Το Στάχτες και Διαμάντια είναι ένα αριστούργημα. Η κατάφαση αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί. Εμένα του ίδιου, στο έργο του Bάιντα, οι προτιμήσεις μου είναι άλλες, ο Σαμψών, λόγου χάρη. Αν αναζητώ μια εικόνα της Πολωνίας που να με συγκινεί και να φωλιάζει μέσα μου, θα διάλεγα μάλλον τον Αποχαιρετισμό του Χας, που ο τόνος του είναι πιο απαλός, κι η πίκρα του πιο μυστική. Μια ταινία όμως δεν κρίνεται από το δέσιμό της με μια ατομική ευαισθησία. Κρίνεται από την απήχησή της. Μπορούμε να κακολογούμε το κοινό των κινηματογραφικών λεσχών, την κινηματογραφική του έλλειψη καλλιέργειας, τη βαθιά του έλλειψη περιέργειας, τους περιστασιακούς σνομπισμούς του. Όμως το κοινό αυτό, και όχι η κριτική δίνει μια θέση στα έργα. Σε κάθε προβολή, το Στάχτες και Διαμάντια κερδίζει το παιχνίδι. Αυτό το πυκνό και περίπλοκο έργο, ιδιότυπα πολωνικό στις προεκτάσεις του, χάρισε στον πολωνικό κινηματογράφο μια παγκοσμιότητα που κανένα άλλο προηγούμενα δεν μπορούσε να διεκδικήσει.
Τι χρειάζεται λοιπόν για να γίνει ένα αριστούργημα; Το αναρωτήθηκαν πολλές φορές. Ακόμα και η λιγότερο σχολαστική κριτική δεν ξεπερνά επ’ αυτού τις παραλλαγές γύρω από την απόλυτη αντιστοιχία μορφής και περιεχομένου. Βέβαια, αναλύοντάς τα, τα μεγάλα έργα επιβάλλουν μια τέτοια σχέση. Όμως, και ένα κοινό σχολικό γραπτό θα μπορούσε, εξ ίσου καλά, να επαληθεύσει μια τέτοια τέλεια σύμπτωση. Φαίνεται ότι χρειάζεται κάτι άλλο. Μεγαλοφυία; Βεβαίως, αν το θέλετε. Μάλλον ένα στοιχείο ανισορροπίας ανάμεσα στα διάφορα υλικά που έχουν τεθεί σε ενέργεια. Πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, το δαμασμένο και προμελετημένο τούτο έργο να ξεφεύγει, σε κάποιο σημείο, από τους δημιουργούς του, να μην απορροφάται ολοκληρωτικά από το σχέδιο που το γέννησε. Το Στάχτες και Διαμάντια είναι ένα έργο εξαιρετικά προσχεδιασμένο. Ποτέ ο Βάιντα δεν είχε δείξει μια τέτοια μαεστρία. Όμως, η σοφή αυτή δόμηση, που επιβάλλεται στη δραματική γραμμή του έργου, καθώς και στη γενική οικονομία της γραφής, στη σχέση των εικόνων μεταξύ τους, και στη σχέση των ηρώων και του χώρου, εκβάλλει σε ένα άγνωστο. Και αυτό το άγνωστο είναι ο Μάτσιεκ. Ή, ακριβέστερα, η σχέση που θα αναπτύξει ο θεατής με το Μάτσιεκ, η διαδοχή των συγκινησιακών εκείνων εκτιναγμών που θα χαρίσουν τελικά την αλήθεια του στον Μάτσιεκ. Οι δημιουργοί του διακινδύνευσαν αυτό το άγνωστο. Ο Μάτσιεκ είναι, ασφαλώς, οε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, ο νεαρός αντάρτης της A. Κ., ο εκπρόσωπος μιας γενιάς, που ξάφνου ξεπεράστηκε από την Ιστορία, είναι όμως επίσης και η γενιά του 1958. «Οι νεαροί συνομίληκοι του Μάτσιεκ το 1945, ήταν επίσης μια απατημένη γενιά. Η γενιά που έμαθε στο σχολείο ότι όλα είναι σαφή, καθορισμένα μια για πάντα, ότι κάθε πρόβλημα έχει μόνο μια σωστή λύση, και ότι αν κάποιος δεν είναι μαζί σου, είναι σίγουρα εναντίον σου. Το μόνο που χρειάζεται είναι η νπακοή. Αυτός ο κόσμος, ο απλός και εύκολος, κατέρρευσε ύστερα από την έκθεση Κρούστσεφ. Γι’ αυτό και η ταινία το 1958, ύστερα από τη δεύτερη αυτή απογοήτευση, ήχησε πολύ διαφορετικά από ό,τι ήχησε το μυθιστόρημα το 1948. Σκόπιμα ο σκηνοθέτης έντυσε τον Τσυμπούλσκι… με στενό πανταλόνι σημερινής μόδας. Ο Βάιντα άπειρες φορές υπογραμμίζει τη διπλή εμβέλεια του μηνύματος του: ο ήρωάς του, ακόμα και καθισμένος σε καρέκλα καφενείου, προτιμά το παγούρι του αντάρτικου από το ποτήρι του κρασιού, φορά όμως σκούρα γυαλιά στυλ 1958»2. Αυτή η αμφισημία θεμελιώνει το πρώτο άγνωστο στο Στάχτες και Διαμάντια. Μικρόκοσμος των αντιθέσεων στην Πολωνία την επαύριο του πολέμου, τη στιγμή που η A. Κ. δεν αφοπλίζεται, και αρχίζει έναν εμφύλιο πόλεμο, που θα παραταθεί δυο-τρία χρόνια, είναι επίσης και ένα ερωτηματικό για τη νέα γενιά, τη γενιά των μυθιστορημάτων του Χλάσκο. Λίγο από τη συγκίνηση δυο ανθρώπων, που γνώρισαν τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια, διαφαίνεται μέσα από την ταινία που, αποκλεισμένη στο παρελθόν καθώς ήταν, ξανοίγεται αιφνίδια προς το μέλλον. Αυτός είναι και ο λόγος που τόσες φράσεις αντηχούν παράξενα, λες και μεταφέρονται από τη μια εποχή στην άλλη, από το 1946 στο 1958: το «Η Πολωνία έγινε κομμάτια» που επαναλαμβάνει δυο φορές συνέχεια ο Πιενιάζεκ, το «Η ζωή είναι ένας πύργος από τραπουλόχαρτα» που λέει λαχανιαστά ο Ντρεβνόφσκι (και η φράση αναφέρεται, δίχως άλλο, στο θεατρικό έργο του Ζεγκαντλόβιτς, γραμμένο τον καιρό του πολέμου, σάτιρα της κυβέρνησης των Συνταγματαρχών και της ήττας του 1939), ο διάλογος ανάμεσα στην Κρυστύνα και τον Μάτσιεκ: «Γιατί φοράς μαύρα γυαλιά; – Σε ανάμνηση του έρωτα που είχα για την πατρίδα μου. Ο έρωτας αυτός δεν υπήρξε αμοιβαίος».
