Ουαζντί Μουαουάντ: συνέντευξη στο Νικόλα Ζώη (εφ) “η τέχνη είναι σαν το νερό, ο καθένας πίνει”

gynaikes0

Ο λιβανικής καταγωγής σκηνοθέτης ξέρει τι θα πει διεθνής απήχηση. Στο τελευταίο του σκηνοθετικό πόνημα παίρνει τις ηρωίδες το Σοφοκλή και ανεβάζει μια παράσταση με τον απλό αλλά και φιλόδοξο τίτλο Γυναίκες. Κι όμως, πολλοί είναι εκείνοι που μεταθέτουν την προσοχή και προτιμούν ν’ ασχολούνται με το γεγονός ότι στις τάξεις του γαλλοκαναδικού θιάσου του βρίσκεται κι ένας αποφυλακισμένος.

Από τον Νικόλα Ζώη Φωτογραφίες: Jean-Louis Fernandez

Γεννημένος το 1968 στο Λίβανο, ο καταξιωμένος πλέον συγγραφέας, σκη­νοθέτης και ηθοποιός Ουαζντί Μουαουάντ εγκατέ­λειψε οικογενειακώς το 1977 τη γενέτειρα του για ν’ αποφύγει τα δεινά ενός εμφυλίου πολέμου που έμελλε να διαρ­κέσει πολλά χρόνια. Έζησε για λίγο στη Γαλλία και, το 1983, εγκαταστάθηκε στο Κεμπέκ, όπου σπούδασε θέατρο. Από τα πρώτα βήματα της καριέρας του κατα­πιάστηκε με πρωτότυπες παραστάσεις και διασκευές -όπως η θεατρική μετα­φορά του Trainspotting-, βραβεύτηκε για αρκετές απ’ τις επιλογές του, ενώ το 2007 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γαλλικού Θεάτρου του Εθνικού Κέντρου Τεχνών στην Οτάβα. Όταν, όμως, στρα­τολόγησε στις Γυναίκες τον μουσικό Μπερτράντ Καντά, τον πρώην ηγέτη των Noir Desir, που το 2004 κρίθηκε ένοχος για το μέχρι θανάτου ξυλοκόπημα της συντρόφου του, Μαρί Τρεντινιάν (ηθο­ποιού και κόρης του Γάλλου ηθοποιού Ζαν Λουί Τρεντινιάν), οι αντιδράσεις ήταν τέτοιες που στη Γαλλία και στον Καναδά η παράσταση ακυρώθηκε. Εκείνος υπο­στηρίζει τον συνεργάτη του, όχι γιατί τον θεωρεί αθώο, αλλά γιατί πιστεύει ότι τα ζητήματα της δικαιοσύνης, της ηθικής και της τέχνης δεν είναι πάντα αλληλέν­δετα με τον τρόπο που πολλοί πιστεύουν. Και μιλάει στην εφ για πολλά, εξίσου σο­βαρά θέματα, όπως την ίδια την παρά­σταση του, τη σχέση της ροκ μουσικής με τους τραγικούς ήρωες, αλλά και για τους περιορισμούς ή τις αγκυλώσεις που οι καλλιτέχνες του μέλλοντος καλό θα ήταν να ξεπερνάνε σιγά σιγά.

gynaikes

Είναι η πρώτη φορά που διασκευάζετε αρχαίο δράμα;

Όχι, έχω ήδη ανεβάσει Οιδίποδα Τύραννο το 1999 και Τρωάδες του Ευριπίδη το 2002. Αυτό που κάνω, όμως, δεν είναι διασκευή. Δεν είμαι ένας σύγχρονος δάσκαλος που αναθεωρεί αντίγραφα της πνευματικής δημιουργίας παλαιότερων συγγραφέων.

