ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΧΕΙ Ν’ ΑΓΑΠΑΣ (1975) του Αντρτζέι Ζουλάφσκι || Κριτική: Βασίλης Ραφαηλίδης, Σώτη Τριανταφύλλου

ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ

Το «σημασία έχει ν’ αγαπάς» «L’ important c’ est d’ aimer» είναι το τρίτο φιλμ, του μεγάλου Πολωνού , γυρισμένο στη Γαλλία το 1974.

L_IMPORTANT_C_EST_D_AIMER-Poster

Τα πάντα σ’ αυτό το εκπληκτικό φιλμ κινούνται σ’ ένα διπλό επίπεδο: Πρόκειται για μια εκκωφαντική φανταχτερή «φιλμόπετρα» και ταυτόχρονα για ένα χρονικό της απλής, καθημερινής ζωής, για μια ευτελή ιστορία έρωτα και πάθους παρμένη απ’ το μπεστ σέλερ του Κρίστοφερ Φρανκ «Αμερικάνικη νύχτα (δεν έχει καμιά σχέση με την ομώνυμη ταινία του Τρυφφώ) και ταυτόχρονα για μια μοντέρνα τραγωδία σαιξπιρικού ύφους, για ένα φιλμ σαδιστικά σκληρό και ταυτόχρονα βαθύτατα τρυφερό κι ανθρώπινο, για ένα ρεπορτάζ πάνω στο θέμα «αποτυχία» και ταυτόχρονα για μια σοφή ψυχολογική έρευνα πάνω στην υστερία.

Σεμινάριο Ιστορίας-Θεωρίας-Κριτικής Κινηματογράφου 2018
στο Πολιτιστικό Κέντρο «Ο Καύκασος»
Εργαστήρι Κινηματογράφου Δήμου Ζωγράφου και το 2018

Μ’ έναν καταιγισμό από σεκάνς, σκηνές και πλάνα που λειτουργούν σχεδόν αυτόνομα καθώς η σύνδεσή τους με τον κεντρικό άξονα της ίντριγκας είναι πάρα πολύ χαλαρή, Ο Ζουλάφσκι επιχειρεί μια τρομακτική βουτιά στην καρδιά της πυρακτωμένης κόλασης που λέγεται «Δυτικός τρόπος ζωής» και που σημαίνει σε τελική ανάλυση, μανιακή προσπάθεια να βρεθούν υποκατάστατα των χαμένων ιδανικών.
Ο κόσμος του Ζουλάφσκι εδώ είναι ο κόσμος του θεάματος, με μια διπλή (και πάλι) έννοια: α) Σχεδόν όλοι οι ήρωες είναι θεατρίνοι σε αναζήτηση «σοβαρού» ρόλου που θα τον χρησιμοποιήσουν σαν παραπλήρωμα ζωής: Η ταινία ανοίγει με μια μανιακή προσπάθεια υποδύσεως ενός σκληρού και δύσκολου ρόλου από την Ρόμυ Σνάιντερ (που στο φιλμ αυτό κάνει το ρόλο της καριέρας της) και κλείνει με μια ανάλογη σκηνή όπου, όμως η κατάσταση δεν είναι «θεατρογενής» αλλά «φυσική» πράγμα που σημαίνει ότι η ηθοποιός «βρήκε» το μεγάλο της ρόλο μέσα στην ίδια τη ζωή και με αφορμή τον υστερικό της έρωτα για έναν πορνοφωτογράφο (Φάμπιο Τέστι). Β) «Ο κόσμος ολόκληρος είναι μια σκηνή και όλοι, άντρες και γυναίκες είναι απλοί ηθοποιοί», όπως λέει ο Σαίξπηρ και όπως εφαρμόζει τη ρήση κατά γράμμα ο μαθητής του Ζουλάφσκι. Πράγματι η ταινία δεν είναι παρά μια δουλειά πάνω στη ζωή, νοούμενη σαν θέαμα, και πάνω στο θέαμα, νοούμενο σαν υποκατάστατο της ζωής.
Για να πετύχει αυτό το διπλό παιχνίδι ο ιδιοφυής Ζουλάφσκι, υιοθετεί μια μέθοδο τόσο παροξυμένα ρεαλιστική, που μέσα από μια συνεχή και χωρίς καμιά ανάπαυλα διόγκωση των αρχικά απλών καταστάσεων γίνετε σχεδόν σουρεαλιστική. Στο ίδιο αποτέλεσμα φτάνει και με ένα δεύτερο τρόπο: Το ακρότατο στυλιζάρισμα με τη λεγόμενη «μέθοδο της θεατροποίησης» δίνει στον αρχικά αποτρόπαιο ρεαλισμό (μάλλον νατουραλισμό με την πιο πλήρη έννοια της λέξης) μια διάσταση καθαρά ποιητική. Έτσι οι παροξυμένες ρεαλιστικές καταστάσεις, που διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς καμιά ανάπαυλα, δεν είναι παρά εικόνες-θέαμα, υπερφορτωμένες με «εικαστικό περιεχόμενοι» υποβασταζόμενος από μια μουσική (του θαυμάσιου Ζωρζ Ντελερύ) κάθε άλλο παρά διακριτική και υπογραμμιστική και από ήχους έντονους και αγχοτικούς.
Βασίλης Ραφαηλίδης, Βήμα 18-11-1975