Μάτσιεκ · Μάτσιεκ βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου. Το πρόβλημά του, το πρόβλημα της τυφλής στράτευσης, σμίγει με όλα τα άλλα προβλήματα, τα περιέχει και τους δίνει λύση κατά κάποιον τρόπο, με τη δική του λύση. Αυτός και μόνο ολοκληρώνει την πλήρη λύση που τον οδηγεί από την ήρεμη και ηρωική πίστη ως την αμφιβολία, την απελπισία και το θάνατο. Η πικρή του εμπειρία είναι και η ίδια η πορεία της ταινίας και επιτάσσει τη δόμησή του3. Όμως η δύναμη του ηρώα στην ταινία οφείλεται σε δύο πράγματα. Αφ’ ενός, αυτός μόνο συνειδητοποιεί τη δυσκολία και το πρόβλημα, αυτός μόνο, επωάζει, κατά κάποιον τρόπο μια εσωτερική διαπάλη. Αφ’ ετέρου, τη διαπάλη που διεξάγεται εντός του, δεν θα τη φωτίσουν οι λόγοι του, οι δηλώσεις του, αλλά οι εξωτερικές σχέσεις, η συμπεριφορά του. Αντιλαμβανόμαστε το εσωτερικό του δράμα μόνο από την πραγματικότητα που τον κυκλώνει. Στην αρχή, αυτός ο ήρεμος και αποτελεσματικός φονιάς μόλις που δίνει κάποια ειρωνική προσοχή στον γύρω κόσμο4. Είτε παρακολουθεί τα επίκαιρα, είτε βλέπει δυο κορίτσια, είτε πλησιάζει την Κρυστύνα, εκδηλώνει σε κάθε περίπτωση ένα είδος παιδιάστικης ευθυμίας. Ακόμα και όταν από το δωμάτιό του, ακούει το θρήνο της μνηστής του εργάτη που σκότωσε το πρωί, παραμένει αδιάφορος στον πόνο αυτό. Αποφασισμένος να εκπληρώσει την αποστολή του: να σκοτώσει τον γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος, αντιλαμβάνεται πρώτος το λάθος που έγινε το πρωί, και το επανορθώνει αμέσως: ειδοποιεί τον Αντρζέι και καταφέρνει τον θυρωρό να του δώσει το δωμάτιο δίπλα στου Στζούκα. Εγκαθίσταται, ετοιμάζει το όπλο του. Φτάνει όμως η Κρυστύνα. Η μοίρα του αλλάζει. Ανακαλύπτει τον έρωτα, τη δυνατότητα ενός άλλου μέλλοντος, μιας άλλης ζωής.
Ο Ζαντέρ, περιγράφοντας τη στιγμή που, αιφνιδιασμένος από ιον ερχομό της Κρυστύνα, ο Μάτσιεκ, στη βιασύνη του να κρύψει ta όπλα του, αφήνει άθελά του να του πέσουν δύο σφαίρες, βλέπει σ’ αυτό μια «παράξενη, συμβολική σκηνή όπου ο θάνατος, αιφνιδιαζόμενος από τον έρωτα, θα υποχωρήσει ίσως»5. Η λέξη «συμβολικός» μπορεί να σοκάρει. Όμως η τέχνη του Βάιντα είναι ακριβώς να προικίζει τα πιο συγκεκριμένα αντικείμενα με μια δραματική αξία. Όλη αυτή η σκηνή θα επικεντρωθεί γύρω από μια εσωτερική διαπάλη, μια αντιπαράθεση ανάμεσα στο παρελθόν (το παρελθόν της Κρυστύνα και το παρελθόν του Μάτσιεκ) και ένα ενδεχόμενο μέλλον. Και δεν είναι από σύμπτωση αν, τη στιγμή που ο Μάτσιεκ πάει να λυτρωθεί επί τέλους, τη στιγμή που αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι η ζωή μπορεί να ανοιχτεί διάπλατα – κι έχει κιόλας μουρμουρίσει: Πόσο η ζωή θα μπορούσε να είναι ωραία!, δεν θα είναι από σύμπτωση αν η αιφνίδια ανακάλυψη των δύο πρωινών πτωμάτων, τον παραπέμπτει στο παρελθόν του, ένα παρελθόν φονιά, με τη μοίρα του φονιά. Τη συγκίνηση των δύο αυτών σκηνών, την ανακαλύπτουμε στην προσπάθειά μας να περιγράφουμε το δίλημμα του Μάτσιεκ. Τα εξωτερικά αντικείμενα, οι πράξεις είναι που φωτίζουν βίαια τη διαπάλη, ο Μάτσιεκ μας μένει, κατά ένα μέρος, άγνωστος, κατά ένα μέρος, αναποκρυπτογρά- φητος. Ό,τι όμως τον περιβάλλει και όποιος του μιλά, μιλά και σ’ εμάς και μας τον αποκαλύπτει. Διεισδύουμε ταυτόχρονα σε ένα από τα μυστικά της σκηνοθεσίας του Βάιντα. Τις ιδέες, τις διοχετεύουν τα αντικείμενα, οι πράξεις. Όμως, τα αντικείμενα αυτά, αυτές οι πράξεις δεν ξεπροβάλλουν μπροστά μας με την συμβολική τους αξία. Γεννιούνται και κινούνται μέσα σε έναν ρεαλιστικό χώρο. Συμπλέκονται μέσα στο πραγματικό, μέσα στην πραγματικότητα, πριν να προαχθούν σε δραματική, σε συμβολική «αξία».
Οι τρεις ενότητες · Παρ’ όλο που ο Μάτσιεκ εκφεύγει εν μέρει από την καθαρά ψυχολογική διασάφηση, αν και η εσωτερική αλήθεια του μας αποκαλύπτεται πρώτα από τις κινήσεις του, ύστερα από τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν, η ίδια η ταινία είναι πολύ δουλεμένη. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη ο Πολάνσκι υπογράμμιζε6: «Αγαπώ πολύ τις από πλαστική άποψη στέρεες ταινίες, αυτές που σέβονται τις ενότητες, και τις τρεις αν είναι δυνατόν». Το Κανάλ, το Στάχες και Διαμάντια, το Αθώοι Γόητες, εκτυλίσσονται μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες. Ο κύριος τόπος της δράσης καθορίζεται με σαφήνεια: Οι υπόνομοι, το ξενοδοχείο Μονοπόλ, το δωμάτιο του Μπαζίλ. Η δράση τέλος: Η αδύνατη έξοδος, η εκτέλεση του Στζούκα, οι χαριεντισμοί. Η δραματική δόμηση στο Στάχτες και Διαμάντια είναι πολύ πυκνή. Στηρίζεται στην αντιπαράθεση των διαφόρων πράξεων. Η δόμηση αυτή ανάγεται σε έναν συνδυασμό παραλλήλων όπου, άλλοτε τα πρόσωπα, άλλοτε οι πράξεις τους άλλοτε τα πλαστικά στοιχεία του καδραρίσματος τα δυναμικά του μοντάζ, αλληλεπιδρούν τα μεν προς τα δε, δίνοντας τους αρμούς και τα ομοιοκατάληκτα στη γενική σκελέτωση. Έτσι, στον αρχικό φόνο αντιπαρατίθεται η δολοφονία του Στζούκα, την οποία παρατείνει ο θάνατος του Μάτσιεκ. Στην πρώτη εικόνα που συγκεντρώνει τον Μάτσιεκ, τον Αντρζέι και τον