Δύο νεαροί Αμερικανοί τουρίστες, πού περιοδεύουν την Ευρώπη, φτάνουν σε ένα παράξενο αγγλικό χωριό, όπου εμφανίζονται τακτικά λυκάνθρωποι. Εκεί δέχονται την επίθεση ενός τέτοιου τέρατος, πού σκοτώνει τον ένα και τραυματίζει τον άλλο. Ο νεαρός πού επέζησε είναι καταδικασμένος να μεταμορφωθεί σε λυκάνθρωπο με την επόμενη πανσέληνο και ν’ αρχίσει κι αυτός να σκοτώνει…
“Ένας Αμερικανός Λυκάνθρωπος στο Λονδίνο” (1981) του Τζον Λάντις το Σάββατο 4.2 και «Η Παρέα των Λύκων» (1984) του Νιλ Τζόρνταν την Κυριακή 5.2.2017 στις 19.30 με ελεύθερη είσοδο στο Σχολείο του Σινεμά
Σεμινάριο Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου 2017 την Κυριακή 5.2.2017 έναρξη σεμιναρίου με ανοιχτό μάθημα
Λέσχη Ανάγνωσης «Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι» Αθήνας-Λέσχης Ανάγνωσης «Λουκία Ρικάκη» Συνάντηση το Σάββατο 4.2.2017 στις 12.00 Τσαμαδού 26-28, Εξάρχεια.
Η υπόθεση αυτή, πού αποτελεί τον καμβά της ταινίας του Τζών Λάντις, φαίνεται τόσο ισχνή και κοινότυπη, πού δικαιολογημένα θ’ αμφέβαλλε κανείς αν ήταν δυνατό να γίνει ή βάση μιας αξιόλογης ταινίας τρόμου. Κι ωστόσο, το Ένας λυκάνθρωπος στο Λονδίνο είναι όχι μόνον αξιόλογη ταινία, άλλα μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου πού είδαμε τα τελευταία δέκα χρόνια.
Πού οφείλεται αυτό;
Κατά τη γνώμη μας, σε δύο κυρίως παράγοντες, πού θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή γιά πολλές σκέψεις και ενδιαφέρουσες αναλύσεις, άλλα πού στα πλαίσια ενός σύντομου σημειώματος δεν μπορούν παρά να θιγούν ακροθιγώς.
Ο πρώτος: Η εκπληκτική επιτυχία, με την οποία η ταινία ακροβατεί από την αρχή ως το τέλος της ανάμεσα στον τρόμο και το χιούμορ. Τα δυο αυτά στοιχεία βρίσκονται σε τόσο τέλεια ισορροπία μεταξύ τους, ώστε όχι μόνο το ένα δεν αναπτύσσεται σε βάρος του άλλου, αλλά απεναντίας το ένα επιτείνει το άλλο. (Στον Χορό των Βρικολάκων ο Πολάνσκι είχε πετύχει τη συνύπαρξη, όχι όμως και τη συνεργασία αυτών των δύο στοιχείων). Η ταινία του Λάντις δεν κάνει σχεδόν καμιά προσπάθεια να τρομάξει τον θεατή (με εξαίρεση τα όνειρα που βλέπει ο ήρωας στο νοσοκομείο και που αποτελούν ίσως το αδύνατο σημείο της). Το “Ένας λυκάνθρωπος στο Λονδίνο” δίνει την εντύπωση μιας απόπειρας του σκηνοθέτη ν’ αφηγηθεί με ευχάριστο, χιουμοριστικό τρόπο μια όχι και τόσο ασυνήθιστη Ιστορία, πού όμως διακόπτεται κάθε τόσο από την παρεμβολή μιας φρικτής πραγματικότητας.
