Jean-Luc Godard: Ο επαναστάτης σκηνοθέτης φιλόσοφος  και ποιητής της nouvelle vague 

jean_luc_godard_wallpaper_by_wilkee

Jean-Luc Godard: Ο Ποιητής του Γαλλικού Σινεμά

Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ υπήρξε ο ποιητής του γαλλικού —και όχι μόνο— σινεμά. Ο θαμώνας των καφέ της αριστερής όχθης, ο επαναστάτης με την αριστοκρατική καταγωγή, ο σκηνοθέτης που διάβαζε το φως πίσω από τα χρώματα, ο άνθρωπος που έχει κάνει την περίφημη δήλωση «Κάνω ταινίες με αρχή, μέση και τέλος, αλλά όχι απαραίτητα με αυτή την σειρά…», μα πάνω απ’ όλα εκείνος που είδε στο σινεμά μια προοπτική που ξεπέρασε το στείρο νόημα της μονοσήμαντης θέασης.

Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1930. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας. Γιος γάλλου μεγαλογιατρού και ελβετίδας μητέρας-κόρης τραπεζιτών, ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά μιας μεγαλοαστικής οικογένειας. Λίγο μετά την ενηλικίωση του οι γονείς του αποφασίζουν να πάρουν διαζύγιο, και ένα χρόνο αργότερα μετακομίζει μόνιμα πλέον στο Παρίσι για να παρακολουθήσει μαθήματα εθνολογίας στη Σορβόννη.

Στις συχνές επισκέψεις του στην Ταινιοθήκη θα γνωρίσει και θα συναναστραφεί τους Κλοντ Σαμπρόλ, Φρανσουά Τρυφώ, Ερίκ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ, τους κινηματογραφιστές δηλαδή που μετέπειτα θα στελεχώσουν το κίνημα της νουβέλ βαγκ.

Το 1951 ο πατέρας Γκοντάρ απειλεί το γιο του ότι αν δεν εγκαταλείψει την ενασχόληση με το σινεμά και δεν αφοσιωθεί στις σπουδές του, θα διακόψει τη χορήγηση του μηνιαίου εισοδήματος που του παρείχε. Τους μήνες που ακολουθούν οι ανάγκες του για σίτιση και στέγη καλύπτονται από περιστασιακές δουλειές του ποδαριού, δανεικά και κλοπές μικροποσών. Το 1952 δίνει τα πρώτα του άρθρα στο θρυλικό περιοδικό «Les cahiers du cinéma», ιδρυτής του οποίου υπήρξε ο θεωρητικός του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν. Με βήμα το περιοδικό και όπλο την πένα του, εγκαινιάζει ένα σχεδόν λυρικό είδος κριτικής-παρουσίασης, μέσα από το οποίο κατακεραυνώνει το Χόλιγουντ και αποκαθηλώνει την μπουρζουαζία του κινηματογράφου, που σύμφωνα με την άποψη του ευνουχίζει τον δημιουργό, και καθιστά άχρηστη την προς πάσα κατεύθυνση κριτική αντίληψη που θα είχε την δυνατότητα να αναπτύξει το κοινό.

Την ίδια χρονιά επιστρέφει στη Γενεύη για να δουλέψει στην κατασκευή του φράγματος του Grande-Dixence. Με τα χρήματα που συγκεντρώνει, θα γυρίσει την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, το ντοκιμαντέρ «Επιχείρηση Μπετόν» (1954). Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 θα γυρίσει άλλες τέσσερις ταινίες μικρού μήκους: «Une Femme Coquette» (1955), «Tous les Garcons s’appellent Patrick» (1957), «Charlotte et son Jules» (1958) και «Une Histoire d’Eau» (1958).