Ντρεβνόφσκι, αντιστοιχεί ο χωρισμός τους την αυγή: Ο Αντρζέι που απορρίπτει τον Ντρεβνόφσκι, και ο Μάτσιεκ που αρνείται να σμίξει είτε με τον ένα, είτε με τον άλλο. Ανάμεσα στις δύο αυτές σκηνές, παίχτηκε η μοίρα του καθενός από αυτούς. Αν και ο Ντρεβνόφσκι διάλεξε, από το βράδυ κιόλας, τον δρόμο του, ο Αντρζέι και ο Μάτσιεκ θα αντιπαρατεθούν σε δύο σκηνές. Την πρώτη φορά, όταν ο Μάτσιεκ αναπολεί την παλιά φιλία και δίνει κάποιο θάρρος στον σύντροφό του. Τη δεύτερη φορά, στα αποχωρητήρια, όταν ο Μάτσιεκ ικετεύει τον Αντρζέι να του δώσει δίκιο για τον φόνο που θα διαπράξει. Η σκηνοθεσία θα τονίσει την παράλληλη μοίρα του Αντρζέι και του Μάτσιεκ. Δύο πλάνα, στηριγμένα στο ίδιο καδράρισμα, θα μας δείξουν την έξοδό τους από το ξενοδοχείο Μονοπόλ (στο πρώτο πλάνο, αριστερά, ένα δοχείο απορριμάτων όπου ο Αντρζέι αφήνει τις βιολέτες που πριν από λίγο είχε αγοράσει). Ο παραλληλισμός της μοίρας του Ντρεβνόφσκι και του Μάτσιεκ γεννιέται στο ίδιο καφενείο: για τον Μάτσιεκ η συνάντηση της Κρυστύνα, και για τον Ντρεβνόφσκι η συνάντηση του δημοσιογράφου Πιενιάζεκ. Η κεντρική όμως αντιπαράθεση φέρνει αντιμέτωπους τον Μάτσιεκ με τον Στζούκα. Οι δυο σκηνές της αρχής τους βάζουν μαζί, γύρω από τα δύο πτώματα. Το ίδιο πλάνο θα μας δείξει την είσοδο του Στζούκα στο ξενοδοχείο Μονοπόλ, τη στιγμή που ο Μάταιεκ, ακουμπώντας στο μπαρ διαβάζει εφημερίδα, ενώ, πιο μπροστά, ο Αντρζέι τηλεφωνεί στον Στανίεβιτς. Αμέοως μετά, ο Μάτσιεκ δίνει τη φωτιά του στον γραμματέα του κομμουνιστικού κόμματος. (Μια δεύτερη φορά, θα του δώσει φωτιά ψηλά στις σκάλες που δεσπόζουν πάνω από την είσοδο του ξενοδοχείου). Ο ένας μετά τον άλλον, ο Στζούκα και ο Μάτσιεκ (και πολύ αργότερα ο Αντρζέι) θα αγοράσουν ένα πακέτο τσιγάρα (ο ίδιος διάλογος επαναλαμβάνεται – αμερικάνικα ή ουγ- γαρέζικα; – Ουγγαρέζικα)7. Ένα παράλληλο μοντάζ θα μας δείξει τα διπλανά τους δωμάτια. Τέλος, κι ο ένας κι ο άλλος θα αναπολήσουν με νοσταλγία τα παλιά: τον ισπανικό εμφύλιο ο Στζούκα, την A. Κ. και την εξέγερση της Βαρσοβίας ο Μάτσιεκ. Ό,τι τους αντιπαραθέτει, τους ενώνει: ο γιός του Στζούκα είναι μέλος στις συμμορίες του Βιλκ. Ενώ ο Αντρζέι συζητά με τον Στανίεβιτς, ο Στζούκα, στον γειτονικό διάδρομο μαθαίνει νέα του γιού του από την κουνιάδα του, την κυρία Στανίεβιτς. Έτσι, η κάθε σκηνή μάς κάνει να κατανοούμε ένα πρόσωπο, όμως ταυτόχρονα πλέκει αντιστοιχίες με άλλες σκηνές και, τελικά, εκείνο που έχει σημασία είναι το παιχνίδι αυτών των αντιστοιχιών. Σ’ αυτό έγκειται ο δυναμισμός της ταινίας και, όσο πιο πολλές είναι αυτές οι αντιστοιχίες, τόοο πιο μεγάλη θα είναι η ένταση. Μπορεί να αποστρεφόμαστε αυτή τη συσσώρευση συμπτώσεων. Μπορεί να ισχυριστούμε ότι μια τέτοια δραματική δομή εμπνέεται από τον Πρεβέρ και τον Καρνέ του μεσοπολέμου. Πρέπει όμως να σημειώσουμε μια κεφαλαιώδη διαφορά ανάμεσα στα έργα του Καρνέ και του Βάιντα: κάθε ήρωας εδώ, επιφορτίζεται τη δική του συνείδηση, όχι τη συνείδηση του δράματος, το κάθε πρόσωπο κινείται μόνο από τα προσωπικά του ενδιαφέροντα και, παρ’ όλο που το σενάριο και η σκηνοθεσία αναμιγνύουν τις αλληλεπιδράσεις αυτών των ενδιαφερόντων, αυτά δεν συσσωρεύονται προς μία μόνη κατεύθυνση, το κάθε ενδιαφέρον διατηρεί μια σχετική αυτονομία: τον Στζούκα τον δολοφονούν τελικά, όχι γιατί αποφάσισε να πάει πεζός στη φυλακή, αλλά γιατί ο Μάτσιεκ αποφάσισε να τον σκοτώσει (Στο ξημέρωμα, ο Μπερύ ερχόταν αυτοπροσώπως να προκαλέσει τον Γκαμπέν, ο ίδιος ο Μπερύ πετούσε πάνω στο τραπέζι το όπλο που θα τον σκότωνε).
Ο χώρος · Η πυκνότατη αυτή, από την άποψη του σεναρίου, δραματική σύνθεση πρέπει να χαραχθεί στον χώρο. Ο Ερίκ Ρομέρ έχει γράψει, μιλώντας ήδη για το Κανάλ: «Η μεγάλη, η μοναδική ιδέα αυτή της ταινίας είναι ένα διαστημικό συγκεκριμένο δεδομένο, κι επειδή το σύμβολο δεν διατυπώνεται ποτέ ρητά, διατηρεί τη δύναμή του8». Η δύναμη του Βάιντα έγκειται στο ότι κατάλαβε ότι, για να φτάσει ως την αλήθεια «του», η δραματική εκείνη γραμμή έπρεπε να ενταχθεί στον χώρο. Από την άποψη αυτή, μπορούμε, να πούμε ότι η δομή της ταινίας του στηρίζεται σε μία σχέση ανάμεσα στους κλειστούς και τους ανοιχτούς
χώρους, ανάμεσα στα εσωτερικά και τα εξωτερικά. Πράγματι, αν οι τρεις πρώτες σκηνές και, στο τελικό μοντάζ, ο θάνατος του Μά- τσιεκ (αντιπαρατιθέμενος μα και δεμένος με τη γελοία εκείνη Πολωνέζα) εκτυλίσσονται εξωτερικά, όλη η ταινία, με εξαίρεση μία μόνη εικόνα (και ακριβώς την εικόνα του περιπάτου της Κρυστύνα και του Μάτσιεκ με τους τρεις σταθμούς της: την επιτάφια γραφή του Νόρβιντ, τον αναποδογυρισμένο Χριστό, το ξωκκλήσι και τα δύο πτώματα), εκτυλίσσεται σε εσωτερικά, στο ξενοδοχείο Μονοπόλ και στου ταγματάρχη Στανίεβιτς. Σε τρεις περιπτώσεις μόνο, με την ευκαιρία ενός ανοιχτού παράθυρου, θα διατηρήσουν τα εξωτερικά την παρουσία τους. Και, κάθε φορά, θα βλέπουμε στρατιώτες, θα ακούμε εμβατήρια, ωσάν να ήταν κυκλωμένη η πόλη από έναν Χορό στρατιωτικών (Στο δραματικό επίπεδο η παρουσία αυτή προοιωνίζει τον συμπτωματικό θάνατο του