρωτιέται πού πηγαίνουν. Σαν τις αφίσες στους δρόμους που φωνάζουν εναντίον του Ετσεβερία, που κανείς δεν τις προσέχει, λίγες μέρες πριν τη σφαγή του Κόρπους Κρίστι που η οικογένεια θα δει, φυσικά, από το παράθυρο.

Αυτό το σχεδόν σιωπηλό (και γι’ αυτό εκκωφαντικό) πολιτικό σχόλιο, ο Κουαρόν το στολίζει απολαυστικά, με μια εκπληκτική αναπαράσταση εποχής, όχι νοσταλγική, αλλά γεμάτη ζωντάνια. Χωρίς κατηγορώ, μόνο με μια παραδοχή της ταξικής αδικίας και μεγάλα αποθέματα αγάπης. Με ποπ αναφορές, από το soundtrack του «Jesus Christ, Super Star» που ακούει η οικογένεια στη γιορτή των Χριστουγέννων, μέχρι την «Ασύλληπτη Απόδραση» του Λουί ντε Φινές που παίζει το σινεμά, μέχρι τη χαριτωμένη, αυτοαναφορική (ας του την επιτρέψουμε, οριακά), σκηνή που τόσο θυμίζει τον… Τζορτζ Κλούνεϊ και το «Gravity».

Ταυτόχρονα, αυτή είναι μια ταινία – ωδή στη γυναικεία φύση, τη δύναμή της, την αντοχή και την προσαρμοστικότητά της. «Ό,τι και να σου πουν, εμείς οι γυναίκες είμαστε πάντα μόνες,» θα βάλει ο Κουαρόν τη μία ηρωίδα του να λέει στην άλλη. Και γι’ αυτό, για να τιμήσει την καθοριστική μοναξιά τους, τους χτίζει ένα περήφανο μνημείο μ’ αυτή την ταινία.

Οπως όλοι οι σπουδαίοι σκηνοθέτες, έτσι κι ο Κουαρόν κάνει πάντα την ίδια ταινία, ασχολείται με διαφορετικές περιβολές των ίδιων σκέψεων, για τη μοναξιά του ανθρώπου μέσα στο σύνολο, για τα προσωπικά όρια και πώς μπορεί κανείς να τα υπερβεί. Το ίδιο κάνει και στο «Ρόμα», αλλά, αυτή τη φορά, με μεγάλη αυτογνωσία, ειλικρίνεια και ηρεμία. Και μια συγκινητική υπενθύμιση, ότι δεν χρειάζεται να κοιτάς τα αεροπλάνα στην αντανάκλασή τους στο δάπεδο, μπορείς απλώς να κοιτάξεις ψηλά, στον ουρανό.

Το «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι η πρώτη ταινία παραγωγής Netflix που βγαίνει στις αίθουσες, μία μέρα πριν την πρεμιέρα της στη streaming πλατφόρμα.

flix.gr/

ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ: Στο μαγικό ρεαλισμό του Αλφόνσο Κουαρόν και του Σταύρου Τσιώλη

Δεκέμβριος 13, 2018

Στο μαγικό (και όχι μόνο) ρεαλισμό του Αλφόνσο Κουαρόν και του Σταύρου Τσιώλη

Του Νίνου Φένεκ Μικελίδη

**** 1/2- Ρόμα

Roma. Μεξικό/ΗΠΑ, 2018. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αλφόνσο Κουαρόν. Ηθοποιοί: Γιαλίτσα Απαρίθιο, Μαρίνα ντε Ταβίρα, Ντιέγκο Κορτίνα Αουτρέι. 135´

Τη συγκλονιστική εικόνα μιας περιόδου ταραχών στο Μεξικό, μέσα από παιδικές αναμνήσεις και τη ζωή μιας υπηρέτριας, μας δίνει στη βραβευμένη με το Χρυσό Λιοντάρι του φεστιβάλ Βενετίας και υποψήφια για 3 Χρυσές Σφαίρες ταινία του, «Ρόμα», ο βραβευμένος ήδη με Όσκαρ («Gravity») Μεξικανός σκηνοθέτης Αλφόνσο Κουαρόν. Πρόκειται για μια ιστορία τοποθετημένη στο Μεξικό στις αρχές της δεκαετίας του ’70, περίοδο που ο στρατός σκότωσε περισσότερα από 120 άτομα σε μια φοιτητική διαδήλωση. Τα γεγονότα καταγράφονται μέσα από την ιστορία της Κλεό, μιας υπηρέτριας που εργάζεται σε μια ξεπεσμένη μεγαλοαστική οικογένεια, φροντίζοντας βασικά τα παιδιά, σε ένα σπίτι που βρίσκεται στη συνοικία Ρόμα της πόλης του Μεξικού.

Ο Κουαρόν αντλεί από την παιδική του ηλικία και τη σχέση του με την παραμάνα του, για να περιγράψει, μέσα από εικαστικά έξοχες εικόνες (με τον ίδιο να αναλαμβάνει και τη διεύθυνση της φωτογραφίας), με χιούμορ και οξυδέρκεια τη ζωή της υπηρέτριάς του και της αστικής οικογένειας, άλλοτε παρακολουθώντας από κοντά τα πρόσωπα και άλλοτε καταγράφοντας τη γενικότερη κατάσταση στην υπό στρατιωτικό καθεστώς πόλη ανάμεσα στις πολλές αξέχαστες σκηνές του, γυρισμένες όλες σε μαυρόασπρο φιλμ (αναφορά στις ταινίες του ιταλικού νεορεαλισμού;), αναφέρω εκείνη με την έγκυο Κλεό να πηγαίνει στο χωριό της για να συναντήσει τον πατέρα του αγέννητου παιδιού της, ο οποίος ασκείται στις πολεμικές τέχνες, ή τη σκηνή της φωτιάς, με απόγειο τη σκηνή της σφαγής των φοιτητών από το στρατό τη μέρα του Corpus Christi, στο φινάλε της ταινίας.

Εκτός όμως από την όλη κοινωνικοπολιτική κατάσταση της τότε εποχής, ο Κουαρόν αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος της ταινίας του στην καταγραφή της διάλυσης της μεγαλοαστικής οικογένειας, ιδωμένης μέσα από τα μάτια της υπηρέτριας (με την μη επαγγελματία ηθοποιό Γιαλίτσα Απαρίσιο να ενσαρκώνει με ξεχωριστή δύναμη και ζεστασιά το ρόλο), αναπλάθοντας, ταυτόχρονα, την ατμόσφαιρα της παιδικής ηλικίας, μέσα από τις δικές του εμπειρίες, αντλώντας συχνά από ταινίες τόσο του Ταρκόφσκι όσο και του Φελίνι. Αποτέλεσμα, μια δυνατή, βαθιά ανθρώπινη, εντελώς προσωπική, βουτηγμένη σ’ ένα είδος μαγικού ρεαλισμού, ταινία, από την οποία δεν λείπει και ο φιλοσοφικός στοχασμός, ταινία τελικά συναρπαστική που σίγουρα θέλεις να ξαναδείς.

https://www.enetpress.gr/

Ο Χρυσός Λέοντας του φετινού Φεστιβάλ Βενετίας είναι μία αναγκαία υπενθύμιση πως η ιστορία μας και η Ιστορία συμβαδίζουν. Μαζί και μία από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Απολαύστε τη στην αίθουσα, εκεί που της αξίζει.

Από τον Πάνο Γκένα [4,5/5]

Οι τίτλοι αρχής της ταινίας πέφτουν σε ένα σταθερό πλάνο που καδράρει τα πλακάκια στο πάτωμα μιας αυλής. Ακούγεται ήχος νερού. Αν κλείσεις τα μάτια μπορείς να φανταστείς πως είναι κύματα της θάλασσας, αλλά όχι. Πρόκειται για βρώμικα απόνερα, αποτέλεσμα καθημερινής ρουτίνας της Κλεό καθώς καθαρίζει τον ακάλυπτο χώρο του σπιτιού στο οποίο εργάζεται ως οικονόμος. Σε λίγο ένα αεροπλάνο θα διασχίσει τον ουρανό και θα καθρεφτιστεί στα στάσιμα νερά. Και κάπως έτσι ο Αλφόνσο Κουαρόν ξεκινά το ταξίδι του «ROMA», ένα ταξίδι μνήμης και ιστορίας, την πιο προσωπική και φιλόδοξη ταινία του. Ίσως και την καλύτερη.

Δημιουργός που φανερώνει εγκάρδια με κάθε του ταινία πως κέντρο βάρους του κινηματογραφικού του σύμπαντος είναι ο άνθρωπος, ο Κουαρόν μετά τα «Παιδιά των Ανθρώπων» και τον οσκαρικό θρίαμβο του «Gravity», επιστρέφει στην πατρίδα του (17 χρόνια μετά το «Θέλω και τη Μαμά σου») με ένα δικό του σενάριο και θέμα μία μικροαστική οικογένεια στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Σ’ αυτό το τόσο προσωπικό ταξίδι αναλαμβάνει πλήρη έλεγχο: σκηνοθεσία, σενάριο, φωτογραφία και μοντάζ. Το κινηματογραφικό λεύκωμα του «ROMA» χωρά τις ασπρόμαυρες μνήμες του Κουαρόν με έναν τίτλο που παραπέμπει στην ομώνυμη γειτονιά που μεγάλωσε και ταυτόχρονα επισφραγίζει με το προσωνύμιο της «αιώνιας πόλης» κι ένα χρονογράφημα αναταραχών της Πόλης του Μεξικού, μιας πόλης «ρωμαϊκών» διαστάσεων στα μάτια του σκηνοθέτη. Σίγουρα και μιας πόλης επικών τραγωδιών.

Το σημαντικό με την φιλμογραφία του Κουαρόν είναι πως κάνει ταινίες που μας καθορίζουν και ως θεατές.