Οι ταινίες του Γκοντάρ δεν έχουν θεματικό περιεχόμενο πέρα από τον ίδιο τον κινηματογράφο και τον τρόπο του να χειρίζεται τα πράγματα. Είναι ταινίες έρευνας (Λυμιέρ) με τη μορφή θεάματος (Μελιές), που σαν στόχο έχουν να αποκαλύψουν, όπως χαρακτηριστικά είπε κάποτε και ο ίδιος, «την κρυμμένη πλευρά του παγόβουνου». Έντονα επηρεασμένος από σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ρέι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής, σε αντίθεση με τον συνάδελφό του Τρυφώ, να βάλει την προσωπική του ζωή στις ταινίες του αλλά και να δείξει ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται»: αυτοσχεδιασμός, κάμερα στο χέρι, αυτοαναφορικότητα, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων. Το σινεμά μετατρέπεται έτσι σε ένα νέο είδος μουσείου, που λειτουργεί ως μια παρακαταθήκη ιστορικών γεγονότων και μαρτυριών.

«Να ανακατασκευάσω ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε στον κινηματογράφο…»

Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, το 1960, θα γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το πρωτοποριακό «Με κομμένη την ανάσα», με πρωταγωνιστή τον Ζαν Πολ Μπελμοντό, στο ρόλο που τον έκανε διάσημο.

«Ήθελα να ξεκινήσω από μια ιστορία συμβατική και να ανακατασκευάσω, με διαφορετικό τρόπο, ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε στον κινηματογράφο. Ήθελα επίσης να δώσω την εντύπωση ότι τα κινηματογραφικά μέσα ανακαλύπτονταν ή δοκιμάζονταν για πρώτη φορά», θα πει για την ταινία σε μια συνέντευξή του στα Cahiers το 1962.

Το «Με κομμένη την ανάσα» εγκαινιάζει το κίνημα της γαλλικής νουβέλ βαγκ το οποίο, σύμφωνα με τον Γκοντάρ, ορίζεται από «τη θλίψη, τη νοσταλγία για τον κινηματογράφο που έπαψε πια να υπάρχει, καθώς και από την καινούρια σχέση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας».

Πριν καν αρχίσει να προβάλλεται η πρώτη του ταινία είχε τελειώσει τον «Μικρό Στρατιώτη», μια ταινία που αφενός υποδηλώνει μια νοσταλγία για τον ισπανικό εμφύλιο και αφετέρου συνιστά ένα καυστικό σχόλιο για τον πόλεμο στην Αλγερία και τις ηθικές του επιπτώσεις.

To 1961 παντρεύεται την ηθοποιό Anna Karina, η οποία θα πρωταγωνιστήσει συνολικά σε επτά ταινίες του. Το 1963 ο Γκοντάρ θα μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την «Περιφρόνηση» του συγγραφέα Αλμπέρτο Μοράβια, ταινία που παραμένει η πιο «χολιγουντιανή» του. Απεναντίας, ο «Τρελός Πιερό» του 1965 είναι περισσότερο «απόπειρα ταινίας» παρά ταινία. Άλλες ταινίες αυτής της περιόδου είναι οι «A Woman is a Woman» (1961), «Vivre sa Vie» (1962), «Οι Καραμπινιέροι» (1963), «Band of Outsiders» (1964) και η επιστημονικής φαντασίας «Αλφαβίλ» (1965).

H κοινή του ζωή με την Καρίνα έλαβε τέλος το καλοκαίρι του 1965 μετά την ολοκλήρωση του «Αλφαβίλ», και λίγο πριν τελειώσουν τα γυρίσματα για το «Ο τρελός Πιερό». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της «Κινέζας», ο Γκοντάρ βρίσκει την δεύτερη κατά σειρά σύζυγό του και πάλι στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας του. Αυτή τη φορά σύντροφος του θα γίνει η Anne Wiazemsky, με την οποία θα παραμείνει παντρεμένος για τα επόμενα δώδεκα χρόνια.

