Ο αυστραλιανός κινηματογράφος με την ταινία Μαντ Μαξ, ο εκδικητής της νύχτας του Τζορτζ Μίλερ, μας εξέπληξε ευχάριστα, και η ίδια έκπληξη επαναλαμβάνεται τώρα με το Πικνίκ στον Κρεμαστό Βράχο(πρωτότυπος τίτλος), πράγμα που επιβεβαιώνει τις φιλολογικές μας πληροφορίες πως στην κινηματογραφία της πέμπτης ηπείρου συμβαίνουν πράγματα πάρα πολύ σημαντικά, χάρη κυρίως στην πολιτική του κράτους που εδώ και δεκαπέντε χρόνια τουλάχιστον πατρονάρει και βοηθάει με κάθε τρόπο τον εθνικό κινηματογράφο.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΒΡΑΧΟΥ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΩΝ (2018) (Α΄ΚΥΚΛΟΣ) –
Α΄ ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ στην ΕΡΤ 1
Σεμινάριο Πρακτικής Κινηματογράφου: Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Κινηματογραφικής Υποκριτικής, Εικονοληψίας-Διεύθυνσης Φωτογραφίας και Μοντάζ:
Πρώτο Επίπεδο Αυτοτελές
Σεμινάριο Ιστορίας-Θεωρίας-Κριτικής Κινηματογράφου 2018
Πρώτα ο Καναδάς, που επίσης έχει μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη κινηματογραφία, και στη συνέχεια η Αυστραλία, δηλαδή τα δύο κύρια φέουδα του χολιγουντιανού κινηματογράφου, έρχονται να αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία του Χόλιγουντ.
Στο Φεστιβάλ των Καννών του 1977, το Πικνίκ στον Κρεμαστό Βράχο είχε κάνει πάταγο, παρά το γεγονός πως δε συμπεριλήφθηκε σε κανένα από τα επίσημα ή ημιεπίσημα προγράμματα και παίχτηκε μόνο στην «αγορά του φιλμ». Τα πανίσχυρα κυκλώματα του ευρωαμερικανικού κινηματογράφου προσπαθούσαν ακόμα να προφυλαχθούν από έναν παρείσακτο που θα χαλούσε την πιάτσα.
Το σενάριο αυτής της έξοχης ταινίας βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη κοντά στη Μελβούρνη τη 14η Φεβρουαρίου 1900, όπως πέρασε στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Τζόαν Λίντσεϊ: οι μαθήτριες ενός αριστοκρατικού, βικτοριανού και πουριτανικού κολεγίου πάνε εκδρομή στον ηφαιστειογενή Κρεμαστό Βράχο, και οι τρεις ομορφότερες απ’ αυτές μαζί με την καλύτερη δασκάλα τους δεν επιστρέφουν. Χάθηκαν εντελώς μυστηριωδώς μέσα στα βράχια, που, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου απροσπέλαστα. Μια τέταρτη κοπελίτσα, που δε θυμόταν τίποτα, βρέθηκε ημιθανής και με περίεργα τραύματα στο πρόσωπο, ενώ μια πέμπτη, όντας πανάσχημη, δεν «ανελήφθη εις ουρανούς».
Ογδόντα χρόνια ύστερα από αυτό το περιστατικό και παρά τις επιστημονικές έρευνες, το μυστήριο της εξαφάνισης παραμένει, ενώ ο θάνατος της στρίγκλας διευθύντριας του σχολείου που βρέθηκε πεθαμένη στα ριζά τού λόφου πολλές μέρες μετά το ανεξήγητο περιστατικό, αποδόθηκε είτε σε αυτοκτονία είτε σε πτώση που συνέβη στη διάρκεια μιας μοναχικής εξερεύνησης του βράχου.
Αυτή η παράξενη ιστορία είναι ήδη πολυδιάστατη από μόνη της: το πρώτο το ρεαλιστικό επίπεδο, υπαγορεύεται απ’ το γεγονός καθαυτό που δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Το δεύτερο, το φανταστικό επίπεδο, επιβάλλεται αυτόματα από την έλλειψη μιας λογικής εξήγησης της εξαφάνισης. Το τρίτο, το αστυνομικό επίπεδο, δεν είναι παρά η λογική συνέπεια της προσπάθειας για εξιχνίαση του μυστηρίου. Το τέταρτο, το ψυχολογικό επίπεδο, δημιουργείται αναγκαστικά από τη δουλειά του σεναρίστα (και της μυθιστοριογράφου, ασφαλώς) πάνω στη δημιουργία των αναγκαίων για την αφήγηση χαρακτήρων. Και το πέμπτο και για μας σημαντικότερο επίπεδο, αυτό της παραβολής, βγαίνει από τη μέριμνα τούτη τη φορά κατά κύριο λόγο του σκηνοθέτη, να εκμαιεύσει από τους χαρακτήρες και τα γεγονότα παρεμπιπτόντως κάποιες απόψεις που δεν αναφέρονται άμεσα ούτε στους χαρακτήρες ούτε στα γεγονότα καθαυτά, και που έχουν σχέση με την κοινωνιοψυχολογία.
