Ο Φίλιππος Τσίτος μιλάει για την «Ακαδημία Πλάτωνος»: “Σπάζοντας τα ταμπού”

image

Ένα ακόμα ευρωπαϊκό φεστιβάλ έριξε αυλαία με χρώμα ελληνικό. Πρόκειται για το 62ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Λοκάρνο, το οποίο έκλεισε θριαμβευτικά για την ταινία του Φίλιππου Τσίτου Ακαδημία Πλάτωνος. Βραβείο Οικουμενικότητας και Βραβείο της Επιτροπής των Νέων, για τον Έλληνα σκηνοθέτη, και Λεοπάρδαλη καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον πρωταγωνιστή του, Αντώνη Καφετζόπουλο. Το βράδυ του Σαββάτου, 15 Αυγούστου, στο κέντρο του Λοκάρνο στην Piazza Grande που φιλοξενεί τη τελετή απονομής του Φεστιβάλ, 8.000 χιλιάδες θεατές, κράτησαν το πιο θερμό τους χειροκρότημα για τους συντελεστές της ταινίας.

image

Άλλωστε, η Ακαδημία Πλάτωνος ήταν η αγαπημένη τους ταινία για τη φετινή διοργάνωση. Αυτό έλεγαν στον Φίλιππο Τσίτο και στον Αντώνη Καφετζόπουλο, όταν τους σταματούσαν στο δρόμο για να τους συγχαρούν. «Μετά την προβολή, όπου και αν βρισκόμασταν μας πλησίαζαν και μας έλεγαν πόσο τους άρεσε η ταινία. Ήταν φοβερό το συναίσθημα. Οι αίθουσες ήταν γεμάτες και στις τρεις προβολές και η ανταπόκριση του κοινού ήταν εξαιρετική· είχαμε την αίσθηση ότι η ταινία έχει φτιαχτεί ειδικά για αυτούς. Ήταν ιδανικά», μας λέει ο Φίλιππος Τσίτος λίγες μέρες μετά τη βράβευση.


KAFETZOPOULOS_LEO

Όσο για τον Αντώνη Καφετζόπουλο, η πρώτη του συμμετοχή σε ξένο φεστιβάλ συνοδεύτηκε και από το βραβείο ερμηνείας. «Είναι πολύ σημαντικό για μένα. Νιώθω σαν να ξεκινάω από την αρχή», λέει ο γνωστός ηθοποιός, ο οποίος δεν παραλείπει ν’ αναφερθεί και αυτός στην υποδοχή που τους επιφύλαξε το κοινό: «όταν μια ταινία, εκτός από τα βραβεία, καταφέρνει και μιλά στους θεατές αισθάνεσαι διπλά χαρούμενος». Η Ακαδημία Πλάτωνος, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, εκτυλίσσεται στην εν λόγω συνοικία της Αθήνας. Εκεί, ζει ο Σταύρος με τη μητέρα του, η φροντίδα της οποίας του έχει κοστίσει ένα διαζύγιο. Όλος του ο κόσμος είναι το ψιλικατζίδικο, οι ροκ δίσκοι από βινύλιο τους οποίους έχει κρατήσει από τα νεανικά του χρόνια, και το «σκότωμα» της ώρας με τους φίλους του.

image

Ασχολία τους ένα ιδιόμορφο «παιχνίδι» με τον σκύλο του ενός, που γαβγίζει όποιον Αλβανό περνά από μπροστά του. Μια μέρα γαβγίζει και τον Σταύρο! Τα όποια ερωτηματικά δημιουργούνται στην παρέα, πληθαίνουν όταν η μαμά του Σταύρου αρχίζει να μιλά αλβανικά και αναγνωρίζει το χαμένο γιο της στο πρόσωπο του Μαρενγκλέν, ενός Αλβανού εργάτη. «Ο χαρακτήρας του Σταύρου, σίγουρα, δεν είναι η ρεαλιστική απεικόνιση ενός Έλληνα. Είναι μια μεταφορά, μια σύμπτυξη πολλών χαρακτηριστικών που συναντάμε σε αρκετούς δίπλα μας. Η γειτονιά του Σταύρου αλλάζει, και ενώ, αρχικά, βλέπουμε ότι ο ίδιος και οι φίλοι του δεν καλοβλέπουν την αλλαγή αυτή, σταδιακά μέσα από την προσωπική ιστορία του Σταύρου είναι πιο δεκτικοί στα όσα συμβαίνουν γύρω τους.