Ο Κουαρόν παρατηρεί στο «ROMA» τις προσωπικές, καθημερινές, ασήμαντες ή σημαίνουσες πράξεις μιας οικογένειας, αλλά και μιας κοινωνίας, στο μεταίχμιο αλλαγών. Στήνει ένα προσωπικό ημερολόγιο (αυτο)αναφορών (για παράδειγμα η προβολή του διαστημικού «Marooned» με τον Γκρέγκορι Πεκ στον κινηματογράφο, ταινία που του έδωσε έμπνευση για το «Gravity») και όπως ο κολλητός του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο στη «Μορφή του Νερού», αποτίει παράλληλα έναν φόρο τιμής στην έβδομη τέχνη στοχεύοντας σε μία αισθητική συγγένεια με τον ιταλικό νεορεαλισμό. Με το «ROMA» να θυμίζει στον τίτλο τη «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» του Ροσελίνι ή το «Mamma Roma» του Παζολίνι, ο Κουαρόν βρίσκει την κατάλληλη κινηματογραφική υφολογία για να διηγηθεί λιτά την ιστορία του και μαζί να συμπαρασύρει το θεατή.

Η πλοκή της ταινίας αφορά μία οικογένεια σε κρίση: τα ενεργητικά παιδιά, η δυσαρεστημένη μητέρα, ο απών πατέρας, η κουρασμένη γιαγιά. Μαζί τους η Αντέλα και η Κλεό, οι δυο οικονόμοι που φροντίζουν το σπίτι. Η Κλεό (θαυμάσια η πρωτοεμφανιζόμενη Γιαλίτζα Απαρίσιο), ο βασικός χαρακτήρας της ταινίας, θα αποδειχθεί και το συναισθηματικό κέντρο της, μία γυναίκα που θα ζήσει άμεσα/έμμεσα προσωπικές αλλαγές σε πλήρη αναλογία με τις κοινωνικές ανακατατάξεις της ιστορίας της πατρίδας της. Ο φακός καταγράφει με απέριττη ειλικρίνεια τα επεισόδια και καδράρει τις λεπτομέρειες με χιούμορ (για παράδειγμα η πρώτη σκηνή του πατέρα και η είσοδος του αυτοκινήτου του) ή με ανεπιτήδευτο δράμα (σε μία σκηνή συναισθηματικού σοκ, που καλύτερα να βιώσετε στην αίθουσα χωρίς spoilers).

Ταυτόχρονα ο καινοτόμος ηχητικός σχεδιασμός της ταινίας αντιπαραβάλλει το ομόρρυθμο ιστορικό πλαίσιο σε ένα βιωματικό, ηχητικό περιβάλλον μιας πόλης εν βρασμώ. Η μουσική μιας στρατιωτικής μουσικής μπάντας που παρελαύνει καθημερινά, οι πολύβουοι δρόμοι του κέντρου της πόλης, το «Jesus Christ Superstar» του Άντριου Λόιντ Γουέμπερ στο πικ-απ την παραμονή Χριστουγέννων και μαζί μια μανιασμένη πυρκαγιά, οι ήχοι των όπλων (και των κραυγών) στη Σφαγή του Corpus Christi τον Ιούνιο του 1971 ή τα μανιασμένα κύματα της θάλασσας, έτοιμα για μία ακόμη τραγωδία.

Το προσωπικά σημαντικό και το ιστορικό γεγονός συμβαδίζουν και το «ROMA» τοποθετεί τον θεατή στα βήματα της μάρτυρας Κλεό. Φωτιά, γη, νερό και αέρας, τα στοιχεία της φύσης που ο Κουαρόν χρησιμοποιεί συχνά στην ολότητά τους για να υποδείξει την αναγέννηση (η «βαρύτητά» τους είναι προφανής ειδικά στο «Gravity») θα δημιουργήσουν νέα ζωή, θα διαμορφώσουν μία νέα περιπέτεια, κι ένα ακόμη αεροπλάνο-σύμβολο διαφυγής θα πετάξει στον ουρανό.

Σκηνοθέτης μεγάλων προσδοκιών, μαγικός παραμυθάς που ξορκίζει τους δαίμονες της ενηλικίωσης, τεχνικά πρωτοπόρος, αισθητικά αψεγάδιαστος και ουμανιστής με βαρύτητα, ο Αλφόνσο Κουαρόν κέρδισε με το «ROMA» τον Χρυσό Λέοντα του φετινού φεστιβάλ Βενετίας. «Υπάρχουν ιστορικές περίοδοι που σημαδεύουν κοινωνίες και στιγμές στη ζωή που μας μεταμορφώνουν ως άτομα» είχε δηλώσει λίγο πριν την πρεμιέρα. Το σημαντικό με την φιλμογραφία του Κουαρόν είναι πως κάνει ταινίες που μας καθορίζουν και ως θεατές.

www.cinemagazine.gr/

«Roma» του Alfonso Cuarón

Συγκλονιστικός κινηματογράφος & αυτοβιογραφική πολιτική τοποθέτηση

Χρήστος Σκυλλάκος | 14/12/2018

Πολύ ενδιαφέρον πράγματι ένας καλλιτέχνης να κάνει ένα έργο αυτοβιογραφικό. Ως πηγή έμπνευσης και ως αναφορά να είναι η παιδική του ηλικία. Αλλά πρωτίστως θα πρέπει αυτή να έχει κάποιο ενδιαφέρον και να μην αναλώνεται σε κούκλες και στρατιωτάκια. Έχει πραγματικά ενδιαφέρον λοιπόν όταν ένας καλλιτέχνης εξακριβώνει αυτό που τον καθόρισε και ακόμα πιο ουσιώδες όταν του δίνει γενικευμένη κοινωνική σημασία. Τότε ξεπερνιέται η έννοια του αυτοβιογραφικού και μετατρέπεται σε προσωπική απεύθυνση στον καθένα μας. Ο καλλιτέχνης καθώς τις προσωπικές στιγμές κατά την ενηλικίωση του τις ταυτίζει με μια ολόκληρη εποχή, με την κοινωνική κατάσταση του λαού του, τον πόνο ενός ολόκληρου έθνους και την θέση του στην ιστορία, τότε δημιουργεί και αξιώνει έργο. Και όταν γνωρίζει να χρησιμοποιεί την αισθητική παραδοσιακά και πρωτοπόρα ταυτόχρονα τότε δημιουργεί σημαντικό καλλιτεχνικό έργο. Ο σημαντικός λοιπόν και για τους παραπάνω πλέον λόγους- μεξικάνος δημιουργός Alfonso Cuarón δίνει στο κοινό την προσωπική του ιστορία όχι για να την γνωρίσουμε ως έχει αλλά γιατί εκτιμάει ότι πρέπει να δηλώσει πως αυτό που τον μεγάλωσε και τον διαπαιδαγώγησε δεν ήταν γενικά και αόριστα η οικογένεια αλλά μια ολόκληρη εποχή: μια εποχή ταυτισμένη και ερμηνευμένη μέσα από την πραγματική θαλπωρή της αγκαλιάς μιας φτωχής ιθαγενής και τις λαϊκές αξίες που του πέρασε, αφομοίωσε και κουβαλάει έκτοτε.

Όταν βλέπουμε και είναι η κάμερα που μας αναγκάζει να βλέπουμε σαν το απορημένο και ζεστό ταυτόχρονα βλέμμα ενός παιδιού- την Κλεό νταντά, την Κλεό καθαρίστρια, την Κλεό υπηρέτρια, όταν βλέπουμε την Κλεό να κρατάει «φυλακισμένο» το σκυλί πίσω από τοίχους και να καθαρίζει τα περιττώματα του «φυλακισμένο» όπως και τα παιδιά, όπως και την αστική περιουσία την ίδια ενώ ο κόσμος φλέγεται-, όταν βλέπουμε την Κλεό να κάνει τα πάντα, να μπορεί να υλοποιήσει τα πάντα, όταν η Κλεό είναι πραγματικά μητέρα όλων των παιδιών και αδελφή όλων των ενηλίκων, όταν μπορεί και σηκώνει όλο τον κόσμο στις πλάτες της και παρόλα αυτά η ίδια στα χέρια της δεν δύναται να έχει τίποτα, μήτε το μωράκι της να την κοιτάζει με τα ζωντανά ματάκια του, τότε συνοψίζουμε όλη την μεξικάνικη και όχι μόνο- κοινωνία μέσα από τον θεσμό του εγκλωβισμού και της καταπίεσης. Μέσα από τους τοίχους ενός σπιτιού. Στη τελική μέσα από τον πιο θλιπτικό μικρόκοσμο: επιβεβαιώνουμε συγκλονισμένοι πως οι Ιθαγενείς και οι φτωχοί εργαζόμενοι είναι το θεμέλιο και το περιθώριο ταυτόχρονα της κοινωνίας καθώς δίχως αυτούς ούτε ένα αμάξι δεν μπορεί να παρκαριστεί σωστά.

Η Κλεό έχει μόνο καθήκοντα. Καθήκοντα να στηρίζει την ευδαιμονία μιας μεσοαστικής οικογένειας που μόνη της δεν μπορεί να καταφέρει τίποτα. Ζει και αυτή το δράμα της, πράγματι. Αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με της Κλεό που δεν χαμογελάει σχεδόν ποτέ. Που δεν της δίνεται η δυνατότητα σε τίποτε το ανθρώπινο. Που το χαμόγελο δεν νοείται να υπάρξει καθώς κάθε στιγμή που πάει να αδράξει την απλότητα του να είναι ζωντανή κι όχι δούλα- κάτι την διακόπτει: ένας σεισμός, μια πυρκαγιά, η δολοφονία εκατοντάδων διαδηλωτών φοιτητών από την αστυνομία. Βλέποντας τον πατέρα του αγέννητου παιδιού της με ένα όπλο στο χέρι να είναι ένας παρακρατικός τραμπούκος.

Η αυτοβιογραφία του Cuarón αποτελεί μια σύγχρονη πολιτική τοποθέτηση. Τοποθέτηση σπάνια. Αργόσυρτη και συστηματική. Δίχως σαφείς αντιθέσεις και απλοποιήσεις. Μια τοποθέτηση που συνοψίζεται στην αφίσα της ταινίας και σε μια από τις πιο υπέροχες σκηνές της: Χέρια που αγκαλιάζουν την Κλεό στην παραλία που ενώ πάλι έκανε το καθήκον της να διαφυλάξει τα παιδιά- σπαράζει από πόνο και ενοχή που δεν δικαιούται στο σύστημα αυτό να έχει μήτε μια στιγμή ευτυχίας. Η προστασία των παιδιών προς την Κλεό είναι μια αναγνώριση του ρόλου της, μια στιγμή ανταπόδοσης και μια απόδοση ευθύνης προς το κοινό: να αναγνωρίζουμε τι είναι αυτό που πραγματικά στηρίζει την ζωή. Η αγκαλιά των παιδιών στην Κλεό είναι μια πράξη ενάντια στην ηθική, σωματική και ιδεολογική κακοποίηση της γυναίκας.

