Συνέντευξη του Αλέξη Δαμιανού στον Μίμη Τσακωνιάτη

“ Ο κινηματογράφος μοιάζει με το βιολί. Αν δεν ξέρεις την τεχνική του δεν βγάζεις ούτε μία νότα”, είχε πει κάποτε γνωστός Έλληνας κινηματογραφιστής για να υπογραμμίσει την δυσκολία του μέσου. Βλέποντας όμως τις ταινίες του Αλέξη Δαμιανού συνειδητοποιείς αμέσως ότι όχι μόνο δεν ακούς νότες φάλτσες, αλλά μελωδίες που αγγίζουν βαθιά την ψυχή και την κάνουν να φλέγεται από πάθος για ζωή… Ο καλλιτέχνης μοιάζει περισσότερο με τη μέλισσα που συλλέγει το νέκταρ από τα λουλούδια και σημασία πάντα έχει, τι μέλι θα φτιάξει στο τέλος. Και αν δεν ξέρεις τα άνθη του τόπου σου και τα αρώματα τους τότε πραγματικά δεν σε σώζει καμμία τεχνική…

-Αν ο ήρωας της ταινίας σας “Μέχρι το πλοίο” που εγκατέλειψε το 1966 την Ελλάδα, μία πνευματική έρημο, αναζητώντας στα ξένα τον χαμένο παράδεισο επέστρεφε σήμερα, πιστεύετε ότι θα αντίκρυζε ένα διαφορετικό τοπίο;

Αν γύριζε τώρα; Μέσα στα σημερινά “μέγαρα και παλάτια” του μιμητισμού της δυτικής ατομικιστικής νοοτροπίας; Γυρεύοντας να ξαναβρεί ότι αγαπούσε, ίσως για πρώτη φορά ο καημένος θα τρόμαζε τόσο πολύ και μπορεί και να πέθαινε από καλπάζουσα βαρειάς μορφής ερημιά. Πάντως θα γύριζε. Όλοι γυρίζουν. Κι ο αδερφός της μάνας μου ήταν μετανάστης στην Αμερική. Γύρισε με καρκίνο κι’έσβησε σ’ένα σκοτεινό δωμάτιο, οδός Λομβάρδου 83 στου Γκύζη. “Η νοσταλγία είναι μία μαύρη γάτα που σου καρφώνει τα νύχια στην καρδιά όταν βραδιάζει”. Όλοι θέλουν να γυρίσουν.

Δεν είναι όμως αλήθεια πως η Ελλάδα στις αρχές του ’60 ήταν μία πνευματική έρημος. Εκείνα τα χρόνια η καταναλωτική κοινωνία δεν είχε εισβάλλει στην Ελληνική ύπαιθρο και οι παραδοσιακές πολιτιστικές αξίες ήταν ακόμα καθοριστικές. Οι άνθρωποι ήταν φτωχοί, αλλά καθόλου εξαθλιωμένοι, ούτε αλλοτριωμένοι. Δεν πιστεύω πως αισθανόντουσαν καμιά εσωτερική ερημιά. Ο ξεριζωμός, που είχε αρχίσει απ’ τις αρχές του αιώνα γινόταν για λόγους επιβιωτικούς και πολιτικούς. “Για μια μπουκιά ψωμί”, που δεν υπήρχε. Το Ελλήνικό κράτος με τους βασιλιάδες και τους ξένους προστάτες του υπήρξε πάντοτε ληστρικό. “Όλοι εμείς κατρακυλάμε και ξενιτευόμαστε σαν τα κοτρόνια που άμα και ξεριζωθούνε κατρακυλάνε στο καταράχι”, γράφει ο ήρωας της ταινίας στο φίλο του. Και φεύγοντας για την “Αυστραλία” πιστεύει ότι θα βρει “σπίτια, μέγαρα, παλάτια”, μιά καινούργια ζωή, που την έχει ήδη εμπλουτίσει με την θέρμη και τις αξίες των παπούδων του, και κει θα τους πει ότι η καρδιά του έχει “πονέσει πολύ”.

Και μένα η καρδιά μου έχει “πονέσει πολύ”, γιατί τίποτα δεν έχω αγαπήσει όσο την Ελλάδα και το πνεύμα της και επιμένω να αντιστέκομαι στη λαίλαπα της παντοειδούς βαρβαρότητας που μας κατακλύζει.

-Το σημερινό ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο με τι χρώματα θα το αποδίδατε;

Παρ’όλες τις δυσκολίες πράσινο, ή και ρόδινο. Όμως αυτό που λείπει αυτή τη στιγμή είναι τα έρμα κι όχι τα χρώματα και οι καλλιτέχνες. Ο κινηματογράφος είναι το καθρέφτισμα της ζωής μας. Όσο περισσότερο καταφέρουμε να εμποδίσουμε την επέμβαση του υπερτροφικού εγώ μας στην ιστορία που θέλουμε να κοινωνήσουμε και όσο πιο γνήσια και ολοκληρωμένα προβάλλουμε την ταυτότητα μας -την αληθινή, όχι την δανεισμένη, τόσο καλύτερα θα πάμε. Και το κοινό θα μας παρακολουθήσει εφ’όσον του το επιτρέψουν τα κυκλώματα των εφημερίδων, της τηλεόρασης και της ξενολατρίας.