Πώς θα περιγράφατε την παράσταση σας σε κάποιον που δεν έχει ιδέα είτε από παραδοσιακές είτε από σύγχρονες προσεγγίσεις στο αρχαίο θέατρο;

Θα του έλεγα ότι στο αρχαίο θέατρο, τη μεγαλύτερη σημασία έχουν οι ιστορίες. Οι πράξεις των ηρώων είναι ακριβείς, εγείρουν όμως ερωτήματα που συχνά τους οδηγούν σε καταστροφικές επιλογές. Στις Γυναίκες επιδιώκω πάνω απ’ όλα να εξασφαλίσω ότι κι ο ίδιος ο θεατής θα κυριευτεί απ’ τις καταστάσεις αλλά και τις παρεξηγήσεις που ταλανίζουν τους χαρακτήρες. Ώστε μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία ταυτοποίησης να υπάρχουν πλέον μπροστά του όλα τα μεγάλα και αγωνιώδη ερωτήματα. Στις Γυναίκες, πάντως, δεν θα βρείτε ούτε τάση για μοντερνισμό, ούτε τάση για ανακατασκευή, ασχέτως αν πρόκειται για αρχαίο, ή μη, θέατρο.

Πώς έγινε η επιλογή των κειμένων; Ποιος είναι ο κοινός πυρήνας που τα συνδέει;

Είχα την επιθυμία να περάσω απ’ όλα τα έργα που μας έχει αφήσει ολοκληρω­μένα ο Σοφοκλής δηλαδή κι απ’ τις επτά τραγωδίες του. Μου αρέσει να ζω μ’ ένα συγγραφέα για μεγάλο χρονικό διά­στημα, να περνώ απ’ όλα τα κείμενα του, ώστε να αποκτώ την αίσθηση ότι βρέ­χομαι, ότι ξεπλένομαι με την ποίηση του. Διαβάζοντας λοιπόν τις επτά τραγωδίες βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες τις ενώσεις που προκύπτουν. Εκείνες των γυναικών, στις Τραχίνιες, στην Ηλέκτρα και στην Αντιγόνη, εκείνες των ηρώων, στον Αίαντα και τον Οιδίποδα Τύραννο, κι εκείνες του θανάτου, στο Φιλοκτήτη και τον Οιδίποδα επί Κολωνώ.

Πιστεύετε ότι χρειάζονται κάποιου εί­δους επικαιροποίηση τα ερωτήματα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες των αρ­χαίων τραγωδιών;

Στις Γυναίκες δεν επικαιροποίησα τί­ποτα. Το μόνο που έκανα ήταν να με­ταφράσω τα κείμενα, γιατί δεν μπο­ρούσα να τα δουλέψω στ’ αρχαία ελληνικά. Αλλά δεν έκανα καμία προ­σαρμογή. Τα έβαλα απλώς στη σκηνή με τον τρόπο μου, τον τρόπο δηλαδή ενός ανθρώπου με τις εμπειρίες του και την άποψη του για τον κόσμο. Ούτε μ’ ενδιαφέρουν οι μουσειακές αναπα­ραγωγές. Είναι τρομακτικές με την πεποίθηση τους πως αυτά τα έργα απλώς τοποθετούνται δύο χιλιετίες πριν από το σήμερα.

Ποιος είναι ο ρόλος των μουσικών στη σκηνοθετική προσέγγιση σας;

Κατά κάποιο τρόπο έχουν τη θέση του χορού, ιδίως για να δημιουργήσουν μια δύναμη που να μπορεί να ταρακουνήσει βίαια το κοινό. Να μιλήσουν για την κάθαρση των ηρώων οι οποίοι μπαίνουν συχνά σε μια ρητορική με τους μουσικούς. Οι πρώτοι είναι με την πλευρά της λογικής. Τυφλοί, αλλά χρησιμοποιούν το λόγο για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Το τραγούδι του χορού, απ’ την άλλη, γίνεται μια χειρονομία πιο αισθησιακή, πιο κοντά στην έκσταση και συνδέει το σώμα πιο άμεσα με την ενστικτώδη τρέλα.

Είναι αλήθεια ότι στη μουσική επένδυση θ’ ακούσουμε και κάτι από τον ήχο των τραγουδιών του Κερτ Κομπέιν; Γιατί έγινε αυτή η υφολογική επιλογή;

Γιατί στον Κερτ Κομπέιν, αλλά και στον Τζιμ Μόρισον, υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ του εφηβικού ρομαντισμού, απ’ τη μια, και της μανίας, της έκστασης της ροκ μουσικής απ’ την άλλη. Έχω την αίσθηση ότι μεταξύ αυτής της μουσικής και του τραγικού στοιχείου δημιουργείται μια δύναμη που αντανακλά τέλεια τα καταστροφικά κύματα που διατρέχουν τις ενέργειες και τις αποφάσεις των πρωταγωνιστών.