Ο νέος νεορεαλισμός είναι ζωντανός για άλλη μια φορά. Και είναι νέος γιατί καινοτομεί σε όλη την κινηματογραφική του αντίληψη. Εικαστικά δίχως το ασπρόμαυρο να είναι τρικ αξίωσης καλλιτεχνικότητας όπως το στερεότυπο «Cold war» απέδειξε- με σαφείς αναφορές στην δύναμη του παλιού κινηματογράφου και με πλάνα στερέωσης χαρακτήρα και νοήματος. Ηχητικά όπου ο ήχος παίζει συγκεκριμένο ρόλο στην αφήγηση και την νοηματοδότηση. Ο μη υποτιτλισμός της γλώσσας των Ιθαγενών: οι μόνες στιγμές που οι ιθαγενείς μιλάνε ελεύθερα και εμείς οι δυτικοί δεν δικαιούμαστε να τους το απαγορέψουμε κι αυτό- είναι στοιχείο αντιαποικιοκρατικό.

Το «Ρόμα» είναι μια ολική αναφορά. Μια αναφορά στο σινεμά. Μια αναφορά στην υπό διάλυση μεσοαστική οικογένεια. Μια αναφορά στο Μεξικό του 1970. Μια αναφορά στην καταστολή του λαϊκού κινήματος. Μια αναφορά στο πραγματικό Μεξικό. Το «Ρόμα» είναι ένα μεγάλο ευχαριστώ του δημιουργού και παρομοίως δικό μας ως κοινό- στους ανθρώπους του, στο Μεξικό γυναίκα. Το θεμέλιο του Μεξικού είναι η γυναίκα. Και συγκεκριμένα η γυναίκα ιθαγενής που ούτε καν την γλώσσα της είναι επιτρεπτό να μιλήσει. «Γιατί η γυναίκα είναι πάντα μόνη, ό,τι και να πουν» όπως λέει σε μια σκηνή. Που η μόνη διέξοδος της είναι αυτή του πρώτου πλάνου: μια αντανάκλαση ενός παραθύρου προς τον ουρανό μέσα από τα νερά του σφουγγαρίσματος. Η συγκεκριμένη ταινία θέτει μόνιμα πλέον για τον ίδιο τον δημιουργό καθώς φυσικά και για το σύνολο του κινηματογράφου- υψηλά στάνταρ. Και δεν μιλάμε μόνο για στάνταρ αισθητικής αρτιότητας. Όσο ιδεολογικής.

Μιλάμε για τον Alfonso Cuarón. Το πρώτο μεξικάνο οσκαρικό σκηνοθέτη (για το «Gravity»). Και αυτό έχει την πρόσθετη σημασία του. Γιατί αν και βραβευμένος από το αμερικάνικο βιομηχανικό σύμπλεγμα του σινεμά, παραμένει αυθεντικός κινηματογραφιστής: όπως χρηματοδοτεί ανεξάρτητους σκηνοθέτες της πατρίδας του στα πρώτα τους βήματα έτσι γνωρίζει και τολμάει να κινηματογραφεί σεναριογράφος, σκηνοθέτης, διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ στην συγκεκριμένη- την ηθική αξιοπρέπεια του εργαζόμενου, του ιθαγενή, του ξεπεσμού της μεσοαστικής τάξης και μιας πολιτικής διαδήλωσης που το 2018 ίσως να μοιάζει σαν εικόνα από την ιστορία. Κι όμως είναι το σήμερα. Γιατί η ταινία είναι γυρισμένη για το σήμερα.

Το «Ρόμα» είναι συγκλονιστική ταινία αισθητικά, συναισθηματικά, νοητικά. Είναι μια πολιτική τοποθέτηση μέσα από την δύναμη και την αυθεντικότητα της τέχνης του κινηματογράφου.

www.toperiodiko.gr/

Ιάκωβος Γωγάκης

1. Ρόμα ( 4/5)

Το νέο και αθόρυβο δημιούργημα του μεξικανού σκηνοθέτη Αλφόνσο Κουαρόν( ο Κουαρόν είναι βραβευμένος με το Όσκαρ Σκηνοθεσίας το 2014 για το έργο επιστημονικής φαντασίας “Gravity”), είναι ικανό να φτάσει μέχρι το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, μετά τη δίκαιη βράβευση το καλοκαίρι, με το Χρυσό Λέοντα της Βενετίας.

Το ” Ρόμα”, ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο μας έχει παρουσιάσει τα προηγούμενα χρόνια, επιστρέφοντας στις ρίζες του, δεκαεπτά έτη μετά την παγκόσμια επιτυχία(που δημιούργησε με τον αδερφό του), το “ Θέλω και τη Μαμά σου”.

Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, σε μια από τις πιο ταραχώδεις περιόδους στην ιστορία της χώρας του, με τον αποκαλούμενο βρόμικο πόλεμο, να βρίσκεται στο απόγειο του και τους φοιτητές να ξεσηκώνονται κατά της αμερικανόφερτης κυβέρνησης.

Την πολιτική αστάθεια τη διατηρεί πάντα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της ταινίας, αλλά δεν την μετατρέπει σε κεντρικό θέμα του.

Το έργο ξεκινάει με ένα μονόλεπτο σταθερό πλάνο, μέσα σε μια μπανιέρα, πάνω από ένα βουλωμένο σιφόνι, φέρνοντας αμυδρά στο μυαλό μας, την έναρξη της ταινίας “Beautiful”, του συμπατριώτη του Αλεχάντρο Ινιαρίτου. Στο έργο, οι διάφορες “μορφές του νερού”, ξεχωρίζουν και λειτουργούν μεταφορικά.

Βρισκόμαστε στο φτωχικό σπίτι της Κλίο, η οποία είναι οικιακή βοηθός μιας μεσοαστικής οικογένειας , που διαμένει στην περιοχή Ρόμα.

Η προσωπική ηρεμία της ηρωίδας, θα διαταραχθεί από μια απρόβλεπτη εγκυμοσύνη, με τον νεαρό αυτουργό, αστραπιαία να εξαφανίζεται. Ταυτόχρονα, η οικογενειακή γαλήνη της εύπορης οικογένειας διαταράσσεται , από τις προστριβές, ανάμεσα στους γονείς.

Ο Αλφόνσο Κουαρόν, αλλάζει τα ονόματα και μερικώς τις καταστάσεις, για να παρουσιάσει το δικό του οικογενειακό γίγνεσθαι.

Τον εαυτό του -ως παιδί- δεν τον αυτοπροβάλλει, παρότι οι αναφορές για την αγάπη του προς την 7η τέχνη είναι κατατοπιστικότατες.

Ενώ παρουσιάζει πολλά πρόσωπα και παράλληλα συμβάντα, θα τα ενώσει με μαεστρία, σε μια ιστορία δύο και πλέον ωρών, με ελάχιστα περιττά σημεία.

Υπάρχουν στιγμές που κλείνει το μάτι στα κινηματογραφικά ρεύματα του παρελθόντος “ Σινεμά Nuovo και Ιταλικός Νεορεαλισμός”, με τον τρόπο που παρουσίασε τους ήρωες του, ενώ η αίσθηση αυτή τροφοδοτείται και από την ασπρόμαυρη εικόνα.

Ο Αλφόνσο Κουαρόν, μας μιλάει για την αδελφοσύνη, την συλλογικότητα και για μια μεξικάνικη κοινωνία, όπου οι κοινωνικές τάξεις, είναι ασήμαντες μπροστά στις ανθρώπινες τραγωδίες, ίδιες και για τους φτωχούς ίδιες και για τους πλούσιους. Στο έργο,τις κοινωνικές τάξεις τις ξαποστέλνουν οι γυναίκες και τα παιδιά. Αυτό το γεγονός, κάνει την ταινία ακόμα πιο σημαντική.

Children of Women, παραλλάσσοντας τον τίτλο μιας παλαιότερης του, το ” Children of Men”.

Το έργο ανήκει στην τηλεοπτική πλατφόρμα ” Netflix” και σε περίπτωση που΄το έργο βραβευθεί με Όσκαρ, θα είναι η πρώτη φορά , όπου θα συμβεί κάτι τέτοιο.

https://screeneye.gr/

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΑΚΗΣ ΛΑΚΤΑΡΙΔΗΣ laktaridis@doctv.gr 13 Δεκεμβρίου 2018 ΡOMA:

Το πιο προσωπικό έργο έως τώρα του βραβευμένου με Όσκαρ Μεξικανού σκηνοθέτη Αλφόνσο Κουαρόν (Gravity, Τα παιδιά των Ανθρώπων, Θέλω και τη Μαμά σου), η Ρόμα, ακολουθεί την Κλέο, μια νέα οικιακή βοηθό μιας οικογένειας στη Ρόμα, μια γειτονιά μεσαίας τάξης στην Πόλη του Μεξικού. Μέσα από το βλέμμα της, ο θεατής παρακολουθεί τη φαινομενικά ασήμαντη καθημερινότητα που διαμορφώνει τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά μιας κοινωνικής τάξης, η οποία προσπαθώντας να διατηρήσει το status quo και τα κεκτημένα της, δεν πρόσεξε ποτέ πραγματικά, τα κοσμοϊστορικά, κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που συνέβαιναν γύρω της. Σε αυτήν την καλλιτεχνική επιστολή αγάπης προς τις γυναίκες που τον μεγάλωσαν, ο Κουαρόν αντλεί υλικό από την παιδική του ηλικία για να δημιουργήσει ένα ζωντανό, ποιητικό, εικαστικό πορτρέτο της εσωτερικής διαμάχης και της κοινωνικής ιεραρχίας κατά τη διάρκεια της πολιτικής αναταραχής της δεκαετίας του 1970, υιοθετώντας ένα μεταμοντέρνο νεορεαλιστικό ύφος, στο οποίο, παρά του ότι όλα μοιάζουν να βρίσκονται υπό τον απόλυτο έλεγχο και της παραμικρής λεπτομέρειας, αναδύει κύματα συγκίνησης, συναισθηματικής, αλλά και κινηματογραφικής. Χρυσός Λέοντας Καλύτερης Ταινίας στη Βενετία και εν αναμονή των Όσκαρ, 3 υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες, Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου. [Πηγή: www.doctv.gr]