Βέβαια, η γοητεία της ταινίας είναι συνέπεια της αλληλεπίθεσης και του ταυτοχρονισμού όλων των επιπέδων που αναφέραμε κι αν απομονώνουμε το τέταρτο, που είναι το πιο ασταθές και αβέβαιο, το κάνουμε γιατί, λόγω ακριβώς της «ποιητικότητας» του, είναι το μόνο που προσφέρει μια σίγουρη λαβή για μια ποιητική ερμηνεία της ταινίας, αφού όλες οι άλλες (λογική, επιστημονική κλπ.) αποκλείονται από την ίδια τη φύση του περιστατικού.
Η ερμηνεία, λοιπόν, που προτείνουμε —με μεγάλη επιφύλαξη — θα μπορούσε να τεκμηριωθεί ως εξής: αφού οι κοπέλες που χάνονται είναι οι ομορφότερες του σχολείου κι αφού η δασκάλα που εξαφανίζεται μαζί τους είναι η πιο «φυσική», δηλαδή η λιγότερο αλλοτριωμένη, αφού η φύση που καταπίνει την ομορφιά είναι η ίδια απίθανα όμορφη, και βέβαια, α-ηθική, αφού το σχολείο είναι στο έπακρο πουριτανικό και ευνουχιστικό της ανθρώπινης φύσης, αφού τα σεξουαλικά σύμβολα υπερτονίζονται (κορμιά χυμώδη και ολοζώντανα κάτω από τους φραμπαλάδες, σχεδόν ομοφυλοφιλική σχέση ανάμεσα σε δύο μαθήτριες, βιασμός της «αντρίκειας» αγγλικής από τη «θηλύκια» γαλλική γλώσσα που μιλάει η άκρως τρυφερή δασκάλα των Γαλλικών, και κυρίως η συνεχής οπτική παρουσία των ολόρθων κορυφών τού βράχου με τον καταφάνερο φαλλικό τους συμβολισμό, που επιτείνεται τόσο από την παρουσία των δύο αγοριών που ψάχνουν για τις χαμένες κοπέλες όσο κι από τη βουκολική φλογέρα που κυριαρχεί στην υπόκρουση κάθε φορά που η δράση μετατίθεται στο φυσικό ντεκόρ), αφού, λοιπόν, κυριαρχεί στη σκηνοθεσία μια σεξουαλικότητα πανέξυπνα κρυμμένη, αλλά έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή, η εξαφάνιση — στο επίπεδο της παραβολής πάντα— δεν μπορεί παρά να είναι μια «απόδραση» από τον κοινωνικό και βαθύτατα αλλοτριωμένο χώρο προς το φυσικό και πάναγνο μέσα στην απόλυτη α-ηθικότητά του χώρο. Έτσι, οι κοπέλες εξαφανιζόμενες δεν κέρδισαν μόνο τη λευτεριά τους από το κάτεργο του ευνουχιστηρίου που λέγεται σχολείο, αλλά ενώθηκαν με μια έννοια συμβολικά σεξουαλική με την ίδια τη φύση, που βρίσκεται πέρα και πάνω από τους παντοειδείς ευνουχισμούς που επιβάλλουν οι ηθικοί κώδικες, που δουλειά τους είναι να εμποδίζουν τη φύση να λειτουργήσει ως φύση.
Αν δούμε την ταινία απ’ αυτή την α-ηθική σκοπιά, το μυστήριο της εξαφάνισης δεν είναι παρά μια δήλωση για το μυστηριώδες της πάντα ανεξιχνίαστης φύσης. Με όρους περισσότερο επιστημονικούς, συγκεκριμένα ψυχαναλυτικούς, το μυστήριο πρέπει να τοποθετηθεί στο έτσι κι αλλιώς μυστηριώδες υποσυνείδητο, που εδώ όμως πρέπει να το εκλάβουμε στη γιουνγκική του εκδοχή: ως ομαδικό, αρχετυπικό ασυνείδητο, που στον Γιουνγκ υποκαθιστά την έννοια τόσο της φύσης όσο και της ιστορίας, και που ενέχει μια διάσταση μεταφυσική. Μέχρι να λυθεί το μυστήριο της εξαφάνισης των κοριτσιών που συνέβη το 1900, είμαστε υποχρεωμένοι να σκουντουφλάμε κι εδώ στο μεταφυσικό σκότος, όπως άλλωστε συμβαίνει κάθε φορά που αδυνατούμε εξ αντικειμένου να χρησιμοποιήσουμε τη λογική, η οποία, ωστόσο, δε σταμάτησε ποτέ να εισδύει αργά αλλά σταθερά, στα μυστήρια του κόσμου τούτου. Μέχρι την πλήρη εκλογίκευση των μυστηρίων, η ποίηση θα παίζει το ρόλο της σε τούτον τον κόσμο.
«Το Βήμα», 6-5-1980
[…] Το Μυστικό Του Βράχου των κρεμασμένων (1975) του Πίτερ Γο… […]