Στην ταινία δεν υπάρχουν απαντήσεις στο ποιος είναι ο Σταύρος και αν είναι Έλληνας ή Αλβανός. Ο ίδιος, βέβαια, θεωρεί πολύ σημαντικό να μάθει· να ξέρει ποιος είναι. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι αυτά που του συμβαίνουν, αυτά που ανακαλύπτει στην πορεία προς τη γνώση τού «ποιος είναι». Νομίζω, ότι ο Σταύρος είναι αυτός που καταλαβαίνει ο κάθε θεατής βλέποντας την ταινία.», μας λέει ο Φίλιππος Τσίτος.

Και στην ερώτησή μας αν κάποιος ξενοφοβικός, ο οποίος δει την ταινία θ’ αναρωτηθεί, ίσως, για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους ξένους, η απάντηση είναι κατηγορηματική: «δεν νομίζω ότι κάποιος που θεωρεί τον εαυτό του ρατσιστή ενδιαφέρεται για την τέχνη ή ότι πηγαίνει σινεμά. Αν βλέπει ταινίες τις βλέπει σε DVD και σίγουρα δεν είναι τέτοιου είδους.».

Και ποιοι βλέπουν αυτές τις ταινίες; Που δεν είναι blockbusters, δεν είναι κωμωδίες, αλλά κερδίζουν βραβεία σε σημαντικά ευρωπαϊκά φεστιβάλ; «Θα έλεγα ότι είναι αφελής κάποιος, ο οποίος κάνοντας of mainstream ταινία σκέφτεται ότι θα συρρεύσει ο κόσμος για να τη δει. Αν συμβεί είναι θέμα τύχης, αλλά το πιο πιθανό είναι να μη συμβεί. Και αυτό γιατί το ευρύ κοινό, και δεν εννοώ τις λίγες χιλιάδες ενημερωμένων οι οποίοι ψάχνουν τι θέλουν να δουν, δεν είναι εκπαιδευμένο, βλέπει το συνηθισμένο, αυτό που ξέρει από την τηλεόραση.»

image

Το ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία; «Είναι δύσκολο να το συγκρίνεις άμεσα. Δεν μπορώ να πω ότι το ελληνικό κοινό δεν ξέρει να εκτιμήσει μια ταινία, ενώ το γερμανικό ξέρει. Σίγουρα εδώ οι άνθρωποι ενδιαφέρονται περισσότερο για την τέχνη, διαβάζουν περισσότερα βιβλία, πηγαίνουν πιο συχνά σινεμά, αλλά μέχρι εκεί. Δεν μπορείς να προβλέψεις τι θέλει το κοινό. Σκέφτομαι τι θέλω εγώ. Θέλω αυτοί που θα δουν την ταινία να ευχαριστηθούν, να νιώσουν τον ήρωα, να συγκινηθούν μαζί του και να βγουν με ένα ευχάριστο συναίσθημα για τη δική τους ζωή.».

Από τις αρχές του ΄90 που άφησε την Αθήνα για την Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Βερολίνου (DFFB), ο Φίλιππος Τσίτος μοιράζει τη ζωή του ανάμεσα στις δύο πόλεις. Το 2001 με την πρώτη του μεγάλου μήκους, το My Sweet Home, συμμετείχε στο διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βερολίνου. Θέμα της, ένας αμερικανός σερβιτόρος, ο οποίος ζει στο Βερολίνο και αποφασίζει να παντρευτεί μια γερμανίδα, Σ΄ εκείνη την ταινία ήρωας του ήταν ο ξένος. Στη τωρινή, ο ήρωας του δεν θέλει να έρχεται σε επαφή με τους ξένους.

«Δεν ξέρω αν με οδηγούν τα βιώματά μου», μας λέει ο ίδιος διευκρινίζοντας πως «δεν πρόκειται για μια ταινία με, ή για τους, μετανάστες. Το κοινό χαρακτηριστικό των δυο ταινιών, είναι ότι έχουμε δυο άνδρες, λίγο μετά τα 40, οι οποίοι φθάνουν σε μια οριακή στιγμή της ζωής τους. Συνειδητοποιούν ότι έχουν κάνει διάφορα λάθη στο παρελθόν, τα οποία τους έχουν εγκλωβίσει σε μια καθημερινότητα που, πια, τους πνίγει. Και αυτό δεν έχει να κάνει με την εθνικότητα.

δημοσιεύτηκε στο ΜΟΤΕΡ Τεύχος 17.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.