Ρόμα (Roma) (****) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΪΜΑΚΗΣ

Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν

Πρωταγωνιστούν: Γιαλίτζα Απαρίθιο, Μαρίνα ντε Ταβίρα

1970. Σ’ ένα μεσοαστικό σπίτι στην περιοχή Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, η καθημερινή ρουτίνα μιας οικογένειας κυλά με τις αναμενόμενες μικροεντάσεις, την μονότονη επανάληψη αλλά και τα σποραδικά διαλείμματα που χαρίζουν στη ζωή των μελών της φαμίλιας (εκτός του γιατρού πατέρα και της νοικοκυράς αλλά με σπουδές βιοχημείας- μητέρας, τα τέσσερα παιδιά και τη γιαγιά κάτω από την ίδια στέγη «φιλοξενούνται» και οι δύο ιθαγενείς οικιακές βοηθοί) τη γοητεία του απρόβλεπτου καθώς και του εφήμερου.

Διαβάζοντας όλες αυτές τις λίστες των best of των φιλμ της χρονιάς, που κοσμεί με την λάμψη του το προσωπικό δημιούργημα του Κουαρόν (σε πολλές μάλιστα είναι το νο 1 φιλμ για το 2018) πολύ λογικά θα αναρωτηθεί ο θεατής: είναι όντως τόσο σημαντικό το «Roma»; Και αν ναι, τι είναι εκείνο που το κάνει τόσο ξεχωριστό; Η απάντηση μπορεί μεν να δοθεί μέσω της κριτικής αλλά και πάλι αυτή δεν αρκεί για να αποδώσει στην ολότητα της την αξία του έργου ζωής του Κουαρόν. Η απλότητα της γραφής, η αμεσότητα του προσωπικού ίχνους, το εξομολογητικό άγγιγμα και κυρίως η εντυπωσιακή πιστή αναπαράσταση ενός κόσμου που σε πρώτη ματιά μοιάζει ολοκληρωτικά ξεχασμένος (αλλά με μια δεύτερη σκέψη καταλαβαίνεις ότι κάποια σκοτεινά σημεία του, ειδικά στις συγκρούσεις των φοιτητών με την αστυνομία και κάποιους παρακρατικούς, παραμένει απόλυτα ζωντανός) καθιστούν το «Roma» ένα έργο μεγάλης πνοής και υψηλού ανθρωπισμού. Ο μεξικανός δημιουργός των «Πόλη των ανθρώπων» και «Gravity» επιστρέφει στη γενέτειρα του και την δεξαμενή της παιδικής του ηλικίας για να προβεί σε μια έντιμη, ακριβοδίκαιη, τρυφερή και εξομολογητική ταινία. Ο λόγος δεν είναι για να δημιουργήσει απλώς το πορτρέτο μιας εποχής και μιας οικογένειας, όπου το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο αλληλοσυμπληρώνεται με το προσωπικό στοιχείο. Κυρίως ο Κουαρόν βάζει σε σειρά τα συναισθήματα, τα τραγικά συμβάντα, τους κρίσιμους σταθμούς που βίωσε στη ζωή του στη διάρκεια ενός έτους, για να μιλήσει για ένα «ξένο» μέλος της οικογένειας του. Παρότι παλεύει να επιτύχει την πολυπόθητη σκηνοθετική απόσταση από τα γεγονότα, η ταινία γίνεται τρομερά συγκινητική και τρυφερή, όταν η κάμερα του χαϊδεύει το πρόσωπο της Κλέο, της υπηρέτριας του σπιτιού. Το κλείσιμο κάποιων παλιών λογαριασμών έχουν την αίσθηση της αποκατάστασης παλιών αδικιών, την ώρα που ο Κουαρόν μας ανοίγει την πόρτα των προσωπικών αναμνήσεων. Η κατανόηση των γονιών του (ο επεισοδιακός χωρισμός τους και ο καθοριστικός ρόλος της μητέρας), η επιρροή του σινεμά και του Διαστήματος στη δική του πορεία, οι ακαθαρσίες τουpanow σκύλου ως ιλαροτραγικό σύμβολο, οι απαλές χειρονομίες της Κλέο και το αφοπλιστικό βλέμμα της, η αδιόρατη καταιγίδα που ξεσπάει μετά από κάθε γαλήνια σκηνή, το μεγάλο αυτοκίνητο που φέρνει τις βαθιές ρωγμές της οικογένειας, το μεστό πολιτικό σχόλιο για το καθεστώς Ετσεβερία και την ταξική πάλη κλπ. Είναι τόσα πολλά αυτά που έχει βάλει στο προσωπικό του άλμπουμ ο Κουαρόν που δεν μπορούμε να τα απαριθμήσουμε όλα. Στο δικό του «8μιση» όμως η Ρώμη εκτός από ανοχύρωτη στις αναμνήσεις της είναι και απέραντα ειλικρινής, συμπονετική και συγκινητική. Κυρίως απέναντι στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν. Κυρίως απέναντι στην αδικημένη Κλέο… www.athensvoice.gr

Ένας χρόνος στη ζωή μιας μεσοαστικής οικογένειας στο Μέξικο Σίτι του 1970, το προσωπικό και το πολιτικό, το φευγαλέο και το ιστορικό, το ανάλαφρο και το ασήκωτο σε μια μοναδικά κινηματογραφημένη ελεγεία.

Πέντε χρόνια μετά το οσκαρικό του «Gravity», o 56χρονος μεξικανός σκηνοθέτης επιστρέφει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στις ρίζες του. Και μεγαλουργεί υποδόρια, σχεδόν ανεπαίσθητα, όπως κυλάει συνήθως η ζωή… Αναλαμβάνει ο ίδιος την (κα-τα-πλη-κτι-κή) ασπρόμαυρη διεύθυνση φωτογραφίας, βάζει μια ερασιτέχνη ηθοποιό από τη φυλή Μιξτέκο στο κέντρο της ιστορίας του, και καταδύεται στις αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια στην συνοικία Κολόνια Ρόμα της μεξικανικής πρωτεύουσας. Παρακολουθούμε μια μεσοαστική οικογένεια μεταξύ 1970-71. Ο γιατρός Αντόνιο (Φερνάντο Γκρεδιάγα), η οικουρούσα σύζυγος, Σοφία (δε Ταβίρα, καλή) και τέσσερα μικρά φασαριόζικα παιδιά (Αούτρεϊ, Περάλτα, Γκραφ και Ντεμέσα). Κυρίως, όμως, παρακολουθούμε την καθημερινότητα της Κλέο (η ερασιτέχνης Απαρίσιο, εξαιρετική), της αγράμματης, καλόβολης και πειθήνιας εσωτερικής οικιακής βοηθού, που μαζί με την επίσης Μιξτέκο, Αντέλα (Γκαρσία, καλή), φροντίζουν το σπίτι, τα παιδιά, τον σκύλο που, παρκαρισμένος στην είσοδο-γκαράζ του σπιτιού, λερώνει διαρκώς με τα κακά του η υπέροχη σεκάνς των τίτλων έναρξης ακριβώς εκεί επικεντρώνεται: στο σαπουνόνερο που πέφτει πάνω στα ασπρόμαυρα πλακάκια της εισόδου, ξανά και ξανά, μέχρι που στη λιμνούλα που σχηματίζεται καθρεφτίζεται ένα αεροπλάνο που πετάει… Ζωή ατόφια, από το αμελητέο έως το… ουράνιο.

Μέσα στο σκάρτο 12μηνο που «διαρκεί» η ταινία, θα συμβούν πολλά στις ζωές των ηρώων, όπως πάντα συμβαίνουν στις ζωές των ανθρώπων. Συζυγικά αδιέξοδα, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, καυγάδες και σιωπές, μια πυρκαγιά στο δάσος παραμονή Πρωτοχρονιάς (πανέμορφη σκηνή), τα κακά του σκύλου, οι καληνύχτες των παιδιών, μια παρ’ ολίγο τραγωδία στην παραλία της Βερακρούθ, αλλαγές και ακινησία… Και κάθε τόσο, απροειδοποίητα και απαλά, έτσι όπως κυλάει και η κάμερα του Κουαρόν, στο πλάνο μπαίνουν κοινωνικοπολιτικά γεγονότα η σφαγή των φοιτητών στο Κόρπους Κρίστι, διαδηλώσεις στον απόηχο του μεξικανικού Μουντιάλ του ’70… Είναι πέραν περιγραφής το πώς ο Κουαρόν καταφέρνει να κάνει ακόμη και το σιχτιρισμένο παρκάρισμα του οικογενειακού αυτοκινήτου στο θεόστενο γκαράζ μια σημαίνουσα εύγλωττη πινελιά από τη ζωή και την ψυχή αυτών των ανθρώπων. Το πώς συνδυάζει το κατεπείγον της στιγμής με την ηρεμία της μακροσκοπικής θεώρησης το συνταρακτικό γκροπλάν με το καθησυχαστικό γενικό πλάνο το ατομικό με το βαθιά πολιτικό εξάλλου, το ότι στο κέντρο της ιστορίας τοποθετείται η «ανύπαρκτη» Κλέο συνιστά από μόνο του πολιτική δήλωση. Κι όλο αυτό το προσεκτικά διαλεγμένο υλικό του που πραγματικά «μυρίζει» σέβεντις μες στη διαχρονικότητά τουο Κουαρόν το προσεγγίζει με τολστοϊκή διαύγεια και ηρεμία. Στο «Ρόμα» δεν συμβαίνει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την ίδια τη ζωή.