Ίσως έχετε κουραστεί ν’ απαντάτε, αλλά η υπόθεση του μουσικού Μπερτράν Καντά είναι ακόμα νωπή κι εσείς έχετε υποστηρίξει δημόσια την επι­λογή σας, τονίζοντας τις ομοιότητες της ζωής του Καντά μ’ εκείνης ενός τραγικού ήρωα. Μέχρι που μπορεί να φτάσει, όμως, ο σκηνοθέτης για να υποστηρίξει την πρόταση του; Τι εί­δους σχέση βλέπετε μεταξύ τέχνης και ηθικής;

Αυτό που με κουράζει δεν είναι να μι­λάω για το ζήτημα. Αυτό που με κουρά­ζει είναι η υποκρισία των περισσότερων ανθρώπων. Απ’ την πλευρά μου, απορρί­πτω κάθε ιδέα αποκλεισμού η οποία προ­βάλλεται από μια ηθική οποιουδήποτε είδους. Γιατί αν η δικαιοσύνη είναι μια καθολική αξία στην οποία δεν θα πρέπει να αντιταχθούμε, η ηθική είναι μια αξία που δεν είναι κατά κανένα τρόπο καθο­λική. Η δική σας δεν είναι ίδια με τη δική μου. Επομένως, εφόσον δεν παραβιάζω τη δικαιοσύνη, η ηθική γίνεται πλέον ένα ζήτημα σεβασμού. Όπως λέει στον Κρέ­οντα η Αντιγόνη, «είμαι φτιαγμένη για ν’ αγαπώ κι όχι για να μισώ», κι αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο το ίδιο ζήτημα. Όταν κάποιος έχει πληρώσει το χρέος του προς τη δικαιοσύνη των ανθρώπων, τον επικροτώ. Μπορώ να καταλάβω ότι δεν μοι­ράζονται όλοι τις ηθικές αξίες μου, αλλά μου είναι δύσκολο να καταλάβω κάποιον που θέλει τις δικές του να εισβάλουν στις δικές μου.

Ωστόσο, το «έγκλημα πάθους» είναι η αρχαιότερη δικαιολογία για τη βία κατά των γυναικών. Πώς θα αντι­δρούσαν οι ηρωίδες του έργου μπρο­στά στον Καντά;

Πιστεύω ότι απ’ την Αντιγόνη και τη Δη­ιάνειρα θα προέκυπτε ένα βλέμμα που είναι αρκετά κοντά στο δικό μου. Η Ηλέ­κτρα, αντίθετα, θα ήταν αμείλικτη και θα απαιτούσε το θάνατο. Όσο γι’ αυτό που λέτε σχετικά με το «έγκλημα πά­θους», νομίζω ότι το ατυχές σ’όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι κανείς δεν έκανε τον κόπο να διαβάσει το πόρισμα του δι­καστηρίου ή της ποινικής έρευνας. Κα­θένας μιλάει χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης που διαπιστώθηκαν στη διάρκεια της έρευνας και συζητήθηκαν σε μια δίκη που έχει καταλήξει και σε συμπέρασμα και σε μια συγκεκριμένη, αναγνωρισμένη ποινή. Όλα αυτά δεν εί­ναι ασήμαντα. Θέλουμε όμως σε βάρος της αλήθειας, να μεταμορφώσουμε ένα πρόσωπο σ’ ένα σύμβολο που δεν αντα­ποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Έχετε διασκευάσει έργα όπως ο Δον Κιχώτης και το Trainspotting. Πιστεύ­ετε στις προσαρμογές σαν μια δύ­ναμη ανανέωσης του ρεπερτορίου, ή σαν κάτι άλλο;

Νομίζω ότι το πιο σημαντικό είναι το ίδιο το θέατρο. Για την προσαρμογή, τη δημιουργία, ή τη μετάφραση, το πιο ση­μαντικό πράγμα είναι να κάνουν το αντι­κείμενο τους ζωντανό. Ισχυρό. Ανήσυχο. Όποια κι αν είναι τα μέσα που χρησιμο­ποιούν. Προτιμώ μια παράσταση αυ­θάδη από μια παράσταση που επιδει­κνύει σοφία.

