Μεταμοσενύχτιες καλλιτεχνικές ανησυχίες φοράνε το κοστούμι της ποίησης ενός σπουδαίου λογοτέχνη μας και αρθρώνουν τις δικές του λέξεις με δικά τους θαύματα. Μικρή ως προς την διάρκειά της, μεγάλη ως προς το περιεχόμενό της, η performance αυτή έχει να προσφέρει στο κοινό εκείνη την ιδανική συγκυρία της μέθεξης, που σπάνια πια απολαμβάνουμε στο θέατρο.
Η Ελένη Αγγελοπούλου δημιούργησε την τέταρτη διάσταση ενός χώρου μέσα στον οποίο ο Enke Fezollari άνοιξε το παράθυρο και ζωντάνεψε έναν ολόκληρο κόσμο, τον οποίον έχουμε εδώ και χρόνια λησμονήσει.
Όσο δύσκολο και αν είναι να σταθεί ένας ηθοποιός μόνος του επάνω στη σκηνή, άλλο τόσο πιο δύσκολο είναι να το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας μία γλώσσα “ξένη”. Και μάλιστα έχοντας ως υλικό ένα έργο σπουδαίο, από αυτά που ως γνήσιοι κληρονόμοι οι έλληνες, δεν υπερασπιζόμαστε παρά μονάχα εάν κάποιος τολμήσει να τα αγαπήσει και να αφεθεί στις δημιουργικές στροφές που θα τον παρασύρουν. Εδώ έχουμε την περίπτωση ενός αλβανικής καταγωγής ηθοποιού, ο οποίος όχι μόνο αγάπησε αλλά και έριξε με επιτυχία το βλέμμα του στις πανανθρώπινες πτυχές του έργου του.
Ο Γιάννης Ρίτσος, η “φωνή” μίας γενιάς που πάλεψε για κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη, πλάι στους εργάτες, τους μη προνομιούχος αλλά και εκείνους που στερήθηκαν δικαιώματα ένεκα των πολιτικών τους φρονημάτων, συνέθεσε στίχους για να φωνάξει υπέρ της παγκόσμιας ειρήνης και αδελφοσύνης. Σε μία εποχή και μία χώρα όπου πλέον το δεδομένο είναι η απομόνωση, η μη ανοχή και η περιφρόσυνη οποιασδήποτε απελπισμένης κραυγής δεν χρησιμοποιεί τις συλλαβές μας, το παράθυρο που εκείνος άνοιξε τον κόσμο μοιάζει πλέον ερμητικά κλειστό στο φως της οικουμενικότητας. H παράσταση έρχεται να συνδιαλλαγεί με την ελληνική πραγματικότητα, όχι ως μία επίθεση στα ξενοφοβικά ή ρατσιστικά ένστικτά μας, αλλά ως μία αποδοχή της ετερότητας μέσα από την έννοια της ταυτότητας.
Το παράθυρο αν και μεταφράστηκε και ερμηνεύτηκε στα αλβανικά, δεν μίλησε μία βαλκάνια γλώσσα. Αντιθέτως εκφράστηκε με την παγκόσμια γλώσσα της ψυχής, φορέας της οποίας είναι το σώμα. Συγκεκριμένα το σώμα ενός σπουδαίου ηθοποιού, τον οποίο για πρώτη φορά είχα την τύχη να απολαύσω στο θέατρο. Ο Enke Fezollari στέκεται πάνω σε ένα σεντούκι, βυθισμένος στις σκέψεις του, και αφημένος στην επαναληπτική κίνηση της περιστροφής του κάδρου που κρατάει. Έτσι μας υποδέχεται, ανυποψίαστους, από σκηνής, για να μας κρατήσει κοντά του ακούραστος και υπερενεργητικός επί σαράντα περίπου λεπτά. Τίποτα δεν πρόδιδε στην αρχική αυτή εικόνα, της γαλήνης και της μελαγχολίας, εκείνο που θα ακολουθούσε. Εάν θα έπρεπε να στείλω τη μνήμη μου σε προγενέστερες καλλιτεχνικές μου εμπειρίες προκειμένου να βρω αναλογίες με αυτό που παρακολούθησα, χωρίς δισταγμό θα έλεγα πως ο Τορνατόρε με τον παραδεισένιο κινηματογράφο του και ο Βισκόντι με τα ποδήλατα και τους κλέφτες του έχουν το ίδιο κλίμα – λιτό, βαθειά ανθρώπινο και ουσιαστικό – με τον μονόλογο αυτό.
Ένας άνδρας καθισμένος επάνω σε ένα μπαούλο, μέσα από το οποίο αργότερα θα βγουν τα χαρτιά με το ίδιο το ποίημα, συνομιλεί με τον αόρατο σε εμάς, μα πάντα παρών επάνω στη σκηνή φίλο του, και μέσα από την διήγησή του ζωντανεύει δράσεις και μορφές ενός παράλληλου σύμπαντος. Εκείνου όπου προσπερνάει την ψευδαίσθηση και φτάνει στην αλήθεια μίας στιγμής. Με χιουμοριστική διάθεση αλλά και μία νοσταλγία για το παρελθόν της αλληλέγγυας ανθρωπότητας, την “αθωότητα” του οποίου εμπράκτως επιβεβαιώνει με χορό και τραγούδι.