Τατιάνα Καποδίστρια https://tospirto.net/

Cinema • Α΄Προβολή με τον Τάσο Ντερτιλή

Roma

Τα παιδικά χρόνια του μεγάλου Μεξικανού δημιουργού Αλφόνσο Κουαρόν έρχονται με το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ Βενετίας για την καλύτερη μέχρι σήμερα παραγωγή της πλατφόρμας Netflix

Παραγωγή: Μεξικό/ΗΠΑ – 2018

Διάρκεια: 135 λεπτά

Είδος: Δράμα

Βαθμολογία: * * * * ½

Σκηνοθεσία: Alfonso Cuarón

Πρωταγωνιστούν: Yalitza Aparicio, Marina de Tavira, Diego Cortina Autrey, Carlos Peralta, Marco Graf. Daniela Demesa, Nancy Garcia Garcia, Veronica Garcia, Andy Cortes, Fernando Grediaga και ο Jorge Antonio Guerrero.

Υπόθεση: Αρχές της δεκαετίας του 70. Η καθημερινή ζωή μιας νεαρής οικιακής βοηθού, ιθαγενούς καταγωγής, που δουλεύει για μια μεσοαστική οικογένεια στη γειτονιά Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, διαταράσσεται όταν εμφανίζεται ο έρωτας στο πρόσωπο ενός νεαρού συγχωριανού της. Παράλληλα διαταράσσεται και η ζωή της οικογένειας όταν ο σύζυγος και επιτυχημένος γιατρός εγκαταλείπει το σπίτι του. Στο βάθος η ταραγμένη πολιτικά χώρα συνταράσσεται από φοιτητικές διαδηλώσεις και στρατιωτική βία.

Η πιο προσωπική δουλειά του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη και σεναριογράφου Αλφόνσο Κουαρόν (εδώ και διευθυντή φωτογραφίας και συμπαραγωγού και μοντέρ!) είναι ένας ασπρόμαυρος φόρος τιμής και αγάπης στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν. Εμπνευσμένος από τις παιδικές του αναμνήσεις ο Κουαρόν συνθέτει μια μεγαλοπρεπή saga κοινωνικού ρεαλισμού με επίκεντρο τη ζωή μιας ιθαγενούς υπηρέτριας και μιας μεσοαστικής οικογένειας της Πόλης του Μεξικού με όλες τις ταξικές, εθνοτικές και φυλετικές διακρίσεις που χαρακτήριζαν την δομή της κοινωνίας της πατρίδας του στη δεκαετία του 70. Αφηγηματική μεγαλοπρέπεια, ιδεολογική οξυδέρκεια αλλά και μια αίσθηση πικρής νοσταλγίας χαρακτηρίζουν αυτή την λεπτοϋφασμένη και βαθιά συναισθηματική ταινία που απηχεί το μεγάλο Ιταλικό νεορεαλιστικό σινεμά αλλά και την μαγική μπαγκέτα του Φεντερίκο Φελίνι. Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος ούτε και η βράβευση της ταινίας στο Φεστιβάλ Βενετίας με το Χρυσό Λιοντάρι, ούτε βέβαια οφείλεται αποκλειστικά στο παρασκήνιο της σύγκρουσης της παραδοσιακής βιομηχανίας με το νέο τρόπο θέασης ταινιών που φέρνει η παραγωγός της ταινίας Netflix.

Πέρα όμως από το νοσταλγικά αλλά και κριτικά ταυτόχρονα ιδωμένο παρελθόν, ένα παρελθόν τραυματικό αλλά και ακαθόριστα γοητευτικό, όπως θα το συλλάμβανε η αθώα ψυχή ενός παιδιού, η ταινία είναι ένα θαύμα τεχνικής τελειότητας ιδιαίτερα στον τομέα του ήχου που έχει κεφαλαιώδη σημασία για την αφήγηση. Από τον ήχο του νερού που τρέχει και ξεπλένει ράθυμα τα πλακάκια της αυλής πίσω από τους τίτλους μέχρι τον ήχο του ωκεανού που παρεμβαίνει απειλητικά για να απελευθερώσει τα καταπιεσμένα γυναικεία συναισθήματα των ηρωίδων, η ηχητική μπάντα είναι σχεδόν ισότιμος πρωταγωνιστής και μια υποψηφιότητα Oscar θα ήταν το λιγότερο αναμενόμενη. Όχι ότι πάει πίσω από βραβεία αφού ήδη είναι υποψήφια για 3 χρυσές σφαίρες (καλύτερη ξενόγλωσση ταινία, σκηνοθεσία και σενάριο) και έχει τιμηθεί δεόντως από ενώσεις κριτικών και φεστιβάλ.

Πάντως η βράβευση στη Βενετία αλλά και η υποβολή της ταινίας από το Μεξικό για το ξενόγλωσσο Oscar (και οι πιθανές άλλες οσκαρικές υποψηφιότητες που θα ακολουθήσουν) αλλάζουν δραστικά τους συσχετισμούς δύναμης στο Χόλιγουντ αλλά και γενικότερα το τοπίο της παγκόσμιας κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η πρόσφατη απόφαση του Netflix να προβάλλει επιλεκτικά κάποιες παραγωγές του σε περιορισμένο κύκλωμα αιθουσών πριν την διάθεσή τους στην πλατφόρμα, ξεκινώντας με τη Ρόμα, ίσως είναι και μια κίνηση τακτικής υποχώρησης σε ένα καλλιτεχνικό και οικονομικό πόλεμο που μόλις τώρα φουντώνει. Αν πάντως ο πόλεμος έχει ως αποτέλεσμα τέτοιες υψηλού επιπέδου παραγωγές, τότε εμπρός λοιπόν στα άρματα !

Η ταινία έκανε την Ελληνική της πρεμιέρα στο 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κατόπιν ειδικής συμφωνίας με το Netflix (και αφού αναβαθμίστηκε η ηχητική εγκατάσταση της ιστορικής αίθουσας ΟΛΥΜΠΙΟΝ για τις ανάγκες της προβολής). Τώρα η ταινία θα προβληθεί, επίσης κατόπιν ειδικής συμφωνίας, σε επιλεγμένες αίθουσες της χώρας από 13.12.18 και από την Παρασκευή 14.12.18 θα είναι διαθέσιμη στην πλατφόρμα του Netflix.

Θα προσθέσω σε αυτή τη δευτερολογία μισό ακόμη αστεράκι και θα συστήσω θερμά προβολή σε αίθουσα όσο υπάρχει ακόμη η μοναδική ευκαιρία…

www.grandmagazine.gr/

13/12/18

Ρόμα (Roma) – Review / Κριτική

Ρόμα

του Alfonso Cuarón. Με τους Yalitza Aparicio, Marina de Tavira, Marco Graf, Fernando Gregiaga, Daniela Demesa, Carlos Peralta, Nancy Garcia, Jorge Antonio Guerrero

Το σινεμά θα αντέξει ότι και να γίνει!

του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Πατρίδα είναι η παιδική μας ηλικία

Ο Alfonso Cuarón είναι σκηνοθετάρα ολκής. Δεν έχει γυρίσει πολλές ταινίες: μόλις οχτώ σε 27 χρόνια καριέρας. Έχει γυρίσει ταινία της σειράς «Χάρι Πότερ», το «Ο Χάρι Πότερ και ο αιχμάλωτος του Αζκαμπάν» (Harry Potter and the Prisoner of Azkaban, 2004). Έχει γυρίσει τη δική του εκδοχή στις «Μεγάλες προσδοκίες» (Great Expectations, 1998). Μας πήρε τα μυαλά με το «Θέλω και τη μαμά σου» (Y tu mamá también, 2001): η πιο αγαπημένη του ταινία για τον γράφοντα έως τώρα! Έσκισε με το συγκλονιστικό «Τα παιδιά των ανθρώπων» (Children of Men, 2006). Έγινε ο πρώτος Μεξικάνος σκηνοθέτης που κέρδισε Όσκαρ σκηνοθεσίας για τη δουλειά που έκανε στο «Gravity» (2013). Και τώρα, στην όγδοη ταινία της καριέρας του σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό για παραπάνω από έναν λόγους. Μιλάμε για το Ρόμα (Roma) κι αν σας φαίνεται παράξενος ο τίτλος, θα πρέπει να γνωρίζετε πως έτσι ονομάζεται μια περιοχή της πρωτεύουσας του Μεξικού, η περιοχή στην οποία μεγάλωσε ο ίδιος ο Cuarón! Αυτή είναι η πιο αυτοβιογραφική ταινία της καριέρας του, καθώς κατά 90% βασίστηκε σε αναμνήσεις του από την παιδική του ηλικία. Είναι μια ταινία που γύρισε με χρήματα από το Netflix. Το γεγονός ότι αυτή η ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας αλλάζει εντελώς το παιχνίδι σε ότι αφορά την έννοια «κινηματογραφική ταινία» και «μέσο προβολής μιας ταινίας».

Η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση του Μεξικού για το ξενόγλωσσο Όσκαρ! Έχει τρεις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα: καλύτερης σκηνοθεσίας, καλύτερου σεναρίου και καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Πολλές ενώσεις κριτικών στις ΗΠΑ την έχουν ψηφίσει ως την καλύτερη ταινία της χρονιάς! Ο Guillermo Del Toro δεν δίστασε να δηλώσει πως αυτή είναι μία από τις πέντε πιο αγαπημένες του ταινίες όλων των εποχών!!! Πολύ τολμηρή δήλωση είναι η αλήθεια. Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ως μία από τις Ειδικές Προβολές του. Θα αρχίσει να προβάλλεται σε επιλεγμένους κινηματογράφους της χώρας μας από την Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου ενώ την Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου η ταινία θα είναι προσβάσιμη παγκοσμίως μέσω του Netflix.