Στη συνέχεια, ο Γκοντάρ αρχίζει και εκδηλώνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μέσο της τηλεόρασης («Όλα είναι δυνατά στην τηλεόραση», είχε δηλώσει σχετικά), πράγμα που φαίνεται καθαρά στις επόμενες ταινίες του. Από το 1966 ως το 1968, κάνει ταινίες έντονα επηρεασμένες από τα πολιτικά γεγονότα της δεκαετίας και τα ρεύματα που γεννήθηκαν από τις ταραχές του Μάη του ’68: «Masculine-Feminine» (1966), «Deux au Trois Choses que je Sais d’Elle» (1966), «La Chinoise» (1967, με πρωταγωνίστρια τη δεύτερη σύζυγό του, την Anne Wiazemsky), «Weekend» (1967) και «Le Gai Savoir» (1968). Χαρακτηριστικό αυτών των ταινιών είναι ότι οι ήρωες «παρελαύνουν» μπροστά από την κάμερα, πάνω ακριβώς στον δρόμο της αποστασιοποίησης που χάραξε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ.

Δεν άλλαξε τον κόσμο, αλλά άλλαξε το σινεμά…


Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ ήταν ο σωστός άνθρωπος στο σωστό μέρος. Ο Μάης του ’68 φτάνει και η νεολαία ζητωκραυγάζει στη θέα των γκρεμισμένων φρουρίων. «Η περιφρόνηση», «Ένα σαββατοκύριακο», «Ο τρελός Πιερό» έγιναν τα λάβαρα κάτω από τα οποία ενώθηκε μια γενιά που μπορεί να μην κατάφερε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά σίγουρα άλλαξε το σινεμά. Τα σύμβολα του παρελθόντος αντικαταστάθηκαν, το συντακτικό και η γραμματική του κινηματογράφου ξαναγράφτηκαν από την αρχή, αυτός καθ’ αυτός ο «σκοπός» ανανεώθηκε. Η δύναμη του σινεμά απογειώθηκε.

Ο Γκοντάρ ανακάλυψε ότι όταν η θεωρία μετατρέπεται σε εικόνα, τα αποτελέσματα μπορούν να ξεπεράσουν κάθε προσδοκία. Αφού το δοκίμιο διαβάζεται δυσκολότερα από το μυθιστόρημα, δεν έχουμε παρά να το κομματιάσουμε σε εικόνες, σε δυσθεώρητα ύψη. Η φιλοσοφία, η ανθρωπολογία, ο Νίτσε και ο Μπωντλαίρ ενώθηκαν σε ένα παραλήρημα έκστασης που γέμιζε τα κεφάλια των θεατών. Κάθε νέα του ταινία γινόταν αντικείμενο συζήτησης, πολύωρων αναλύσεων, κι όσο το κοινό ζητούσε τόσο εκείνος το τροφοδοτούσε με νέο υλικό, δύο ακόμα και τρεις ταινίες το χρόνο.

Οι πειραματισμοί δεν έπαψαν ούτε όταν το μέγεθος της αποτυχίας αναμετρήθηκε με αυτό της δόξας. Κι αν μπορούμε να μιλήσουμε για αποτυχημένα εγχειρήματα σίγουρα δεν έχουμε το δικαίωμα να κάνουμε λόγο για «άνυδρη» περίοδο. Γιατί είναι άνθρωποι σαν κι αυτόν που παραμένουν πάντα νέοι και κρατάνε νέες τις ιδέες και τα οράματα που μας επιτρέπουν να ελπίζουμε…

Πηγή:www.sevenart.gr-Ανίσσα Χασίμ  

Φιλμογραφία

  • Goodbye to language – Adieu au langage-Αποχαιρετισμός στη γλώσσα  (2015)

  • Film Socialisme – Socialism (2010)

  • Notre Musique – Η Δική μας Μουσική (2004)

  • Liberte et Patrie (2002)

  • Ten Minutes Older: The Cello – Δέκα Λεπτά Αργότερα: Το Τσέλο (2002)

  • Eloge de l Amour – Η Ελεγεία του Έρωτα (2001)

  •  For Ever Mozart – Μότσαρτ για Πάντα (1996)

  • Je vous salue, Sarajevo (1993)

  • Detective – Ντετέκτιβ (1985)

  • Prenom Carmen – Όνομα Κάρμεν (1983)

  • Sauve qui Peut (la Vie) – Ο Σώζων Εαυτόν Σωθήτω (1980)

  •  Tout Va Bien – Ολα Πάνε Καλά (1972)