Μάτσιεκ, που τον σκοτώνει ένας φαντάρος). Ηθελημένη επιλογή της σκηνοθεσίας θα είναι πάντα να ανοίγεται στον χώρο, πριν τον καταλάβουν η δράση και οι ήρωες. Έτσι, στη δεύτερη εικόνα, μας παρουσιάζουν, αντίθετα με το φως, το όργωμα, με ένα κομμάτι ουρανού, λίγο πριν από τον ερχομό του Στζούκα. Έτσι, τον Ντρεβνόφσκι, τον συλλαμβάνει ο φακός, σαν κατά τύχη, μέσα στο πλήθος. Η περιγραφή των τόπων θα έχει σαν αφορμή την άφιξη του Ντρεβνόφσκι, που έχει αναλάβει να οργανώσει το συμπόσιο της νίκης: διασχίζει την είσοδο του ξενοδοχείου, τον διάδρομο που οδηγεί στην αίθουσα του συμποσίου, τον διάδρομο που οδηγεί στα αποχωρητήρια. Με τον ίδιο τρόπο, η τηλεφωνική επικοινωνία του Αντρζέι με τη Βέγκα Στανίεβιτς θα επιτρέψει στον σκηνοθέτη να μας περιγράφει το σπίτι και τον διάδρομο όπου, αργότερα, ο Στζούκα θα έρθει να μάθει νέα για τον γιό του. Όταν η Κρυστύνα και ο Μάτσιεκ πάνε περίπατο, ο φακός τους ακολουθεί στο χωλ και με ένα ανάποδο τράβελινγκ, πάει μπροστά τους, θα μου αντείπουν ότι μια τέτοια σκηνοθεσία είναι κάτι το κλασσικότατο. Ασφαλώς, όμως η σκόπιμη αυτή επιλογή ανταποκρίνεται, στον Βάιντα σε δύο εντελώς ιδιαίτερους σκοπούς: να αποδεσμεύσει από την υπέρμετρη έντασή της τη δραματική μορφή του έργου διευρύνοντας το πλαίσιό της μες στον χώρο και, από την άλλη, να μας επιβάλει την πραγματικότητα αυτού του πλαισίου πριν αποκτήσουν αξία και λειτουργία τα δραματικά στοιχεία, πριν την όποια συμβολοποίηση. Λόγου χάρη, τέσσερα κάθετα πανοραμίκ αντιστοιχούν στην εσκεμμένη αυτή επιλογή. Το πρώτο αρχίζει την ταινία. Ανακαλύπτουμε ένα σταυρό που δεσπόζει πάνω από ένα ξωκκλήσι, η εικόνα χαμηλώνει προς το κοριτσάκι μπροστά στο ξωκκλήσι, έπειτα προς τον Μάτσιεκ και τον Αντρζέι, ξαπλωμένους στο χορτάρι. Μας παρουσιάζουν στοιχεία ξένα προς τη δράση (ο σταυρός, το ξωκκλήσι, το κοριτσάκι) πριν να εντάξουν στον χώρο τους δύο ήρωες. Τα ξένα όμως αυτά στοιχεία θα έχουν λεπταίσθητες αποκρίσεις δια μέσου του έργου. Στο ξωκκλήσι όπου, σε λίγα δευτερόλεπτα, θα σωριαστεί το θύμα του Μάτσιεκ, θα αντιστοιχεί το ξωκκλήσι όπου ο Μάτσιεκ θα ανακαλύψει τα δύο πτώματα. Στο κοριτσάκι που πλησιάζει τον Αντρζέι με τα λουλούδια στο χέρι, τα παιδιά που θα τον κυκλώσουν στο τέλος της ταινίας. Τις σχέσεις αυτές ωστόσο δεν θα τις συλλάβουμε παρά κατόπιν εορτής. Το δεύτερο πανοραμίκ γαντζώνεται στο μεγάφωνο που αναγγέλλει τη νίκη, έπειτα κατεβαίνουμε προς το πλήθος που συζητά και σχολιάζει το γεγονός, και που, μέσα του, θα διακρίνουμε τον Ντρεβνόφσκι. Αργότερα, ο φακός θα γλιστρήσει κατά μήκος του Σταυρού που τρίζει, για να σταματήσει στο αναποδογυρισμένο κεφάλι του Χριστού που χωρίζει τους δύο εραστές. Τέλος, όταν ο Μάτσιεκ θα ανασηκώσει με το χέρι του την Ιερά Σινδόνη του ξωκκλησιού, ο φακός θα πέσει στο πρόσωπο των δύο πρωινών πτωμάτων.
Υπάρχει επίσης ένα έξοχο ανάποδο τράβελινγκ, κατά την επίσκεψη του Αντρζέι στης Βάγκα. Στην προηγούμενη εικόνα, ήμασταν στο δωμάτιο του Στζούκα. Ο ήχος προπορεύεται της εικόνας και χάνεται. Τραγούδια στρατιωτών στο δρόμο. Ο φακός καθυστερεί με τους στρατιώτες, έπειτα ο διοικητής μπαίνει στο οπτικό μας πεδίο και κλείνει το παράθυρο (αλλάξαμε τόπο). Αυτή τη σχέση ανάμεσα στον εξωτερικό και τον εσωτερικό χώρο που δεσπόζει σε όλο το έργο, και που θα επενδυθεί από μία διαλεκτική του παρελθόντος και του μέλλοντος, την αντιλαμβανόμαστε ακόμα καλύτερα στη σκηνή όπου ο Αντρζέι και ο Μάτσιεκ αφήνουν την καρδιά τους να μιλήσει, και αναπολούν τους χαμένους τους φίλους. Καθώς ο κόσμος που άκουε την τραγουδίστρια γυρίζει προς το μπαρ, πάνε μαζί προς ένα ανοιχτό παράθυρο. Μας δείχνουν το δρόμο: στρατιώτες, δύο πελώρια πανώ, που το ένα τους παρουσιάζει τον Στάλιν. Αμέσως ο Μάτσιεκ στρέφεται. Μας δείχνουν το μπαρ και την Κρυστύνα. Την αυγή, όταν θα αφήσει την Κρυστύνα, θα ξανα- 6ρεί, ακουμπώντας, σ’ ένα τοίχο, το πανώ του κομμουνιστή ηγέτη. Άλλες φορές πάλι, ο Βάιντα καδράρει διαδοχικά το βλέμμα και αυτό που το βλέμμα συλλαμβάνει: Τον Μάτσιεκ βγάζοντας το πουλόβερ του στο παράθυρο και τη μνηστή που κλαίει. Τον σκοτωμένο εργάτη που σωριάζεται μες στο ξωκκλήσι και, ιδωμένη από το ξωκκλήσι, την κίνηση του Αντρζέι που ανασηκώνει το όπλο του Μάτσιεκ. Τον Μάτσιεκ μπροστά στον καθρέφτη, και στον ίδιο καθρέφτη, το μπαρ όπου βρίσκεται η Κρυστύνα, κατά την πρώτη τους συνάντηση, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε επίσης την είσοδο του Αντρζέι κάτω από τη βροχή, που την έχει συλλάβει ο φακός μέσα από τη στήλη αέρα που χωρίζει τα δύο θυρόφυλλα, ή τις σκιές που διαγράφονται πίσω από τον Στζούκα, ενώ επισκέπτεται την κυρία Στανίεβιτς. Το ότι ο χώρος υπάρχει ακόμα και έξω από το πλαίσιο του φακού, το αντιλαμβανόμαστε όταν ο Στανίεβιτς περιστρέφεται γύρω από τον αόρατο αυτόν μάρτυρα, που είναι ο φακός, και βγαίνοντας στα δεξιά από το οπτικό μας πεδίο, γυρίζει από τα αριστερά μας, χωρίς εμείς να σταματήσουμε να τον ακούμε, και να επιτηρούμε τις μετακινήσεις του, στην κίνηση των ματιών του Αντρζέι.