Η υπόθεση: Μεξικό, 1970. Το Μουντιάλ που διοργανώθηκε στη χώρα έχει τελειώσει αφήνοντας μόνο κάποιες αφίσες στους δρόμους της πρωτεύουσας να λειτουργούν ως παρατημένα ενθύμια του τεράστιου αθλητικού γεγονότος. Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι εκρηκτική. Φαίνεται πως μία σπίθα αρκεί για να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Στη συνοικία Ρόμα, στην πόλη του Μεξικού, ζουν μεσοαστικές οικογένειες. Μία από αυτές είναι εκείνη του γιατρού, του Κυρίου Αντόνιο. Το σπίτι του είναι μεγάλο και μέσα σ’ αυτό επικρατεί χάος. Εκεί ζουν η σύζυγός του, η Κυρία Σοφία, η μητέρα της και τα τέσσερα παιδιά της με τον γιατρό: ο Τόνιο, ο Πάκο, ο Πέπε και η Σόφι. Υπάρχει κι ένας σκύλος, που συνέχεια χέζει στο στενό διάδρομο όπου ο γιατρός παρκάρει την κουρσάρα του. Το σπίτι φροντίζουν δύο υπηρέτριες με ινδιάνικες ρίζες. Η Κλέο και η Αντέλα. Η Κλέο είναι πολύ δεμένη με τα παιδιά. Είναι εκείνη που τα βάζει να κοιμηθούν τα βράδια. Η Κλέο θα γνωρίσει τον Φερμίν, έναν όμορφο νεαρό, παθιασμένο με τις πολεμικές τέχνες. Θα μείνει μαζί του έγκυος. Κι ο Φερμίν θα εξαφανιστεί. Πολλά θα συμβούν στη ζωή της Κλέο. Πολλά θα συμβούν στις ζωές των μελών της οικογένειας. Πολλά θα συμβούν στο Μεξικό. Και η ζωή δεν θα σταματήσει ούτε στιγμή να συνεχίζεται…

Η άποψή μας: Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν αυτό το έπος, σε όλο του το μεγαλείο. Μια ταινία εμπειρία, που κάθε της εικόνα κουβαλάει τη δύναμη και την ποίηση μιας ολόκληρης ζωής. Ο Alfonso Cuarón βυθίζεται στα έγκατα της μνήμης του, εξορύσσει εμπειρίες και συναισθήματα και γεννάει ένα μικρό θαύμα. Είναι ένας Θεός, πραγματικά! Κι αυτό είναι και το μοναδικό ψεγάδι της ταινίας, αν κάποιος είναι τόσο λεπτολόγος ώστε να εντοπίσει ντε και καλά κάποιο: ο ίδιος ο Cuarón φαίνεται να στέκεται εντέλει πάνω από την ταινία. Ο δημιουργός μέσα από την ταινία φαντάζει σημαντικότερος από το δημιούργημά του. Μικρό το κακό, στ’ αλήθεια. Με εκθαμβωτικό ασπρόμαυρο για πρώτη φορά στην καριέρα του ο Μεξικάνος δημιουργός (που εδώ εκτελεί χρέη σκηνοθέτη, σεναριογράφου, διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ!) αποτυπώνει μια χρονιά από τη ζωή μιας οικογένειας, της δικής του οικογένειας, μέσα από τα μάτια ή μάλλον με επίκεντρο την οικιακή βοηθό, στην οποία και αφιερώνει την ταινία.

Κι ενώ θεωρητικά κάποια από τα υλικά μπορεί να παραπέμπουν σε… σαπουνόπερα (χωρισμός, εγκυμοσύνη, γκομενιλίκια) ο Cuarón δημιουργεί ένα μέγιστο έργο τέχνης. Γιατί αυτό σημαίνει έργο τέχνης: να μετουσιώνεις το καθημερινό σε σπουδαίο. Τα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης είναι ενταγμένα στο πρωτογενές υλικό του οργανικά κι όχι τεχνητά και δήθεν. Πχ, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του αεροπλάνου που πετάει ψηλά στον ουρανό. Το βλέπουμε στο πρώτο πλάνο, να καθρεφτίζεται στα μπουγαδόνερα, το βλέπουμε και στο τελευταίο. Το εξηγεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης: υπάρχει η ζωή που ζούμε και υπάρχει η ζωή που συνεχίζεται πέρα από εμάς. Τόσο απλό, τόσο λειτουργικό, τόσο έξυπνο. Και… αναγκαστικό: ο σκηνοθέτης επέλεξε να γυρίσει την ταινία του στα μέρη που έλαβαν χώρα όλα αυτά τα γεγονότα, αλλά από τότε η εναέρια κυκλοφορία έχει πολλαπλασιαστεί, οπότε ανά πέντε λεπτά περνούσε αεροπλάνο πάνω από το location κι ο ευφυής δημιουργός αποφάσισε να το εντάξει ως σύμβολο στο φιλμ του!

Η κινηματογραφοφιλία του είναι πανταχού παρούσα ακόμα και αναφορές στο ίδιο το δικό του κινηματογραφικό έργο κάνει! Είναι σαν τον μικρότερο σε ηλικία ήρωα της ταινίας, που λέει συχνά διάφορα στην Κλέο, του στυλ «παλιότερα, όταν ήμουν ναυτικός»! Ένα 7χρονο πιτσιρίκι κάνει αναφορά σε βιώματα από προηγούμενη ζωή του! Και είναι αλήθεια πως αυτός είναι ο μόνος άρρεν χαρακτήρας που σκιαγραφείται θετικά άντε, ίσως και ο οδηγός της οικογένειας. Οι υπόλοιποι άντρες, ακόμα και τα μεγαλύτερα σε ηλικία αδέλφια του, αλλά κυρίως ο πατέρας τους, παρουσιάζονται με μελανά χρώματα. Τα παιδιά με την κακία και την ανταγωνιστικότητα μέσα τους, με τη βία να ελλοχεύει και ο πατέρας με την απουσία του, ένας υποκριτής και ψεύτης, αδύναμος να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις του. Για να μην μιλήσουμε για τον Φερμίν. Έναν τύπο που ασπάζεται το «νους υγιής εν σώματι υγιή» αλλά ο νους είναι σάπιος, όντας ένας τιποτένιος παρακρατικός εντέλει (τρομερή η σκηνή της συνάντησης στο επιπλάδικο, κατά τη διάρκεια των ταραχών). Έτσι κι αλλιώς, στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν αφιέρωσε την ταινία του ο Cuarón κι αυτό το μοντέλο της οικογένειας ασπάζεται κατά πως φαίνεται. Οι άντρες δεν κάνουν, οι άντρες δεν μπορούν, οι άντρες είναι λίγοι…

Όλη η ταινία σε μαγεύει αισθητικά, υπάρχουν όμως σκηνές που ξεχωρίζουν. Η σκηνή του μεγάλου σεισμού και τα αποτελέσματά της μέσα στο μαιευτήριο: ακόμα και στη μεγαλύτερη καταστροφή, ακόμα και κάτω από τα χαλάσματα, η νέα ζωή θα καταφέρει να επιβιώσει. Η σκηνή στα κύματα, εκείνη της διάσωσης: πάλι η φύση η τόσο συγκλονιστική, μπορεί να επιφέρει την καταστροφή στα μικρά, στα ανθρώπινα, η ζωή όμως θα συνεχίσει. Θα σωθεί. Κι αν καταφέρεις να κλείσεις το στόμα σου από το μεγαλείο, θα αναρωτηθείς: πώς μπόρεσε να γυρίσει ο μπαγάσας αυτήν τη σκηνή; Ο Cuarón όμως ξέρει να κινηματογραφεί άψογα και σκηνές πλήθους. Όπως εκείνη της επίδειξης πολεμικών τεχνών. Ή εκείνη της καταγραφής της εξέγερσης των φοιτητών μια εξέγερση που ιστορικά στοίχισε τη ζωή σε πάνω από 140 ανθρώπους. Και η πολιτική κατάσταση λοιπόν και το ιστορικό πλαίσιο αντάμα με την οικογενειακή ζωή. Η μικρή και η μεγάλη ιστορία… Η μη επαγγελματίας ηθοποιός που υποδύεται την Κλέο είναι τρομερή, σε μια ήσυχη, μα τόσο δυνατή ερμηνεία, σε μια ταινία, που σε κάνει να αναρωτιέσαι: όταν είναι να δημιουργηθούν τόσο σημαντικά έργα τέχνης έχει σημασία από πού προέρχονται τα χρήματα; Άντε τώρα να απαντήσεις…

Στο ερώτημα όμως αν αυτή είναι μια σπουδαία ταινία, η απάντηση είναι μία και μοναδική: ένα τεράστιο ναι.

www.moviesltd.gr/

Ρόμα [4,5/5] ΠΑΡΙΣ ΜΝΗΜΑΤΙΔΗΣ

Ο Alfonso Cuaron έχει αποκτήσει ουσιαστικά το στίγμα του δημιουργού από τα «Παιδιά των Ανθρώπων» και ύστερα, άλλο που και η φιλμογραφία του προ αυτού του κομβικού σημείου έχει να επιδείξει μερικές θαυμάσιες ταινίες. Ειδικά το «Θέλω και τη Μαμά σου» συγκαταλέγεται σίγουρα στις σπουδαιότερες κινηματογραφικές ιστορίες ενηλικίωσης του προηγούμενου αιώνα.

Κάτω από το απαιτητικό φορμαλιστικά περιτύλιγμα για τον μέσο θεατή κρύβεται μια εξαιρετικά προσβάσιμη όσο και συγκινητική νοηματική. Όσο μπανάλ και να ακούγεται ένα επιμύθιο του τύπου «οικογένεια δεν είναι το αίμα, αλλά οι δεσμοί αγάπης που σχηματίζονται», η διαδρομή την οποία παίρνει το φιλμ για να φτάσει σε αυτό αλλά και ο βιωματικός τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται το καθιστούν ένα πραγματικό βάλσαμο για την ψυχή, άκρως λυτρωτικό σε μια πορεία τέτοιας έντασης και βαρύτητας που έχει σχεδόν ψυχοφθόρα αποτελέσματα για τον θεατή που τη «νιώθει» μέχρι να φτάσει η αποζημίωση στην προαναφερθείσα της μορφή. Πολύ έξυπνη και η ένταξη του πολιτικού μηνύματος, πρωτίστως ανθρωπιστικό εν γένει και δευτερευόντως φεμινιστικό και αντιφασιστικό, έτσι ώστε ποτέ να μην υπερκαλύπτει την ιστορία ή, όπως γίνεται σε σινεμά ευρύτερης κατανάλωσης, να βάζει τους ήρωες να προχωρούν σε μακροσκελείς και πομπώδεις μονολόγους για να υπογραμμίσουν την προβληματική στον θεατή. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί διόλου και η δουλειά που γίνεται στο σενάριο: η αποσπασματική δομή της αφήγησης, πέραν του ότι καταφέρνει συνάμα να καταστήσει κάθε επεισόδιο που λαμβάνει χώρα στην ταινία αυτοτελές νοηματικά αλλά και όλα μαζί αλληλένδετα μεταξύ τους, δίνει και μια πραγματική αίσθηση «φέτας ζωής» σε όσα διαδραματίζονται στο πανί, προσδίδοντάς τους μια φυσικότητα που εύκολα θα μπορούσε να εκπαραθυρωθεί με το στυλιζάρισμα των εικόνων.