  • 2 ou 3 Choses que Je Sais d Elle – 2 ή 3 Πράγματα που Ξέρω γι` Αυτήν (1967)

  •  La Chinoise – Η Κινέζα (1967)

  • Loin du Vietnam – Μακριά από το Βιετνάμ (1967)

  • Week End – Ένα Σαββατοκύριακο (1967)

  • Made in USA – Συνέβη στην Αμερική (1966)

  • Masculin Feminin: 15 Faits Precis – Αρσενικό, Θηλυκό (1966)

  •  Alphaville, une Etrange Aventure de Lemmy Caution – Αλφαβίλ (1965)

  • Pierrot le Fou – Ο Τρελός Πιερό (1965)

  •  Le Mepris – Η Περιφρόνηση (1963)

  •  Le Petit Soldat – Ο Μικρός Στρατιώτης (1963)

  •  Les Carabiniers – Οι Καραμπινιέροι (1963)

  •  Vivre sa Vie – Ζούσε τη Ζωή της (1962)

  • Une Femme est Une Femme – Μια Γυναίκα είναι μια Γυναίκα (1961)

  • A Bout de Souffle – Με Κομμένη την Ανάσα (1960)

Ο μόνος πραγματικός κινηματογράφος!

Τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ τον θαυμάζαμε στη δεκαετία του ’60, όταν με ταινίες «Με κομμένη την ανάσα», «Η γυναίκα είναι γυναίκα» και «Αλφαβίλ» έκανε, μαζί με άλλους σκηνοθέτες της «νουβέλ βαγκ», μια εκπληκτική εμφάνιση σ’ ένα γαλλικό κινηματογράφο ο οποίος, με λιγοστές εξαιρέσεις, έδειχνε πως βρισκόταν σε τέλμα. Οι ταινίες του ανέτρεπαν κανόνες και πρότειναν μια νέα κινηματογραφική γλώσσα, με αποτέλεσμα να τις θαυμάζει όχι μόνο το κινηματογραφόφιλο κοινό αλλά και νέοι σκηνοθέτες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, από τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στην Ιταλία μέχρι τον Ναγκίσα Οσίμα στην Ιαπωνία, αλλά και τον αείμνηστο Θόδωρο Αγγελόπουλο.

Σήμερα, σε μια εποχή που κυριαρχείται από τα αμερικανικά μπλοκ-μπάστερ, τα ειδικά εφέ και τη συνεχή, παράλογη συχνά, δράση, ο κινηματογράφος του Γκοντάρ μοιάζει να είναι εκτός πραγματικότητας. Κι όμως, βλέποντας ορισμένες ταινίες του, όπως και άλλων συναδέλφων του της ίδιας εποχής (ιδιαίτερα του Τριφό, του Ρενέ, του Φρανζί) αισθάνεσαι ότι εδώ βρίσκεται ο αληθινός, ο μόνος πραγματικός κινηματογράφος. Ένας κινηματογράφος που δεν έπαψε να συγκινεί και να συναρπάζει.

Όταν ο Ζαν-Λικ συνάντησε τον Πάμπλο!

Το μεγαλύτερο επαναστατικό κίνημα στην ιστορία των εικόνων συνέβη εκεί γύρω στις αρχές του ’60 όταν ένα άτακτο παλικάρι από την Eλβετία με το όνομα Zαν-Λικ Γκοντάρ συνάντησε τον Πικάσο!

H μεγαλύτερη προβοκάτσια στη διαδρομή της τέχνης. Μια χούφτα σινεφίλ του Παρισιού, οι οποίοι είχαν καταναλώσει τόνους από ταινίες και βιβλία και είχαν μετατρέψει την κουβέντα σε επαναστατική γυμναστική επί 24ώρου βάσεως, αποφασίζουν, έτσι κυτταρικά, να εφορμήσουν, να καταστρέψουν και να ξαναφτιάξουν. Πίστευαν πως ο κόσμος ήταν δικός τους. Και ήταν. Ο ινστρούχτοράς τους, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, έμελλε να παίξει τον ρόλο του Χριστού για τους προσκυνητές της κινηματογραφικής κουλτούρας. Όπως περίπου λέμε π.X. και μ.X., έτσι και προ Γκοντάρ και μετά Γκοντάρ.