Ο δεύτερος παράγοντας πού κάνει την ταινία του Λάντις σπουδαία νομίζουμε ότι δεν προσέχθηκε όσο θα έπρεπε, αν και συνδέεται με τον πρώτο. Κάθε ταινία τρόμου στηρίζεται στην αιφνιδιαστική εισβολή του ανορθολογικού, του τερατώδικου σ’ έναν ορθολογικό και φαινομενικά εύρυθμο κόσμο. Συνήθως γίνεται μια σύντομη, σχηματική ή ελλειπτική περιγραφή αυτού του κόσμου, για να περάσει ή ταινία όσο το δυνατό πιο γρήγορα στη σύγκρουση με το ανορθολογικό και ν’ απορροφηθεί σιγά-σιγά από αυτό το τελευταίο.
Ο Λάντις κάνει κάτι ολότελα διαφορετικό και σχεδόν μεγαλοφυές: ρίχνει (φαινομενικά) το κύριο βάρος στον γνωστό, πεζό, ορθολογικά οργανωμένο κόσμο της καθημερινότητας, επιμένει σε όλες τις λεπτομέρειες του (χωρίς να τον γελοιοποιεί και να τον χλευάζει, όπως κάνουν συχνά οι ταινίες τρόμου) και ενδιαφέρεται έντονα για τις σχέσεις των ανθρώπων του , ο δεσμός που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ήρωα και τη νοσοκόμα δίνεται με έξοχο τρόπο. Θα μπορούσε να είναι αυτοτελής ταινία και, χάρη κυρίως στην εκπληκτική ερμηνεία της Τζένη Άγκιουτερ, προεκτείνεται προς διάφορες κατευθύνσεις, που υποδηλώνονται απλώς, χωρίς να υπογραμμίζονται). Κι ενώ σκηνοθέτης και θεατής φαίνονται να έχουν ξεχαστεί σ’ αυτόν τον καθημερινό κόσμο, εισβάλλει απροσδόκητα το τερατώδες, το παράλογο, και αναστατώνει τα πάντα προτού αποσυρθεί (προσωρινά), οπότε ο σκηνοθέτης φαίνεται να ζητάει αθώα συγγνώμη από τον θεατή λέγοντας «Με συγχωρείτε, δεν το ήθελα»!
Δεν χρειάζεται να τονίσουμε την αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου τρόπου οργάνωσης της ταινίας τρόμου. Ο ίδιος o Λάντις συνόψισε παραστατικά και κάπως ευτράπελα τη βασική αρχή πού ακολουθεί την ταινία του με τα έξης λόγια: «Αν συναντήσετε στον δρόμο έναν καθωσπρέπει κύριο και σας πει πως είναι βρυκόλακας, θα γελάσετε. Αν σάς δείξει τα δόντια του και σας δαγκώσει, θα πάψετε να γελάτε».
Ωστόσο, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε, τελειώνοντας, ότι αυτή ακριβώς η δομή της ταινίας καθορίζει και τη σχετικά περιορισμένη εμβέλεια της. Πραγματικά, το Ένας λυκάνθρωπος στο Λονδίνο είναι μια ταινία πού προορίζεται σχεδόν αποκλειστικά για τους δέκτες των ταινιών τρόμου. Αντίθετα π.χ. με τις ταινίες του Χίτσκοκ ή με τη Λάμψη του Κιούμπρικ, ανάγει το τρομαχτικό και εφιαλτικό σε εξωτερικούς παράγοντες, δηλαδή σε υπαρκτά, χειροπιαστά τέρατα, και όχι σε ενδογενείς αιτίες. Έτσι ο θεατής, φεύγοντας μετά το τέλος του φιλμ, αφήνει στην αίθουσα όλο τον τρόμο και την αγωνία του: ξέρει πως αυτό πού είδε δεν μπορεί να συμβεί στον ίδιο ή στο άμεσο περιβάλλον του. Από αυτήν την άποψη, η ταινία του Τζών Λάντις δεν είναι παρά μια δεξιοτεχνική, άλλα λίγο-πολύ εγκεφαλική άσκηση στην τέχνη της «παραγωγής τρόμου».
Δημοσθένης Κούρτοβικ (Άνοιξη του 1982)