“Πιεσμένος ανάμεσα στον τοίχο και στο τζάμι” αλλά καθόλους ασφυκτικά εγκλωβισμένος πίσω από το περίγραμμα ενός παραθύρου (“άραγε έχεις κοιτάξει τη θάλασσα μέσα από ένα γυαλί;”), ο ερμηνευτής μεγαλώνει το ύψος και το πλάτος της σκηνής, ταξιδεύοντας σε όλο το μήκος της γης. Για να κοινωνήσει την χαρά των απλών συγκινήσεων που προσφέρει η ζωή μέσα από τη συνάντησή μας με τον Άλλον.
Σκερτσόζος ο ηθοποιός κερδίζει το στοίχημα της επικοινωνίας με το κοινό, καθώς έχει τη δύναμη της αμεσότητας στην επαφή του με τον θεατή. Δεν σχηματοποιεί χαρακτήρες εν είδει βουλεβαρτικής νοοτροπίας τέρψης, αλλά αντίθετα δίνει πνοή στην ψυχή του πρωτόπλαστου εκείνου θνητού, που συνειδητοποιώντας τη μοίρα του αποφεύγει να θρηνήσει, και την κάνει γιορτή με γνήσιο ξέσπασμα ολάκερου του κορμιού του (κάπως σαν τον Ζορμπά του Ν. Καζαντζάκη – με το εξαιρετικό φινάλε εδώ, ιδανική ασυμβίβαστη ενέργεια της ανθρώπινης φύσης που πατάει στέρεα στη γη και χτυπάει τα χέρια με πείσμα ενάντια στα όχι της μοίρας). Ο Fezollari εκτός από το χάρισμα του να “είναι” και όχι να “δείχνει” κάποιος άλλος, έχει επίσης ικανότητες μουσικοχορευτικές και κατορθώνει να βγαίνει θριαμβευτής στη μάχη του με τη μοναξιά επάνω στη σκηνή. Τί να πεις για τον τρόπο που αυτός ο ηθοποιός φτιάχνει με το τίποτα ένα σύμπαν ποιητικό. Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, δεν υποδύεται ρόλο, αλλά αναπνέει και ζει καταστάσεις. Φέρνοντας στο νου την συναισθηματική και γεμάτη πάθος παρουσία του Τσάπλιν αλλά συνδιάζοντας την αισιόδοξη χροιά του Χάρολντ Λόιντ, ο Enke καταφέρνει να μας φορτίσει συναισθηματικά , αλλά ταυτόχρονα δεν αφήνει το δάκρυ να κυλήσει χωρίς να το σβήσει με ένα χαμόγελο γελώντας ο ίδιος με το αποτέλεσμα της πάλης του με τον κόσμο. Και δεν παραλείπει ποτέ να αναφέρει πως όλα είναι θέατρο, κάνοντας μας συνένοχους στο μυστικό του. Στις πολύ δυνατές σκηνές εκείνη όπου ο ίδιος μεταφράζει αυτό που τραγουδάει η Βάτσε Ζέλα.
Η χρήση της αλαβανικής γλώσσας ενεργοποίησε όλες μου τις αισθήσεις, ώστε να με βοηθήσουν στην προσπάθεια να αφουγκραστώ τα “θέλω” του ήρωα, πέρα από κάθε σκέψη ή λειτουργία γνωσιολογική του περιεχομένου του ποιήματος. Τί να διορθώσεις σε μία μετρημένη παράσταση ακριβώς και στο δευτερόλεπτο, κι ωστόσο τόσο ελεύθερη που σε απογειώνει μαζί με τις πιρουέτες του πρωταγωνιστή της; Τί να πρωτοπρολάβεις να χειροκροτήσεις σε αυτό το ρεσιτάλ και μάθημα μαζί οικονομίας μέσων και πλούτου έκφρασης, όταν ο ένας δεν είναι εκεί απέναντί σου αλλά μαζί σου, ίσος, όμοιος, συνοδοιπόρος. Δεν άδειασε και δεν κούρασε ούτε στο ελάχιστο όλο αυτό το εγχείρημα της δύσκολης μεταφοράς ενός ποιητικού κειμένου στο θεατρικό του σπιτικό. Αντιθέτως ξέπλυνε πολλές καθημερινές αμαρτίες αποξένωσης και δυσπιστίας για τον συνάνθρωπο και λύτρωσε με την καθαρτήρια διάθεσή της να βρει τη “σιωπηλή αγιότητα κάτω απ’τις πράξεις των ανθρώπων”.
Μπράβο και για αυτή την επιλογή σας