Νουβέλ βαγκ ίσον Παρίσι!

Ανέκαθεν υπήρχαν περιπτώσεις σκηνοθετών, που φανέρωναν μέσα από τις δουλειές τους μία ιδιαίτερη συμπάθεια για κάποιον συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο. Η μία μετά την άλλη οι ταινίες τους επανέρχονταν στο ίδιο εκείνο σκηνικό, στην αρχή ίσως αμήχανα, έπειτα συνωμοτικά και από ένα σημείο και μετά με ανακούφιση, μέχρι που ο χώρος της δράσης -αυτονόητος πλέον- διεκδικούσε ίση προσοχή με την ιστορία ή τους πρωταγωνιστές. Εκ του αποτελέσματος, είναι φανερό πως το κατάφερνε κιόλας. Γιατί, ποιος δεν μπήκε στον πειρασμό να σκεφθεί, πως ο Woody Allen γύρισε όλες του σχεδόν τις ταινίες μόνο και μόνο για να κρυφοκοιτά μέσα από τον φακό την τζαζίστικη οχλοβοή της Νέας Υόρκης; Ποιος δεν έχει ταυτίσει τον Fellini με την υπέροχη, ηλιόλουστη Ρώμη του; Και ποιος μπορεί να διανοηθεί τη nouvelle vague χωρίς το Παρίσι;
Στην τελευταία περίπτωση, μάλιστα, δεν έχουμε να κάνουμε απλά με μία πόλη που αναδεικνύεται σε κινηματογραφικό φετίχ, χάρη σε κάποια σκηνοθετική μονομανία. Το γαλλικό Νέο Κύμα είναι τόσο στενά συνυφασμένο με την παριζιάνικη πόλη, που μοιάζει κυριολεκτικά να γεννιέται μέσα από αυτήν, να ζωντανεύει όταν εκείνη το επιτρέπει – και όχι το αντίστροφο.
Όταν o Godard, ο Truffaut, ο Chabrol, ο Rohmer, ο Rivette δεν αρκούνταν πια να μαυρίζουν με τις πένες τους το βαλτωμένο κινηματογραφικό κατεστημένο, πήραν την κάμερα στον ώμο και βγήκαν στις παριζιάνικες συνοικίες. Στα μπιστρό, τα φθηνά ξενοδοχεία, τις καφετέριες και τα στενά της περιφέρειας. Η κινηματογραφική ουσία που αναζητούσαν βρισκόταν εκεί, τριγύρω τους, ήταν ολόφρεσκη και διάσπαρτη στην καθημερινότητά τους και το μόνο που χρειαζόταν για να αξιοποιηθεί αυτή η σπάνια πρώτη ύλη και να ξαναρχίσει να γράφεται η ιστορία της έβδομης τέχνης, ήταν ένα κάποιο βλέμμα.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μέσα στα ασπρόμαυρα καρέ των πρώτων, «αθώων» χρόνων, των αρχών της δεκαετίας του 60, περιδιαβαίνει ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας κινηματογραφικής μυθολογίας.