Αν η Αμερικάνικη Νύχτα είναι ένα μυθιστόρημα βλεμμάτων, το «Σημασία έχει ν’ αγαπάς» είναι μια ταινία φωνών: μια ταινία εκκωφαντική, που ουρλιάζει –καλύτερα: που θρηνεί, που αλυχτά μέσα σε μια πυκνή νύχτα. Τα πρόσωπα φαίνονται παραποιημένα –η Ναντίν είναι αδιάφορη, αλλά μ’ έναν σπαραχτικό τρόπο, ο Ζακ «ένα φάντασμα» («που αγάπησα και παντρεύτηκα», όπου λέει προκλητικά στο Σεβραί), ένα φάντασμα που απειλεί να διαλυθεί μέσα σε μια χάρη απόλυτη και τραγική. Όσο για το περιβάλλον του πορνο-κινηματογράφου που περιγράφει ο Ζουλάφσκι, ταυτίζεται με τον υπόκοσμο κι ο τρόπος της ζωής μ’ ένα κακότεχνο θέατρο όπου παρελαύνουν οι καμποτίνοι. Οι κεντρικοί ήρωες μοιάζουν ανήμπορα, παγιδευμένα ζώα σ’ ένα απάνθρωπο σύμπαν που παρουσιάζεται παροξυντικό και τερατώδες.
Ωστόσο, όπως δηλώνει ο τίτλος, η ταινία του Ζουλάφσκι αποτελεί μια κατάφαση στον οριστικό έρωτα, τον χωρίς όρους: από τη στιγμή που ο Σεβραί βλέπει για πρώτη φορά τη Ναντίν (να προσπαθεί να αποδώσει ένα ρόλο που σιχαίνεται σε μια πορνοταινία) βρίσκει ένα κέντρο –και καθώς πορεύεται μέσα σ’ ένα πλήθος ερώτων, περιμένει την ώρα της τελικής τους συνάντησης. Α η Αμερικάνικη νύχτα μοιάζει με ποίημα του Πρεβέρ –με τον Κήπο ή με την Οδό Σηκουάνα- το «Σημασία έχει ν’ αγαπάς» μοιάζει με σαιξπηρική τραγωδία ή με ρομαντικό χρονικό μιας αποτυχίας που βρίσκει διέξοδο στην αγάπη. Ο Ζουλάφσκι, αντίθετα απ’ ό,τι ο Κρίστοφερ Φρανκ, δημιουργεί αλλεπάλληλες ταυτίσεις βουλιάζοντας κι ο ίδιος σε μια συλλογική κόλαση, όπου όλοι αναζητούν απεγνωσμένα ένα ρόλο. Οι ρόλοι μοιάζουν να υποκαθιστούν την έλλειψη της πραγματικότητας, να γεμίζουν ένα κενό που τους κοιτάζει επίμονα: η ταινία αρχίζει με τυ Ρόμυ Σνάιντερ να αποτυγχάνει σ’ έναν μελοδραματικό ρόλο και τελειώνει με μια παρόμοια σκηνή όπου, σκυμμένη πάνω απ’ τον αιμόφυρτο Φάμπιο Τέστι, «επιτυγχάνει» να τον αγαπήσει. Η ταινία μοιάζει να παραφράζει τον Χέγκελ, καθώς ακολουθεί ναι κυκλική κίνηση σε τρείς χρόνους: ο πρώτος είναι εκείνος της άμεσης αλήθειας, της υποστασιακότητας που πρέπει να υποβληθεί σε άρνηση, ο δεύτερος είναι η στιγμή της τραγικότητας, της δυστυχίας και της απώλειας της υπόστασης, ο τρίτος είναι η στιγμή της συμφιλίωσης, της επιστροφής στην πρωτογενή ενότητα, της καινούργιας ευτυχίας.
Σώτη Τριανταφύλλου (από το επίμετρο του βιβλίου «Αμερικάνικη νύχτα» εκδόσεις Πόλις)

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.