Τα σύμβολα
Η δύναμη μιας εικόνας έγκειται, πρώτα- πρώτα, στο ίδιο της το περιεχόμενο, στην πραγματικότητα την οποία επιβάλλει στο βλέμμα μας, στη διαστημική προέκταση που δίνει στον ίδιο τον εαυτό της.
Από το Στάχτες και Διαμάντια και μετά, το δούλεμα της εικόνας θα γίνει, για τον Βάιντα, το επίκεντρο του έργου. Προηγούμενα, η εικόνα, όποιος κι αν ήταν ο ιδιαίτερος πλούτος της, εξαρτιόταν από τη σύμπτωση της δραματικής πλοκής. Αν η δραματική πλοκή μπορέσει να την περικλείσει, τόσο το καλύτερο. Να τη γεννά όμως μόνο η τύχη, τόσο το χειρότερο. Από την ταινία αυτή και μετά, η εικόνα δεν θα είναι πια η ομορφιά της στιγμής, θα δημιουργεί η ίδια τη δραματική πλοκή. Πώς; Γιατί θα εκθρέψει απ’ ευθείας το έργο, γιατί θα γεννηθούν αντιστοιχίες, άλλοτε πλαστικές, άλλοτε δραματικές ανάμεσα στις εικόνες, και οι αντιστοιχίες αυτές θα αποτελέσουν τη δυναμική πλοκή του έργου. Και οι αντιστοιχίες αυτές δεν θα είναι μονόφωνες, αλλά πολλαπλές. Εξ ου και η περιπλοκότητα του Στάχτες και Διαμάντια και των έργων που θα επακολουθήσουν. Μια εικόνα δεν παραπέμπει μοναδικά σε μια άλλη. Συνενώνει, δια μέσου του έργου δύο ή τρία στοιχεία που, με τη σειρά τους, εκκρίνουν άλλα. Και καθώς αυτά τα οπτικά στοιχεία εντάσσονται τώρα σε μια αδιάλειπτη δραματική πλοκή, το καθένα από τα οπτικά στοιχεία θα βρει την προέκτασή του, όχι μόνο σε άλλα οπτικά στοιχεία, αλλά επίσης και σε δραματικά στοιχεία, όχι μόνο στην εικόνα, αλλά και στην ιδέα που αυτή περιέχει. Έχω προηγούμενα υπογραμμίσει ότι η δραματική πλοκή ήταν ισχυρότατη, από πλευράς σεναρίου και ντεκουπάζ, ότι στηριζόταν κυρίως στην αντιπαράθεση των διαφόρων ηρώων, αντιπαράθεση καθαρά υλική, που γεννιέται από την παρουσία τους στον ίδιο τόπο, αντιπαράθεση περισσότερο διανοητική, οφειλόμενη στις αξίες που ο καθένας τους αντιπροσωπεύει, και στην ιδιαίτερη μοίρα που ο καθένας τους θα γνωρίσει στην πορεία της δράσης. Ο παραλληλισμός όμως αυτός θα εμπλουτισθεί και θα διευρυνθεί, γιατί κάθε εικόνα, κάθε οπτική λήψη της πραγματικότητας θα ξανοίγει σε προεκτάσεις. Ασφαλώς δεν υπάρχει κανείς θεατής που, βλέποντας μια μόνο φορά την ταινία, γα μπορεί να αποκαταστήσει, να αναλύσει, να συνδυάσει αυτό τον πλούτο. Η αλληλεπίδρασή τους όμως είναι τέτοια, οι συσχετισμοί ανάμεσα στις εικόνες τόσο πολλαπλοί, που ο πρώτος τυχών την έχει αναγκαστικά υποστεί, έχει αναγκαστικά συγκροτήσει μερικά θραύσματα. Μπορεί να μην έχω ποτέ διαβάσει τον Σιντ, αν όμως παραβρεθώ σε μια παράσταση, ακόμα κι αν είμαι εντελώς ανίκανος, βγαίνοντας, να θυμηθώ μια ρίμα, έναν στίχο, ένα ρητορικό ανάπτυγμα, θα με έχει αγγίξει ο παραλληλισμός ορισμένων σκηνών. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα: η πτώση του εργάτη που σκοτώνεται στο ξωκκλήσι, θα συνδυαστεί με την πτώση, ιδωμένη από τα νώτα επίσης, του Στζούκα στην αγκαλιά του Μάτσιεκ. Ο συνδυασμός αυτός των εικόνων ενισχύεται από τη δραματική πλοκή. Ο εργάτης σκοτώνεται κατά λάθος, στη θέση του Στζούκα. Οι δύο φόνοι τοποθετούνται στην αρχή και το τέλος της δράσης. Η πτώση ωστόσο αυτή θα έχει και δύο άλλες αντιστοιχίες: τον Μάτσιεκ που πεθαίνει μπουσουλώντας και μέσα σε σπασμούς, και, το κατρακύλισμα του Ντρεβνόφσκι στις σκάλες. Οι δύο αυτές στιγμές βάζουν τελεία και παύλα σε έναν άλλο παραλληλισμό: την αντίστοιχη μοίρα των δύο ηρώων. Τέλος, η πτώση του εργάτη (και τα δύο πλάνα που την προσδιορίζουν: τον εργάτη από τα νώτα που ανοίγει με την κίνηση του την πόρτα του ξωκκλησιού, και από την εκκλησία, τον πυροβολισμό του Μάτσιεκ, του οποίου το όπλο ανορθώνει ο Αντρζέι) θα βρει την αντίστιξή της όταν ο Μάτσιεκ, σε ένα άλλο ξωκκλήσι, θα ανακαλύψει τα δύο πτώματα.
Η τελευταία αυτή εικόνα, πριν αποκτήσει μεταφορική σημασία (η αντιστοιχία της με τους δύο φόνους) ή συμβολική σημασία (αντίθεοη έρωτα-θανάτου) γίνεται αντιληπτή μέσα σε μια αδιάσπαστη συνέχεια. Δεν γεννιέται μόνο από τη θέληση του δημιουργού να μας επιβάλει μια αξία και έναν συσχετισμό. Για να ξεπροβάλει, χρειάστηκε μια ολόκληρη ανάπτυξη. Και η ανάπτυξη αυτή προσδιορίζει επακριβώς τη γραφή και το ύφος του Βάιντα. Είδαμε ξαφνικά τον Στζούκα στο χωλ. θα γυρίσει στην κάμαρά του. Στο κατώφλι θα διασταυρωθεί με τους δύο εραστές. Η Κρυστύνα και ο Μάτσιεκ χορεύουν για λίγο στο χωλ, έπειτα βγαίνουν στο δρόμο. Βρέχει, καταφεύγουν σε ένα ερειπωμένο ξωκκλήσι, σταματούν. Εκείνη αποκρυπτογραφεί σιγά-σιγά τις πρώτες λέξεις του ποιήματος του Νόρβιντ. Εκείνος συμπληρώνει: θαμμένο κάτω από τις στάχτες, το διαμάντι θα σπιθίσει με όλη τον τη λάμψη σαν την αυγή που αναγγέλλει τη νίκη. Αφού εκείνη επαναλάβει την τελευταία τούτη φράση, ο Μάτσιεκ προσθέτει: Το διαμάντι είσαι εσύ. Απομακρύνονται πάλι, σταματούν από τις δυο μεριές του αναποδογυρισμένου Χριστού, μακραίνουν ξανά ανάμεσα στους τάφους. Διακρίνουμε το εκκλησάκι του κοιμητηρίου. Εκείνη τη στιγμή, το τακούνι της Κρυστύνα σφηνώνει κάπου και σπάζει. Ο Μάτσιεκ το παίρνει στο χέρι του, προσπερνά τον κοιμισμένο φύλακα, μπαίνει οιο εκκλησάκι. Πηγαίνει προς την Αγία Τράπεζα, βρίσκει ένα καμπανάκι και το χρησιμοποιεί αντί για σφυρί. Ο γέρο-φύλακας ξυπνά και επεμβαίνει: Δεν σέβεστε τους νεκρούς; Ο Μάτσιεκ τον κάνει να σωπάσει χτυπώντας το καμπανάκι: Πού μπορεί κανείς να βρει έναν τσαγκάρη τέτοια ώρα,· Η Κρυστύνα σταματά στην είσοδο, δίπλα σε ένα πένθιμο παραπέτασμα στολισμένο με μια νεκροκεφαλή. Ο Μάτσιεκ ανασηκώνει το σάβανο. Κραυγή, χωρίς να φαίνεται, της Κρυστύνα. Ο φακός πέφτει πάνω στα δύο νεκρά πρόσωπα.
