Το Μυστικό Του Βράχου των κρεμασμένων (1975) του Πίτερ Γουίαρ | Κριτική Βασίλη Ραφαηλίδη 

 

 

Ο αυστραλιανός κινηματογρά­φος με την ταινία Μαντ Μαξ, ο εκδικητής της νύχτας του Τζορτζ Μίλερ, μας εξέπληξε ευχάριστα, και η ίδια έκπληξη επαναλαμβά­νεται τώρα με το Πικνίκ στον Κρεμαστό Βράχο(πρωτότυπος τίτλος), πράγμα που επιβεβαιώ­νει τις φιλολογικές μας πληρο­φορίες πως στην κινηματογραφία της πέμ­πτης ηπείρου συμβαίνουν πράγματα πάρα πολύ σημαντικά, χάρη κυρίως στην πολιτι­κή του κράτους που εδώ και δεκαπέντε χρό­νια τουλάχιστον πατρονάρει και βοηθάει με κάθε τρόπο τον εθνικό κινηματογράφο.

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΡΑΧΟΥ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΩΝ (2018) (Α΄ΚΥΚΛΟΣ) –
Α΄ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ στην ΕΡΤ 1

Σεμινάριο Πρακτικής Κινηματογράφου: Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Κινηματογραφικής Υποκριτικής, Εικονοληψίας-Διεύθυνσης Φωτογραφίας και Μοντάζ:
Πρώτο Επίπεδο Αυτοτελές

Σεμινάριο Ιστορίας-Θεωρίας-Κριτικής Κινηματογράφου 2018

Πρώτα ο Καναδάς, που επίσης έχει μια εξαι­ρετικά ανεπτυγμένη κινηματογραφία, και στη συνέχεια η Αυστραλία, δηλαδή τα δύο κύρια φέουδα του χολιγουντιανού κινημα­τογράφου, έρχονται να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία του Χόλιγουντ.

Στο Φεστιβάλ των Καννών του 1977, το Πικνίκ στον Κρεμαστό Βράχο είχε κάνει πά­ταγο, παρά το γεγονός πως δε συμπεριλή­φθηκε σε κανένα από τα επίσημα ή ημιεπί­σημα προγράμματα και παίχτηκε μόνο στην «αγορά του φιλμ». Τα πανίσχυρα κυκλώμα­τα του ευρωαμερικανικού κινηματογράφου προσπαθούσαν ακόμα να προφυλαχθούν α­πό έναν παρείσακτο που θα χαλούσε την πιάτσα.

 

Picnic a Hanging Rock 1975

Το σενάριο αυτής της έξοχης ταινίας βασί­ζεται σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέ­βη κοντά στη Μελβούρνη τη 14η Φεβρουα­ρίου 1900, όπως πέρασε στο ομότιτλο μυθι­στόρημα της Τζόαν Λίντσεϊ: οι μαθήτριες ε­νός αριστοκρατικού, βικτοριανού και πουριτανικού κολεγίου πάνε εκδρομή στον ηφαι­στειογενή Κρεμαστό Βράχο, και οι τρεις ο­μορφότερες απ’ αυτές μαζί με την καλύτερη δασκάλα τους δεν επιστρέφουν. Χάθηκαν ε­ντελώς μυστηριωδώς μέσα στα βράχια, που, ωστόσο, δεν ήταν καθό­λου απροσπέλαστα. Μια τέταρτη κοπελίτσα, που δε θυμόταν τίποτα, βρέ­θηκε ημιθανής και με πε­ρίεργα τραύματα στο πρό­σωπο, ενώ μια πέμπτη, ό­ντας πανάσχημη, δεν «ανελήφθη εις ουρανούς».

Ογδόντα χρόνια ύστερα από αυτό το περιστατικό και παρά τις επιστημονικές έρευνες, το μυστήριο της εξαφάνισης παραμένει, ενώ ο θάνατος της στρίγκλας διευθύντριας του σχολείου που βρέθη­κε πεθαμένη στα ριζά τού λόφου πολλές μέρες μετά το ανεξήγητο περιστατικό, αποδόθηκε είτε σε αυτοκτονία είτε σε πτώση που συνέβη στη διάρκεια μιας μοναχικής εξερεύνησης του βράχου.

Αυτή η παράξενη ιστορία είναι ήδη πολυ­διάστατη από μόνη της: το πρώτο το ρεαλι­στικό επίπεδο, υπαγορεύεται απ’ το γεγονός καθαυτό που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Το δεύτερο, το φανταστικό επίπεδο, επιβάλλε­ται αυτόματα από την έλλειψη μιας λογικής εξήγησης της εξαφάνισης. Το τρίτο, το αστυ­νομικό επίπεδο, δεν είναι παρά η λογική συ­νέπεια της προσπάθειας για εξιχνίαση του μυστηρίου. Το τέταρτο, το ψυχολογικό επί­πεδο, δημιουργείται αναγκαστικά από τη δουλειά του σεναρίστα (και της μυθιστοριο­γράφου, ασφαλώς) πάνω στη δημιουργία των αναγκαίων για την αφήγηση χαρακτή­ρων. Και το πέμπτο και για μας σημαντικό­τερο επίπεδο, αυτό της παραβολής, βγαίνει από τη μέριμνα τούτη τη φορά κατά κύριο λόγο του σκηνοθέτη, να εκμαιεύσει από τους χαρακτήρες και τα γεγονότα παρεμπι­πτόντως κάποιες απόψεις που δεν αναφέρο­νται άμεσα ούτε στους χαρακτήρες ούτε στα γεγονότα καθαυτά, και που έχουν σχέση με την κοινωνιοψυχολογία.