Οι βραβεύσεις σας ενδιαφέρουν; Έχετε τιμηθεί στη Γαλλία και τον Κα­ναδά για το σύνολο του έργου σας, τι σημαίνουν όμως για έναν καλλιτέχνη με πολυπολιτισμικές καταβολές τα βραβεία των χωρών υποδοχής του;

Δίνουν ιδιαίτερη χαρά στον πατέρα μου, που λέει ότι δεν έχει θυσιάσει τα πάντα για το τίποτα. Αυτό είναι που αγγίζει βα­θιά κι εμένα, γιατί βλέπω ότι χρειάζεται απ’την πλευρά του μια πραγματική υπε­ρηφάνεια· ένα είδος συμφιλίωσης με τις δυσκολίες που υπέμεινε – τον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου και τη φυγή με κα­τεύθυνση τη Γαλλία, κι έπειτα τη μετά­βαση στον Καναδά.

To Incendies ανέβηκε σε πολλές χώ­ρες και η κινηματογραφική του δια­σκευή (Μέσα από τις φλόγες) ήταν φέ­τος υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ποιο απ’ τα δύο σας έδωσε μεγαλύτερη ικανοποίηση;

Δεν ξέρω αν είμαι σε θέση ν’ απαντήσω. Γιατί εγώ έγραψα απλώς το θεατρικό και έκανα τη σκηνοθεσία του. Με την ταινία δεν ασχολήθηκα. Το πρώτο γεννήθηκε από μένα, το δεύτερο όχι. Και θα είμαι πάντα πιο κοντά στο θέατρο από ό,τι στον κινηματογράφο. Αλλά η ταινία μού άρεσε πολύ, και αναγνώρισα το έργο μου στη δουλειά του σκηνοθέτη, του Ντενί Βιλνέβ.

Έχετε καταπιαστεί με το γράψιμο, την ηθοποιία, τη σκηνοθεσία και την καλ­λιτεχνική διεύθυνση. Το 2004 κάνατε και το Littoral, την πρώτη σας ταινία. Ποια απ’ όλες τις δραστηριότητες αγαπάτε περισσότερο, και πώς αυτές αλληλοσυμπληρώνονται;

Μ’ αρέσει να ταξιδεύω και παράλληλα να γράφω, να σκηνοθετώ παραστάσεις ή να ερμηνεύω ρόλους μπροστά στο κοινό, και να βλέπω πώς με μεταμορ­φώνει όλη αυτή η διαδικασία. Μ’ αρέσει πάνω απ’ όλα η ζωή. Και η αγάπη μου για τη ζωή περνάει, ενσωματώνεται στα έργα μου. Σ’ όλα τα έργα μου. Όταν στα­ματάει αυτή η διαδικασία πρέπει να κά­τσω και να γράψω, για να την ενεργο­ποιήσω και πάλι.

Ο καλλιτέχνης του μέλλοντος αγνοεί τα γεωγραφικά σύνορα ή τα όρια με­ταξύ των τεχνών; Ποιους άλλους πε­ριορισμούς θα πρέπει να καταργεί;

Τα χρήματα. Και τα σύνορα που δημι­ουργούνται από τα χρήματα. Οι παρα­στάσεις που δημιουργούμε δεν μπορεί να ταξιδεύουν μόνο σε πλούσιες ή ανε­πτυγμένες χώρες· αυτό είναι ένα τρο­μερό λάθος. Μια τρομερή ανθρώπινη καθυστέρηση. Η τέχνη είναι σαν το νερό. Ο καθένας πίνει. 0 καθένας μπορεί να κι­νηθεί, να ταξιδέψει, να μείνει μέσα στην επικράτεια της ομορφιάς, η οποία δεν μπορεί να ορίζεται και να πλαισιώνεται από μια οικονομική πραγματικότητα. Όχι σήμερα, όχι μ’ αυτά που βιώνουμε. Αλλά οι θαρραλέες πολιτικές δεν είναι από τα χαρακτηριστικά της εποχής μας.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.