Η εικόνα αυτή έρχεται ως εμάς, στο πέρας μιας ιδιαίτερης ανάπτυξης, και, στα πλαίσια αυτής της ανάπτυξης έγιναν αντιληπτές και άλλες αντιστοιχίες. Όλη αυτή η σκηνή – θα τη βρούμε και πιο κάτω9 – περιγράφει τη σχέση του Μάτσιεκ και της Κρυστύνα, τους δισταγμούς, τις αβεβαιότητες του αγοριού. Τις επιφυλάξεις, την ανησυχία του κοριτσιού. Ο καθένας τους, κατά κάποιον τρόπο, παραδέρνει ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον του. Κι ο καθένας τους παρασέρνεται, ταυτόχρονα, από το παρελθόν κι από το μέλλον του άλλου. Όσοι καταδικάζουν την αισθητική του Βάιντα, ή κάθε αισθητική που επιδιώκει να δώσει μια συμβολική αξία στα αντικείμενα, με τον συλλογισμό τους απομονώνουν το αντικείμενο που συγκεκριμενοποιεί την ιδέα. Όμως, το αξιοθαύμαστο δεν βρίσκεται διόλου στο αντικείμενο. Ο Χριστός είναι πράγματι «ένα ενοχλητικό πάρεργο»10. Αν όμως ο φακός κατέβει σε όλο το μήκος του σταυρού, αν έτσι αποδώσει στον χώρο, στο πραγματικό ό,τι μόνο με τη σκέψη γίνει σύμβολο, αν όμως εκείνη η στιγμή εγγράφει σε μία χρονική και διαστημική συνέχεια, και αν, τέλος, το αντικείμενο αυτό, αντί να επικεντρώνει μια μόνο ιδέα, ανοίγει και αποκαλύπτει πολλαπλές προοπτικές, τότε πρέπει να το χειροκροτήσουμε ως επιτυχία. Το αντικείμενο δεν γίνεται ένα με την ιδέα την οποία συμβολίζει. Συγκλίνουν προς αυτό πολλές γραμμές. Από αυτό αναβλύζουν άλλες ακτίνες. Μία ταινία δεν μπορεί να διαβαστεί αφηρημένα. Για τον Βάιντα, τα αντικείμενα είναι σημαίνοντα, το σημαινόμενο τους όμως δεν έχει προκαταβολικά προσδιοριστεί. Είναι η συνισταμένη των διαφόρων γραμμών του έργου. Και θα είναι η ταινία τόσο πλουσιότερη σε δύναμη, όσο πιο βαθιά βυθιστεί το σημαίνον μες στην πραγματικότητα (εξ ου και η αναγκαιότητα του κάθετου πανοραμίκ, που γλιστρά από το πάνω μέρος του σταυρού ως το αναποδογυρισμένο κεφάλι του Χριστού).
Στο δραματικό επίπεδο, η δράση φέρνει τους ήρωες αντιμέτωπους: τον Μάτσιεκ και τον Στζούκα, τον Μάτσιεκ και τον Ντρεβνόφσκι, τον Μάτσιεκ και τον Αντρζέι. Ο παραλληλισμός ανάμεσα σε δύο σκηνές, ανάμεσα σε δύο χρονικές στιγμές, επιβάλλει αυτή την αντιπαράθεση. Στοιχεία οπτικά και ηχητικά θα έρθουν να την ενισχύσουν. Λόγου χάρη, ο Μάτσιεκ και ο Στζούκα, σε δύο διαφορετικές στιγμές, αναπολούν με νοσταλγία το παρελθόν τους. Η αναπόληση αυτή έχει την αφετηρία της σε αντικείμενα: Τα ποτήρια με το ρακί που θα τους βάλει φωτιά ο Μάτσιεκ, το γραμμόφωνο που φέρνουν στο δωμάτιο του Στζούκα. Η ηχητική μπάντα θα συνταιριάσει το τραγούδι του μπαρ1 με τον ύμνο των ισπανών επαναστατών. Και οι δύο σκηνές τελειώνουν με ένα παρεμφερές δεδομένο: το πισωγύρισμα του πλήθους απωθεί τον Μάτσιεκ και τον Αντρζέι προς το παράθυρο. Οι εξωτερικοί θόρυβοι σπρώχνουν τον Στζούκα να κλείσει το παράθυρό του. Αν ο Μάτοιεκ και ο Στζούκα σμίγουν στο θάνατο, ο Ντρεβνόφσκι μας δίνει μόνο τη γελοία όψη του θανάτου. Όμως ο Βάιντα κατάφερε να εντάξει με θαυμαστό τρόπο την παρωδία στο έργο του. Όταν ο Ντρεβνόσφκη τύφλα στο μεθύσι, ορμά στο τραπέζι και με τον πυροσβεστήρα του πολυ- βολεί, χαρούμενος, τους προύχοντες όταν, μια στιγμή αργότερα, με τα χέρια ψηλά, αρχίζει την κίνηοη κάποιου που συλλαμβάνουν, όταν γκρεμοτσακίζεται στις σκάλες, η καθεμιά από τις κινήσεις του προοιωνίζει τις κινήσεις του Μάτσιεκ: τον φόνο, την σύ- ληψή του μέσα στους στρατιώτες, την τελική πτώση του. Ο κινη-
-
Το τραγούδι του μπαρ δεν δίνεται στους υπότιτλους. Αναπολεί τα κατορθώματα των Πολωνών υπό τις διαταγές του στρατηγού Άντερς. Λέει κυρίως: «Και τα τριαντάφυλλα θ’ ανθίσουν πιο κόκκινα στο Μόντε- Κασσίνο, γιατί ποτίστηκαν με πολωνέζικο αίμα». ματογράφος, λένε μερικές φορές, είναι η τέχνη του χρόνου και του χώρου, της χρονικής συνέχειας, της διαστημικής συνέχειας, με δυο λόγια, μια τέχνη κατ’ εξοχήν μετωνυμική, για να επαναλάβουμε τη διάκριση του Τζάκομπσον1. Και η δυσκολία είναι να εντάξεις, σε μια μετωνυμική ανάπτυξη, στοιχεία μεταφορικά ή, αν προτιμάτε, στοιχεία αναλογίας (προσώπων και ιδεών, μορφών και εικόνων). Αν ένας διηγηματογράφος, ένας μυθιστοριογράφος παραθέτει στην αφήγησή του κομμάτια χρόνου και χώρου, αν αφήνεται, αυθόρμητα, στη γραμμικότητα της αφήγησης, στη διαδοχή πράξεων και πραγμάτων, ένας ποιητής επιβεβαιώνεται, πρώτα-πρώτα, στις αντιστοιχίες που βρίσκει, στους συσχετισμούς που διατηρούν οι εικόνες του κόσμου του. Ο Βάιντα είναι, στις μεγάλες του στιγμές, ο ποιητής της εικόνας. Ξέρει, καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον να κάνει να αναβλύζουν παράλληλες γραμμές οτη διαστημική και χρονική ανάπτυξη της δράσης. Η αισθητική του περιπλάνηση θα είναι κυρίως να εμβαθύνει τΙς μεταφορικές δυνατότητες της εικόνας.