Βέβαια, η γοητεία της ταινίας είναι συνέ­πεια της αλληλεπίθεσης και του ταυτοχρονισμού όλων των επιπέδων που αναφέραμε κι αν απομονώνουμε το τέταρτο, που είναι το πιο ασταθές και αβέβαιο, το κάνουμε γιατί, λόγω ακριβώς της «ποιητικότητας» του, εί­ναι το μόνο που προσφέρει μια σίγουρη λαβή για μια ποιητική ερμηνεία της ταινίας, α­φού όλες οι άλλες (λογική, επιστημονική κλπ.) αποκλείονται από την ίδια τη φύση του περιστατικού.

Η ερμηνεία, λοιπόν, που προτείνουμε —με μεγάλη επιφύλαξη — θα μπορούσε να τεκμη­ριωθεί ως εξής: αφού οι κοπέλες που χάνο­νται είναι οι ομορφότερες του σχολείου κι α­φού η δασκάλα που εξαφανίζεται μαζί τους είναι η πιο «φυσική», δηλαδή η λιγότερο αλ­λοτριωμένη, αφού η φύση που καταπίνει την ομορφιά είναι η ίδια απίθανα όμορφη, και βέβαια, α-ηθική, αφού το σχολείο είναι στο έπακρο πουριτανικό και ευνουχιστικό της ανθρώπινης φύσης, αφού τα σεξουαλικά σύμβολα υπερτονίζονται (κορμιά χυμώδη και ολοζώντανα κάτω από τους φραμπαλάδες, σχεδόν ομοφυλοφιλική σχέση ανάμεσα σε δύο μαθήτριες, βιασμός της «αντρίκειας» αγγλικής από τη «θηλύκια» γαλλική γλώσ­σα που μιλάει η άκρως τρυφερή δασκάλα των Γαλλικών, και κυρίως η συνεχής οπτι­κή παρουσία των ολόρθων κορυφών τού βράχου με τον καταφάνερο φαλλικό τους συμβολισμό, που επιτείνεται τόσο από την παρουσία των δύο αγοριών που ψάχνουν για τις χαμένες κοπέλες όσο κι από τη βου­κολική φλογέρα που κυριαρχεί στην υπό­κρουση κάθε φορά που η δράση μετατίθεται στο φυσικό ντεκόρ), αφού, λοιπόν, κυριαρ­χεί στη σκηνοθεσία μια σεξουαλικότητα πα­νέξυπνα κρυμμένη, αλλά έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή, η εξαφάνιση — στο επίπεδο της παραβολής πάντα— δεν μπορεί παρά να είναι μια «απόδραση» από τον κοινωνικό και βαθύτατα αλλοτριωμένο χώρο προς το φυσι­κό και πάναγνο μέσα στην απόλυτη α-ηθικότητά του χώρο. Έτσι, οι κοπέλες εξαφανιζόμενες δεν κέρδισαν μόνο τη λευτεριά τους α­πό το κάτεργο του ευνουχιστηρίου που λέ­γεται σχολείο, αλλά ενώθηκαν με μια έννοια συμβολικά σεξουαλική με την ίδια τη φύση, που βρίσκεται πέρα και πάνω από τους πα­ντοειδείς ευνουχισμούς που επιβάλλουν οι ηθικοί κώδικες, που δουλειά τους είναι να ε­μποδίζουν τη φύση να λειτουργήσει ως φύ­ση.

Αν δούμε την ταινία απ’ αυτή την α-ηθική σκοπιά, το μυστήριο της εξαφάνισης δεν εί­ναι παρά μια δήλωση για το μυστηριώδες της πάντα ανεξιχνίαστης φύσης. Με όρους περισσότερο επιστημονικούς, συγκεκριμένα ψυχαναλυτικούς, το μυστήριο πρέπει να τοποθετηθεί στο έτσι κι αλλιώς μυστηριώδες υποσυνείδητο, που εδώ όμως πρέπει να το εκλάβουμε στη γιουνγκική του εκδοχή: ως ομαδικό, αρχετυπικό ασυνείδητο, που στον Γιουνγκ υποκαθιστά την έννοια τόσο της φύσης όσο και της ιστορίας, και που ενέχει μια διάσταση μεταφυσική. Μέχρι να λυθεί το μυστήριο της εξαφάνισης των κοριτσιών που συνέβη το 1900, είμαστε υποχρεωμένοι να σκουντουφλάμε κι εδώ στο μεταφυσικό σκότος, όπως άλλωστε συμβαίνει κάθε φορά που αδυνατούμε εξ αντικειμένου να χρησι­μοποιήσουμε τη λογική, η οποία, ωστόσο, δε σταμάτησε ποτέ να εισδύει αργά αλλά στα­θερά, στα μυστήρια του κόσμου τούτου. Μέ­χρι την πλήρη εκλογίκευση των μυστη­ρίων, η ποίηση θα παίζει το ρόλο της σε τού­τον τον κόσμο.

«Το Βήμα», 6-5-1980

1 comments

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.