godard

Ο… μετά Μάη Γκοντάρ

Με τα γεγονότα του γαλλικού Μάη τελειώνει η πρώτη περίοδος του έργου του και ξεκινά η επόμενη. Με τον Ζαν-Πιερ Γκορέν ο Γκοντάρ θα φτιάξει την ομάδα Τζίγκα Βερτόφ και θα αποποιηθεί τον τίτλο του δημιουργού και το ρόλο του κινηματογράφου. Μαζί με τον Γκορέν θα κάνουν τις ταινίες-δοκίμια Wind From the East (1969), Vladimir and Rosa (1971), Tout Va Bien (1972) και Letter to Jane (1972). Οι ταινίες αυτές ήταν ριζοσπαστικές ως προς το περιεχόμενο και το ύφος και βασίζονταν στις ιδέες της πάλης των τάξεων και το διαλεκτικό υλισμό.
Το 1971 είχε ένα σοβαρό ατύχημα με μοτοσικλέτα που τον κράτησε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στο Παρίσι θα γνωρίσει την Ελβετίδα σκηνοθέτη Αν-Μαρί Μιεβίλ και την επόμενη χρονιά θα φύγουν μαζί για τη Γκρενόμπλ, όπου ο Γκοντάρ θα μεταφέρει το Sonimage Video Studio.
Σταδιακά απομακρύνθηκε από τον στρατευμένο κινηματογράφο της ομάδας Βερτόφ και επέστρεψε σε πιο προσωπικά θέματα. Γοητευμένος από τα νέα μέσα, αυτός και η Μιεβίλ πειραματίστηκαν με το βίντεο, δουλεύοντας αρκετά με αναθέσεις από τη γαλλική τηλεόραση (Εδώ κι αλλού, 1974• Πώς τα πάτε;, 1976• Έξι φορές δύο, 1976• Γαλλία, γύρος, παρακαμπτήριος, 1979).
Μαζί θα κάνουν επίσης το Numero Deux (1975) και το Ο Σώζων εαυτόν σωθήτω του 1980 το οποίο σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας περιόδου στο έργο του και την επιστροφή του στο κλασικό σινεμά. Εγκαθίσταται, εν συνεχεία, στο Παρίσι όπου αρχίζει να δουλεύει τη «θεϊκή τριλογία» -Passion (1982), First Name: Carmen (1983) και το Hail Mary (1985)- τρεις πραγματείες πάνω στη γυναικεία φύση, την επιθυμία, τη σεξουαλική διαφορά, και την ίδια την εικόνα. Ο Γκοντάρ και η Μιεβίλ μεταφέρουν το Sonimage στούντιο στη Rolle, μια μικρή πόλη ανάμεσα στη Γενεύη και τη Λωζάνη της Ελβετίας. Το 1986 ο Γκοντάρ και η Μιεβίλ έκαναν παραγωγή και πρωταγωνίστησαν στο home-movie Soft and Hard (Soft Talk on a Hard Subject Between Two Friends) για το αγγλικό Channel Four. Στη συνέχεια θα κάνουν τις ταινίες Grandeur et Decadence d’un Petit Commerce de Cinema (1986), Soigne ta Droite (1986) και King Lear (1986).
Στη δεκαετία του 90 ο Γκοντάρ θα σκηνοθετήσει τα Nouvelle Vague (1990), Germany 90 Nine Zero (1991), Helas pour moi (1993), Forever Mozart (1996) και την οκτάωρη σειρά Histoires du cinema (1997-98). Το 1998 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αναθέτει στον Γκοντάρ και τη Μιεβίλ την παραγωγή του σαρανταεπτάλεπτου βίντεο The Old Place (Essai sur le rôle des arts à la fin du 20e siècle / Small Notes Regarding the Arts at Fall of 20th Century). Το 2001 επανέρχεται στη σκηνοθεσία με την Ελεγεία του Έρωτα, ταινία που απέσπασε θετικές κριτικές στο Φεστιβάλ των Κανών και η οποία καταπιάνεται με την ιστορία, τη μνήμη, και τον πολιτισμό.
Οι ταινίες του Γκοντάρ άσκησαν τεράστια επιρροή τόσο στον ανεξάρτητο αμερικάνικο κινηματογράφο όσο και σε πλήθος εικαστικών καλλιτεχνών. Το 2006 το Κέντρο Πομπιντού στο Παρίσι διοργάνωσε την έκθεση «Voyages en utopie, Jean-Luc Godard, 1946 –2006».

O φιλέλληνας Γκοντάρ!

Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ είναι και ένθερμος υποστηρικτής της Ελλάδας. Είναι χαρακτηριστικό ότι προ διετίας αρνήθηκε να μεταβεί στις Κάννες για την προβολή της ταινίας του «Film Socialisme», λέγοντας ότι «προβλήματα όπως το ελληνικό δεν μου επιτρέπουν να είμαι μαζί σας». Λίγες ημέρες νωρίτερα, μάλιστα, είχε κάνει την περίφημη δήλωση ότι «όλος ο κόσμος χρωστάει σήμερα στην Ελλάδα»…

Συγκεκριμένα, σε συνέντευξή του στην Γκάρντιαν είχε πει χαρακτηριστικά: «Οι Έλληνες μάς έδωσαν τη λογική, κι έχουμε χρέος απέναντί τους γι’ αυτό. Ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που διατύπωσε το μεγάλο «άρα». Για παράδειγμα «Δεν μ’αγαπάς πια, άρα…». Ή «σ’ έπιασα στο κρεβάτι μ’ έναν άλλο άνδρα, άρα…». Χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη εκατομμύρια φορές, για να λάβουμε τις πιο σημαντικές μας αποφάσεις. Και ήρθε ο καιρός να αρχίσουμε να πληρώνουμε γι’ αυτήν».

Η δε συνέχεια των δηλώσεών του ακόμη χαρακτηριστικότερη:
«Αν κάθε φορά που χρησιμοποιούμε τη λέξη «άρα» (therefore στα αγγλικά, donc στα γαλλικά) πληρώνουμε 10 ευρώ στην Ελλάδα, η κρίση θα τελειώσει σε μια μέρα και οι Έλληνες δεν θα χρειαστεί να πουλήσουν τον Παρθενώνα στους Γερμανούς. Έχουμε την τεχνολογία να εντοπίσουμε όλα αυτά τα «άρα» στο Google. Μπορούμε να χρεώνουμε και μέσω του iPhone! Κάθε φορά που η Άνγκελα Μέρκελ λέει στους Ελληνες «σας δανείσαμε όλα αυτά τα λεφτά, άρα πρέπει να μας τα επιστρέψετε με τόκο», θα πληρώνει πρώτα δικαιώματα»!
Η δημοσιογράφος της Γκάρντιαν αιφνιδιάστηκε με την ιδέα, όμως ο Γκοντάρ έβαλε αμέσως τα γέλια.

«Θα έπρεπε να ευχαριστήσουμε την Ελλάδα», συμπλήρωσε. «Είναι η Δύση που χρωστάει στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία, η δημοκρατία, η τραγωδία… Πάντα ξεχνάμε τη σχέση ανάμεσα στην τραγωδία και τη δημοκρατία. Χωρίς Σοφοκλή δεν θα υπήρχε Περικλής. Χωρίς τον Περικλή δεν θα υπήρχε Σοφοκλής. Ο τεχνολογικός κόσμος στον οποίο ζούμε τα χρωστά όλα στην Ελλάδα. Ποιος ανακάλυψε τη λογική; Ο Αριστοτέλης… Όλος ο κόσμος χρωστάει χρήματα σήμερα στον Ελλάδα. Θα μπορούσε να ζητήσει από το σημερινό κόσμο μας χιλιάδες εκατομμύρια για τα πνευματικά της δικαιώματα και θα ήταν λογικό να της τα δώσουμε. Κατηγορούν τους Έλληνες ότι είναι και ψεύτες… Αυτό μου θυμίζει ένα παλιό συλλογισμό στα μαθητικά μου χρόνια. Ο Επαμεινώνδας είναι ψεύτης ή όλοι οι Έλληνες είναι ψεύτες, άρα ο Επαμεινώνδας είναι Έλληνας. Δεν έχουμε προχωρήσει καθόλου από τότε…».

Βέβαια, όταν το 2009 ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση, με υπουργό πολιτισμού τον Μιχάλη Λιάπη, να κάνει γυρίσματα στην Ελλάδα για την ταινία του «Film Socialisme» του ζητήθηκε σενάριο προς έγκριση…

1 comments

  1. Η απάντηση σε όλους μας τους ανίκανους να υποσχεθούν αλλά και να εφαρμόσουν την αλήθεια, στην χώρα που με την γλώσσα της και μόνο, μπορεί να επισκέπτεται! την αλήθεια.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.