Μία μόνο σήμασία: Η Πολωνία
Αυτή η αλληλενέργεια ανάμεσα στις εικόνες, τα αντικείμενα αυτά που, μόλις τα ανακαλύπτουμε μες στην πραγματικότητά τους, μετατρέπονται σε σύμβολα, τα πρόσωπα αυτά που αντιπαρατίθενται και συγχέονται μεταξύ τους, είναι η Πολωνία του 1945. Ο Βάιντα προσπαθεί να ξεχωρίσει τις αντιφάσεις μιας εποχής. Το 1939, η Πολωνία μπαίνει στον πόλεμο. Τι ήταν αυτή η Πολωνία; Ένα νέο κράτος με αβέβαια επιβίωση. Γεννημένη την επαύριο του πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ήδη διαμελισμένη ανάμεσα στη χιτλερική Γερμανία και τη σοβιετική Ρωσία, αυτή η αστυνομική και στρατοκρατική χώρα αντιπροσωπευόταν το 1939, στο Λονδίνο, από τον στρατηγό Σικόρσκι. Με την είσοδο στον πόλεμο της ΕΣΣΔ, επανασυνδέθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις, που είχαν διακοπεί το 1939. Ταυτόχρονα όμως γεννιόνταν στην Πολωνία αντιστασιακές ομάδες. Στην Αριστερά, το Πολωνικό Εργατικό Κόμμα, που οργανώνει την Εθνική Φρουρά. Στη Δεξιά, η Άρμια Κραγιόβα που εξαρτιόταν απ’ ευθείας από την Κυβέρνηση του Λονδίνου. Οι δυο αυτές οργανώσεις θα αντι- παραταχθούν. Το 1943, οι Γερμανοί οξύνουν τη σύγκρουση καταγγέλλοντας σ’ όλο τον κόσμο το έγκλημα του Κατύν. Μια καινούρια οργάνωση δημιουργείται, η Εθνική Ένοπλη Δύναμη που, αφήνοντας κατά μέρος όλα τα άλλα, αφιερώνει τις δυνάμεις της στον αγώνα ενάντια στον μπολσεβικισμό. Ο Σικόρσκι πεθαίνει, τον διαδέχεται ο Μικολάιτζικ. Μετά από διακοπή ενός έτους, υποκαθίστανται οι διπλωματικές σχέσεις τον Ιούλιο του 1944. Όμως τότε πιά, το παιχνίδι έχει κριθεί. Μια Προσωρινή Κυβέρνηση, κομμουνιστικών τάσεων, εγκαθίσταται στο Λιούμπλιν. Ο Μικολάιτζικ θα πάει πολλές φορές στη Μόσχα, και θα επιτύχει, τελικά, να μπει στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που σχηματίζεται τον Ιούνιο του 1945. Στις 8 Μαΐου 1945, όπου τοποθετείται η δράση της ταινίας, η κατάσταση είναι μοιρασμένη. Οι εχθρικές προς το νέο καθεστώς δυνάμεις δεν θα σταματήσουν να πολεμούν. Ορισμένα στοιχεία της A. Κ. θα προσχωρήσουν στην «Εθνική Ένοπλη Δύναμη» και, για αρκετά χρόνια, θα συνεχίσουν τον αγώνα κατά του μπολσεβικισμού. Ο εμφύλιος αυτός πόλεμος θα κατασπαράζει την Πολωνία και μια καινούρια γενιά θα θυσιαστεί. Στην πραγματικότητα, όλος ο κόσμος είναι χαμένος. Οι κομμουνιστές προσκρούουν στα κατάλοιπα της χιτλερικής προπαγάνδας. Οι εκπρόσωποι της Κυβέρνησης του Λονδίνου, ξεκομμένοι από την Πολωνία εδώ και έξι χρόνια, δεν την καταλαβαίνουν πια. Ο καθένας παλεύει για τη δική του εκκλησιά και για τα προσωπικά του συμφέροντα. Αυτή την κατάσταση φωτίζει η ταινία. Ένα τέτοιο θέμα, που η κινηματογραφική διασκευή του δεν θα μπορούσε να είναι νοητή ανάμεσα στο 1948 και το 1955, και που, με την πολυπλοκότητά του, παραμένει τυπικά πολωνικό, μας συγκινεί γιατί οι εικόνες και τα αντικείμενα, που θα χρησιμεύσουν ως παραπομπές σε μια Πολωνική πραγματικότητα, επιβάλλονται, πρώτα-πρώτα, μέσα στην ατομικότητά τους, και ύστερα μέσα στη δραματική πλοκή. Κάθε πρόσωπο συλλαμβάνεται μέσα στην ατομική του αλήθεια πριν να πάρει θέση ως δραματική αξία στο σύνολο, και να ενσαρκώσει τελικά ένα από τα πρόσωπα της Πολωνίας του 1945. Έτσι, η ταινία παίζεται σε τρία επίπεδα. Ο Στζούκα, ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος, είναι πενήντα ετών: Τα χρόνια του πολέμου, του αγώνα, της αιχμαλωσίας τον κατέστρεψαν. Η χώρα που ξαναβρίσκει δεν είναι εκείνη που έλπιζε να βρει, που ονειρευόταν στα νιάτα του. Είναι ένας άνθρωπος γερασμένος, ξεπερασμένος από τα γεγονότα και τα πράγματα, ξεπερασμένος από την Ιστορία. Ο Αντρζέι είναι ο μαχητής της A. Κ., πιστός στις στρατιωτικές παραδόσεις. Πιστεύει ότι έχει να εκπληρώσει ένα χρέος και εννοεί να το εκπληρώσει. Ο Μάρεκ είναι ο νεαρός εξεγερμένος, που ο πόλεμος τον έχει σκληρύνει. Πιο νέος από τον Μάτσιεκ, καθορίζει,
περισσότερο από αυτόν, την αποφασιστικότητα των νεαρών μαχητών της A. Κ., αυτών που, για πολλούς μήνες, θα παρέτειναν τον πόλεμο. Οι δύο σύντομες σκηνές, στις οποίες παρεμβαίνει, είναι καίριες. Αυτός’ λέει τα πιο σκληρά λόγια. Όταν τον πιάσουν, διατηρεί την πεισματική, κλειστή στάση του. Τον ρωτούν την ηλικία του κι αποκρίνεται: Εκατό χρονών. Και καθώς τον σκαμπιλίζουν, προσθέτει: Βάλτε έναν χρόνο ακόμα. Όταν τον παρατηρούν ότι άλλοτε πυροβολούσε τους Γερμανούς ενώ τώρα πυροβολεί Πολωνούς, απαντά βίαια: Κι εσείς πυροβολείτε σπουργίτια.