Μια παράμετρος που ενδέχεται να περάσει απαρατήρητη είναι η στωική και άκρως μαγνητική παρουσία της Yalitza Aparicio. Στο πρόσωπό της, που σπανίως φαίνεται να «σπάει», αλλά και στο πως στέκεται στο χώρο ακόμη, πάντοτε διακριτική αλλά έτοιμη να κάνει και την υπέρβαση στην κίνηση όποτε χρειάζεται (άλλωστε μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές εδώ βασίζεται σε αυτό ακριβώς το στοιχείο) φαίνεται να διαγράφεται ολόκληρο το πολύπαθο 1971 για το Μεξικό αλλά και η γυναίκα ως οντότητα εντός του συγκεκριμένου χωροχρονικού πλαισίου, την ίδια στιγμή που αλλού στον κόσμο από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας κιόλας η θέση της στην κοινωνία μοιάζει να περνάει από μια φάση ριζικής αναθεώρησης. Πρόκειται για μια σπουδαία ερμηνεία, δυστυχώς όχι τόσο αβανταδόρικη για να έχει την αναγνώριση που της αξίζει από άποψη βραβεύσεων. Ίσως η μοναδική ένσταση που μπορεί να υπάρξει για το σύνολο είναι πως η απόφαση του Cuaron να προσεγγίσει την ιστορία του ως μια τοιχογραφία αποστασιοποιεί κάπως τον θεατή από τη συναισθηματική διάσταση των δρώμενων. Πέραν αυτού, πρόκειται για ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, ένα καλλιτεχνικό στοίχημα που κερδίζεται και με το παραπάνω και σίγουρα μια από τις κορυφαίες κινηματογραφικές στιγμές του 2018.

https://www.filmy.gr/

ΡΟΜΑ (2018)

(ROMA)

του Ηλία Φραγκούλη [2,5/5]

Στο Μεξικό των αρχών της δεκαετίας του ’70, μια πολυμελής οικογένεια αστών αποχαιρετά τον μπαμπά που φεύγει «ταξίδι για δουλειές», ενώ η αγαπημένη τους υπηρέτρια Κλεό ανακαλύπτει πως έχει μείνει έγκυος από ένα αγόρι που «εξαφανίζεται» με το που μαθαίνει τα νέα.

Φοβούμαι πως τούτο το φιλμ μας φέρνει αντιμέτωπους με μια κατάσταση σύγχυσης, η οποία πρόκειται να κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στο σινεμά. Και στο πρόσφατο παρελθόν οι τηλεοπτικές παραγωγές του Netflix φλέρταραν με την κινηματογραφική διανομή σε διάφορες χώρες ανά τον κόσμο. Σε πολλές περιπτώσεις, οι αίθουσες σνόμπαραν το προϊόν και ακόμη κι αν έφτανε μέχρι εκεί, ήταν εμπορικά καταδικασμένο. Βέβαια, προ ετών, η πλατφόρμα του Netflix δεν ήταν τόσο διαδεδομένη, τόσο «της μόδας». Ο μήνας του free trial, όμως, έστρεψε αρκετόν κόσμο προς μια πρώτη δοκιμή και ολοένα και περισσότεροι εθίζονταν σε ένα φτηνό μέσο με φαινομενικά μεγάλη ποικιλία επιλογών για ψυχαγωγία στο σπίτι. Μέχρι πρότινος, λοιπόν, ο «κράχτης» του Netflix ήταν οι τηλεοπτικές σειρές που παρήγε. Η εμφάνιση του «Roma», όμως, διαφέρει σοβαρά.

Εδώ έχουμε ένα τηλεοπτικό «φιλμ» μεγάλου μήκους που ξεκίνησε με… κινηματογραφικές περγαμηνές (βραβείο καλύτερης ταινίας στο Φεστιβάλ Βενετίας), στηρίζεται σε ένα τεράστιο όνομα για τη βιομηχανία του θεάματος σήμερα (οι αμέσως προηγούμενες ταινίες του Αλφόνσο Κουαρόν ήταν το «Gravity», τα «Παιδιά των Ανθρώπων» και το τρίτο μέρος του φιλμικού franchise του «Χάρι Πότερ») και, θέλοντας να αλλοιώσει ακόμη… χειρότερα τα σύνορα μεταξύ τηλεόρασης και σινεμά, το Netflix αποφάσισε να διανείμει το «Roma» στις αίθουσες πριν κάνει πρεμιέρα στην πλατφόρμα του, έτσι ώστε τα μέλη της Ακαδημίας Κινηματογράφου να μπορέσουν να το ψηφίσουν για τα Όσκαρ του 2019! Στην Ελλάδα, η ταινία ανοίγει σήμερα σε επιλεγμένες αίθουσες και από αύριο θα είναι διαθέσιμη και στις τηλεοράσεις σας! Σε περίπτωση μεγάλης βράβευσης στην επερχόμενη απονομή των Όσκαρ, θα μιλάμε για έργο που (με έναν τρόπο) θα έχει καταργήσει το έως τώρα υπάρχον σύστημα λειτουργίας του home entertainment (θα έβαζα κι εδώ θαυμαστικό, αλλά ο σαρκασμός λειτουργεί και χωρίς). Με λίγα λόγια, μια τηλεοπτική πλατφόρμα παρακάμπτει τη μισή μπίζνα (όσο κι αν έχει υποχωρήσει, πλέον…) που είχαν στήσει εδώ και τόσες δεκαετίες τα studios! Για να μην πω τι ακριβώς κάνει στα σινεμά η όλη κίνηση (Σορβόννη, καταλαβαινόμαστε…). Οι σκέψεις και ο προβληματισμός θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ακόμη περισσότερο, αλλά κάπου εδώ πρέπει να ασχοληθούμε και με το ίδιο το «Roma».

Εάν δεν γνώριζα ότι μιλάμε για ένα έργο με την υπογραφή του Αλφόνσο Κουαρόν, θα έλεγα πως το «Roma» μοιάζει περισσότερο με τη… δεύτερη ταινία ενός (φανταστικού) νέου σκηνοθέτη, τον οποίο είχαμε προσέξει με το ντεμπούτο του και τώρα επέστρεψε για να μας (επι)δείξει τι είναι ικανός να κάνει, με έναν σαφώς πιο «εφετζίδικο» τρόπο. Δηλαδή, πράγματα τα οποία δεν έχει ανάγκη να μας «πουλήσει» ο Κουαρόν! Στα μέτρα του ίδιου του σκηνοθέτη, δε, το πλέον παράδοξο είναι πως τούτο εδώ κάθε άλλο παρά «εφετζίδικο» δείχνει μέσα στο σύνολο της φιλμογραφίας του. Σαν δείγμα «αποτοξίνωσης» από το πρόσφατο χολιγουντιανό του παρελθόν, πείθει περισσότερο σαν ένα «πείραμα» αποστασιοποίησης και απελευθέρωσης από standards και φόρμες αφήγησης, παρακολουθώντας με τον πλέον απλοϊκό (και αργόσυρτο, είναι η αλήθεια) τρόπο την καθημερινότητα μιας οικογένειας που ζει στο Μεξικό των αρχών του ’70, όταν δηλαδή ο Κουαρόν ήταν ένα δεκάχρονο παιδί. Η προσέγγιση είναι νοσταλγική, αλλά «ανόθευτη» από στοιχεία φαντασίας, όπως έκανε κάποτε ο Φεντερίκο Φελίνι (στο «Amarcord», για παράδειγμα). Ο Κουαρόν δείχνει πως θέλει να θυμηθεί ένα βιωμένο (;) παρελθόν της πατρίδας του, χωρίς όμως ούτε φαντασμαγορίες οπτικά (μιλάμε για τέτοια διάθεση «απογύμνωσης» ώστε η εικόνα έχει γίνει ασπρόμαυρη…), αλλά ούτε και τονισμούς στο συναίσθημα. Το «Roma» επιθυμεί να είναι ένα έργο τόσο ρεαλιστικό σε ύφος, που καταντά να «ευνουχίζει» το πλησίασμα αυτών των ανθρώπων από τον θεατή, λες και οι ζωές τους δεν αφορούν τον τελευταίο. Έτσι, μοιραία, γινόμαστε μάρτυρες μιας εικόνας που αναπαριστά ένα από κάθε άποψη ξένο σε εμάς παρελθόν, επιλογή σαφώς συνειδητή εξαρχής από τον σκηνοθέτη, σεναριογράφο, παραγωγό, διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ (!) της ταινίας.

Πώς αλλιώς να το πω; Τούτο το σενάριο ταιριάζει με τις «στεγνές» αφηγήσεις ενός παιδιού, από το οποίο ζητήθηκε να γράφει καθημερινά και από μια «έκθεση» – ημερολόγιο, καταγράφοντας το καθετί που συμβαίνει εντός και εκτός της οικίας του, ασήμαντο ή μη, παράλληλα με την ιστορία της αφελούς υπηρέτριας που γκαστρώνεται από ένα «πολλά υποσχόμενο» amore (θυμίζοντας εξ αποστάσεως την καλοσυνάτη μα πάντοτε θύμα των ανδρών Καμπίρια, διόλου συμπτωματικά… φελινική αναφορά ξανά) και δεν είναι ικανή να αποφασίσει (μέσα της, βλέπε #diplhs) αν πρέπει να το κρατήσει ή αν πρέπει να «αμαρτάνει»… εις διπλούν! Ο Κουαρόν έχει γράψει την ιστορία του σαν να προέρχεται από την ψυχοσύνθεση ενός μικρού παιδιού (ενός από τα πολλά της οικογένειας που παρακολουθούμε;), το οποίο δεν ενδιαφέρεται να την «ντύσει» με συναίσθημα. Αλλά (και) σαν ενήλικας, αποφεύγοντας μια τέτοια λογική, παραδίνεται σε μια αφαίρεση που αν και ενδέχεται να αποτελεί προσωπική ανάγκη, μετατρέπει τούτο το φιλμ σε ένα δημιούργημα αποδομημένης μνήμης, με προσανατολισμό… «φεστιβαλικής» αποδοχής, αν και ουσιαστικά προέρχεται από… την τηλεόραση!

Έχεις άπλετο χρόνο να κάνεις παρόμοιες σκέψεις βλέποντας το «Roma», αφού η δράση του κυλά… αβίαστα (ύπουλο υπονοούμενο), μέσα από μια σειρά συνεχόμενων, χειρουργικής ακριβείας pan shots που μοιάζουν σαν να κάνουν «αναγνωριστικές» λήψεις του (οπτικού) πεδίου ζωής των ηρώων, σε στιγμές απόλυτα συνηθισμένες (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, για ιστορικοπολιτικούς λόγους). Το φελινικό «στοιχειό» θα φανερωθεί και πάλι στη σεκάνς της πρωτοχρονιάτικης γιορτής η οποία διακόπτεται από μια φωτιά στο δάσος, θυμίζοντας αχνά το κομμάτι στον πύργο από την «Dolce Vita» (1960), με τους εδώ μεγαλοαστούς να αντιμετωπίζουν άτσαλα μια κατάσταση κρίσης και έναν άνδρα με στολή αρκούδας να στέκει στη μέση του κάδρου για να ξεκινήσει το τραγούδι (μια παράδοξα σουρεαλιστική πινελιά που σπάει τη μονοτονία). Όπως και να το δει κανείς, δίχως ιδιαίτερης σημασίας στιγμές, εξαιρετικής οπτικοποίησης όμως, είναι ο κόσμος του «Roma».

Άρα, αν η δουλειά του Κουαρόν εδώ ήταν να μας παρουσιάσει μονάχα αντι-νοσταλγικές (βλέπε μαυρόασπρο) εικόνες «καλλιτεχνικών» (#diplhs και πάλι) προδιαγραφών, προφανώς και είχε τα φόντα να την εκτελέσει στην εντέλεια. Όταν φτάνει στο φινάλε του, όμως, μένεις με μια απορία, ένα «κενό». Δεν έχεις πάρει κάτι από τις ζωές αυτών των ανθρώπων, δεν τις έχεις ζηλέψει, δεν τις έχεις νιώσει. Και το κάνει συνειδητά. Διότι αν υπήρχε μια διαφορετική πρόθεση, ταύτισης και ενδιαφέροντος, η τροπή του σεναρίου (για παράδειγμα) στη νυχτερινή βόλτα στην πόλη, στον δρόμο για το σινεμά, με την αναζήτηση των αγοριών που έχουν «χαθεί» λίγο παρακάτω και το ξάφνιασμα μιας σοβαρής ανατροπής στην ιστορία, θα έπαιρνε μια απότομη (πιο κοντά στους ανθρώπους του) στροφή. Αλλά, απλά, το έργο συνεχίζει σαν να μην συνέβη τίποτα! Όπως κάνει και με την εξομολόγηση της Κλεό στην παραλία, που ναι μεν λειτουργεί προς την κατεύθυνση της πλήρους ένταξής της ως μέλους της οικογένειας, σαν ένα είδος κάθαρσης, αλλά δίχως πραγματικό αντίκρισμα για το σύνολο του έργου (αφού η καρδιά της δεν συμφωνούσε με την εξέλιξη της δικής της «υπόθεσης», γιατί δεν έκανε πράξη το ακριβώς αντίθετο;). Παγερή ουδετερότητα. Άσχετο, αλλά φταίω εγώ που κάπου εκεί θυμήθηκα ξανά… τον Φελίνι; Την τελική σκηνή της παραλίας από την «Dolce Vita», όταν ο Μαρτσέλο γυρίζει την πλάτη του στο κάλεσμα της νιότης και αποχαιρετά για πάντα την αθωότητα, με έναν τρόπο λυρικό μα και σχεδόν βουβό. Δίχως λόγια, δίχως αγκαλιές και «θαλπωρές». Αλλά με ένα μαγικό συναίσθημα. Που ο Κουαρόν δεν συναντά ποτέ του στη «Roma».

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σαν θεατής, βαρέθηκα. Σαν «επαγγελματίας θεατής», θαύμασα μια κατασκευή. Τίποτε παραπάνω που να συγκινεί. Ως τεχνίτης που έχει κατακτήσει πολλούς από τους στόχους μιας σοβαρής καριέρας στον κινηματογράφο, λοιπόν, ο Αλφόνσο Κουαρόν δεν δύναται να κριθεί για αποτυχία, αλλά για ένα είδος «επανάπαυσης» σε στερεότυπα μινιμαλιστικών διαθέσεων, σε μια απόπειρα αναζήτησης των ριζών του σινεμά (και της μνήμης). Μέσω ενός… τηλεοπτικού προϊόντος που μοιάζει περισσότερο με κάτι που θα έβλεπες… στη μεγάλη οθόνη. Ειλικρινά, εσείς που θα αποπειραθείτε να το δείτε στο Netflix, ελάτε να μου πείτε πότε σας πήρε ο ύπνος!

http://www.freecinema.gr

Roma (2018) Άγγελος Πολυδώρου [5/5]

Ρόμα, λέγεται μια περιοχή που βρίσκεται δυτικά του ιστορικού κέντρου της πόλης του Μεξικού και γύρω από αυτή την περιοχή διαδραματίζονται τα γεγονότα της ταινίας προς το τέλος του 1970 και αρχές 1971. Σ’ αυτή την περιοχή, η ηρωίδα της ταινίας Κλεό εργάζεται μαζί με την Αντέλα, στο σπίτι ενός ευκατάστατου γιατρού του Αντόνιο που ζει με τη γυναίκα του Σοφία, τα τέσσερα παιδιά τους και τη μητέρα του γιατρού Τερέζα. Το «ζει» είναι ευφημισμός, αφού ο γιατρός λείπει συνεχώς σε κάποιο συνέδριο στο Κεμπέκ του Καναδά, το οποίο συνέδριο δεν είναι άλλο παρά η ύπαρξη ερωμένης, που θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε διάλυση της οικογένειας.

Η υποβόσκουσα ένταση της ζωής στο σπίτι λόγω της απουσίας του γιατρού, προστίθεται στις ψυχολογικές πιέσεις που δέχεται η Κλεό και από τις άλλες ευθύνες τη μέσα στο σπίτι (καθαριότητα, φροντίδα παιδιών, μαγείρεμα κλπ). Διέξοδός της θα είναι ο δεσμός της με τον Φερμίν που εκπαιδεύεται στις πολεμικές τέχνες, ο οποίος θα την καταστήσει έγκυο και θα εξαφανιστεί.

Ο Αλφόνσο Κουαρόν (Τα Παιδιά των Ανθρώπων και Gravity) παρακολουθεί με το φακό του από κοντά την Κλεό, τις δουλειές της, την υπευθυνότητά της, το άγχος της και τα ψυχολογικά της προβλήματα, με φόντο ένα Μεξικό που υποδέχεται το νέο έτος 1971 με πολιτικές αναταραχές και διαδηλώσεις. Ένα Μεξικό που δεν είναι αυτό που γνωρίζουμε από τους τουριστικούς οδηγούς, αλλά μια χώρα και μια κοινωνία ηφαίστειο που περιμένεις να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.

Μέσα από το τέλεια εκφραστικό πρόσωπο και τα θλιμμένα μάτια της Κλεό, παρακολουθούμε τις εντάσεις στην αγορά, στους χώρους ψυχαγωγίας, στα νοσοκομεία, στα σουπερμάρκετ, που δημιουργούνται από ένα σκληρό και απάνθρωπο καθεστώς, το οποίο επιτρέπει σε ομάδες αναρχοαυτόνομων να λειτουργούν ως τηρητές του νόμου και της τάξης.

Συγκλονιστικές σκηνές παρελαύνουν από την οθόνη, ενώ ακόμα και η από μακριά γαλήνια θάλασσα μπορεί να αποτελέσει ένα στοιχείο θρίλερ για τον ψυχισμό της Κλεό (και του θεατή ταυτόχρονα), όπως επίσης και μια πυρκαγιά στο δάσος, μπορεί να αποτελέσει στοιχείο αλληλεγγύης, μεταξύ ανθρώπων που άλλες στιγμές δεν γυρίζουν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλο, ενώ και η εκπαίδευση του Φερμίν στις πολεμικές τέχνες αποκαλύπτει στο θεατή, πώς το καθεστώς έχει βάλει το χεράκι του στις «αυτόνομες» ομάδες να βοηθούν την αστυνομία στις διαδηλώσεις.

Είναι πάμπολλα τα θέματα που θίγει μέσα από την ταινία του ο Αλφόνσο Κουαρόν γύρω από τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, στην κοινωνία, το κράτος, την κυβέρνηση και την εξουσία γενικότερα. Θέματα που τα αντιμετωπίζει με σκληρή και διεισδυτική ματιά για να φτάσει στο φινάλε με ένα αισιόδοξο μήνυμα, τουλάχιστον μέσα από τις προσωπικές σχέσεις και τη λύτρωση που επέρχεται. Και όλα πάντοτε μέσα από το βλέμμα της Κλεό, που δεν το βάζει κάτω, όπως άλλωστε και η κυρία της, η Σοφία, που θα τακτοποιήσει το θέμα με το γιατρό σύζυγό της, χωρίς να πληγώσει τα παιδιά της και χωρίς να στραφεί εχθρικά προς το προσωπικό της, την Κλεό και την Αντέλα..

Αριστούργημα.

https://www.myfilm.gr/

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.