Άλλα πρόσωπα θα εκφράσουν κυρίως τον αριβισμό και τη χαμέρπεια της εποχής. «Ο Ντρεβνόφσκι, ο θλιβερός φιλόδοξος, παίζει σε δύο ταμπλό. Αναποφάσιστος και αναξιοπρεπής, μεθά με αλκοόλ και με υποσχέσεις. Ο ΙΊιενιάζεκ, αποτυχημένος δημοσιογράφος, γερο-αλκοολικός, που το πιοτό του ελευθερώνει όλες τις μνησικακίες, ψιθυριστής κάθε κουτσομπολιού… και πολλών από τις ενοχλητικές αλήθειες. Ο Σβιέτσκι, ματαιόδοξος, αυτοϊκανοποιούμενος πολιτικάντης, μέγας εκφωνητής κούφιων και πομπωδών λόγων (…Είμαστε στη λεωφόρο που ανοίγει μπροστά μας ένα υπέροχο μέλλον… ο λαός πήρε την εξουσία καταργώντας την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο), λόγων που, φοβερή λεπτομέρεια, ακούμε από τα αποχωρητήρια, ανακατεμένων με τα σχόλια της καθαρίστριες (Κάθε πράμα στον καιρό του. Τώρα οι λόγοι. Μετά, έρχεται η σειρά των καμπινέδων). Ο Κότοβιτς, μπογιαντισμένος καραγκιόζης, κούφιος και όλο τσιριμόνιες. Ο κόμης Πουτσιατρίτσκι και η γυναίκα του, άχρωμες φιγούρες του παλιού καθεστώτος, έτοιμοι για κάθε εξευτελιστικό συμβιβασμό, και που ξαναβρίσκουμε, σ’ εκείνη τη γελοία Πολωνέζα του τέλους, μαζί με την κυρία Στανίεβιτς και τον υπουργό Σβιέτσκι. Ο Σλόμκα, τέλος, ο λιπαρός διευθυντής ξενοδοχείου, μουρντάρης με τις γυναίκες της υπηρεσίας, βίαιος με το προσωπικό του, οσφυοκάμπτης και κόλακας με τους δυνατούς της ημέρας. Ένας ολόκληρος κόσμος άξιος για κάθε καταφρόνηση, γλοιώδης ή γελοίος»12. Για να μας τους περιγράφουν, αρκεί μια φράση μερικές φορές. Έτσι, ο θυρωρός εκείνος, που κοντά του χάνει τον καιρό του ο Μάτσιεκ, και που αναπολεί τους λαμπρούς δρόμους και τη φανταχτερή Βαρσοβία του μεσοπολέμου: Αλλού, νιώθεις άσχημα σαν να ήσουν κουλός.
Από όλους τους ήρωες, εκείνος που εκφράζει καλύτερα τον μεσοπόλεμο είναι ο Στανίεβιτς. Είναι ο μόνος που γνωρίζουμε τα διαμερίσματά του, και αρκούν μερικά πλάνα στον Βάιντα για να μας τον παρουσιάσει. Η σκηνή εκτυλίσσεται τη στιγμή του τηλεφωνήματος του Αντρζέι. Τέσσερα διαδοχικά πλάνα θα σημαδέψουν τις τέσσερις κλήσεις: μια ολόσωμη φωτογραφία αξιωματικού του ιππικού, που κρατά το άλογό του απ’ τα γκέμια. Μια κυρία που κάνει μια πασιέντσα. Μια υπηρέτρια που γυαλίζει μια σπάθα του ιππικού. Ένα γενικό πλάνο που ξαναπαίρνει τα τρία στοιχεία. «Έτσι, σε τέσσερα πλάνα μιας ολικής διάρκειας μόλις είκοσι δευτερολέπτων (πλάνα που, ας το τονίσουμε, εντάσσονται αυστηρότατα μέσα στη γενική δράση) υποβάλλεται τέλεια το αστικό, παλαιικό, πολύ «προπολεμικό» περιβάλλον αυτού του πρώην αρχηγού του Πολωνικού στρατού, σε στυλ Πιλσούντσκι13». Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα, θα δούμε τον ίδιο τον διοικητή, που το φαλακρό του κρανίο θα διαγραφεί πάνω σε έναν άλλο πίνακα που παριστάνει ένα ρομαντικό τοπίο.
Το Στάχτες και Διαμάντια είναι μία ταινία υπερβολικά πλούσια. Η κάθε στιγμή, το κάθε πλάνο, η κάθε φράση έχει σημασία, και κάθε σημασία γλιστρά από μια σειρά αξιών σε μια άλλη, από το δραματικό παιχνίδι σε μία συμβολική αξία, από μια ψυχολογική διείσδυση σε ένα ηθικό δεδομένο. Σ’ αυτό έγκειται τελικά η υπερβολή. Σε κάθε θεώμενο νιώθουμε μια αίσθηση πληρότητος σαν να μπαίναμε πιο βαθιά στο έργο. Δεν μπορούμε όμως να αποφύγουμε πότε-πότε ένα συγκεχυμένο αίσθημα εκνευρισμού, ωσάν η πληρότητα και η ολοκλήρωση του έργου να το παραμόρφωναν εν τελευταία αναλύσει, να το παρέπεμπαν σε μια δέσμη πυροτεχνημάτων. Είναι μία ταινία όπου δυσκολεύεσαι να αναπνεύσεις, όπου δύσκολα παίρνεις ανάσα.
-
Matuszewski, Europe 375-376, σελ. 17.
-
J. Plazewski, Cahiers du cinema, No 96.
-
Ε. Lecomte, fiche filmographique.
-
Στις 8 Μαΐου στην Πολωνία υποστηριζόμενοι από τους Ρώσους οι κομμουνιστές παίρνουν στα χέρια τους τους μοχλούς της εξουσίας. Ωστόσο οι αδιάλλακτοι πιστεύουν ότι πρέπει να διώξουν τους Ρώσους όπως διώχτηκαν οι Γερμανοί. Ο Μάτσιεκ και ο Αντρζέι παίρνουν τη διαταγή να σκοτώσουν τον Στζούκα, σημαίνον στέλεχος του Κόμματος, μα κάνουν λάθος στο θύμα. (La cinâmatographie frangaise).
-
Jeander, Liberation, 17 Νοεμβρίου 1959.
-
Contrechamp No 5. Στο μυθιστόρημα η δράση εκτείνεται σε κάμποσες μέρες.
-
Στο μυθιστόρημα ο Στζούκα προτιμά τα αμερικάνικα.
-
Arts, 19 Μαρτίου 1958.
-
Βλ. την Επιλογή Κειμένων: Το έργο του Βάιντα.
-
G. Sadoul. Lettres franqaises, 1η Νοεμβρίου 1959.
-
Jakobson: Essais de linguistique genârale (Edit, de Minuit).
-
Ε. Lecomte, fiche filmographique σελ. 18.
-
Ε. Lecomte, το αυτό.
Ξεκινούν τα διαδικτυακά Σεμινάρια Κινηματογράφου 2021 :
1. ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ 2. ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ 3. ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ 4. ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΜΟΝΤΑΖ (Εκμάθηση Adobe Premiere).
Πληροφορίες- δηλώσεις ενδιαφέροντος- Εγγραφές στο e-mail schoolofcinemagr@gmail.com και στο τηλέφωνο 6944143564.