-Είναι γνωστή η πίστη σας στην συλλογικότητα, στην συνεργασία μιας ομάδας. Αφού όπως λέτε “ο κινηματογράφος είναι το καθρέφτισμα της ζωής μας” πιστεύετε ότι στις σημερινές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες του ανελέητου ανταγωνισμού και του υπερτροφικού εγωϊσμού μπορεί αυτό το μοντέλο να εφαρμοστεί και ιδιαίτερα στον κινηματογράφο;

Όχι βέβαια. Αλλά η ανθρωπότητα πρέπει να καταλάβει και κάποια στιγμή θα καταλάβει, αν είναι τυχερή και δεν καταστραφεί ολοκληρωτικά, τι όλεθρος είναι ο εγωκεντρισμός και πόσο αμετάκλητα οδηγεί στην τρέλα και την αυτοκαταστροφή.

-Έχετε επίσης δηλώσει ότι πιστεύετε σ’έναν καθαρά ελληνικό κινηματογράφο στην ουσία του. Μπορεί αυτό να λειτουργήσει σε μία κοινωνία όπου σε λίγα χρόνια λόγω της μεταναστευτικής παλίρροιας θα είναι πολυπολιτισμική;

Βεβαίως. Εφ’όσον οι άνθρωποι που θα κάνουν ταινίες θα έχουν αφομοιώσει και θα εκφράζουν αυτήν την “πολυπολιτισμική Ελλάδα”. Και τι είναι αυτός ο μπαμπούλας πια της μεταναστευτικής παλίρροιας; Κι’ η Γερμανία είχε μετανάστες και δεν άλλαξε ούτε το “ήθος” της, ούτε οι αξίες της, ούτε η νοοτροπία της. Και άλλες χώρες. Οι οικονομικοί πρόσφυγες δεν πρόκειται να καταπιούν πολιτισμικά την Ελλάδα. Έτσι κι’ αλλιώς δεν έχουν εξουσία. Στην καλύτερη περίπτωση θα αφομοιωθούν και θα προσφέρουν στον Ελληνικό πολιτισμό το “διαφορετικό” τους, που λένε και οι κουλτουριάδες, πράγμα θετικό, και στη χειρότερη θα μείνουν στο περιθώριο, με επακόλουθο την εγκληματικότητα και ίσως κάποιον ρατσισμό. Εκείνο που θα μπορούσε να τσακίσει ένα πολιτισμό -κι αυτό πολύ δύσκολα γιατί οι λαϊκοί πολιτισμοί βρίσκονται στα κύτταρα -στο DΝΑ- των λαών, είναι η εξουσία (της Αμερικής και των πολυεθνικών εν προκειμένω) και οι πολιτικές γραμμές: Η μίμησις των εκ του πονηρού προτύπων που επιβάλλει η εξουσία, και όχι οι ταλαίπωροι μετανάστες. Δεν λένε “μπλιάχ”, ή “ουάουα” ή “φανταστικό” που σημαίνει αφάνταστο, (αφάνταστο = fantastik = φανταστικό!!!), ούτε οι Αλβανοί ούτε οι Κούρδοι ούτε οι Αφρικανοί. Το λένε οι Αμερικάνοι και τα μέσα ενημέρωσης. Και δυστυχώς λένε κι’άλλα πολλά.

-Έχετε ταχθεί κατηγορηματικά υπέρ των ερασιτεχνών ηθοποιών. Θα έλεγα ότι η καλύτερη κατά την γνώμη μου ταινία της περσινής χρονιάς “Η εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων” του Δήμου Αβδελιώδη στην οποία συμμετείχαν αποκλειστικά ερασιτέχνες ηθοποιοί δικαιώνει εν μέρει αυτήν σας την αντίληψη για το παίξιμο στον κινηματογράφο. Από την άλλη μεριά όμως σκέφτομαι ότι τα αριστουργήματα τους για παράδειγμα οι κορυφαίοι σκηνοθέτες όπως τον “Πολίτη Κέυν” ο Γουέλς και τον “Στάλκερ” ο Ταρκόφσκι τα έκαναν με επαγγελματίες ηθοποιούς σε αυστηρά επαγγελματικά πλαίσια. Δεν θα ήταν δογματική η στράτευση αποκλειστικά με την μία ή την άλλη πλευρά;

Ο Δήμος Αβδελιώδης από το “Δέντρο που Πληγώναμε” μέχρι την “Εαρινή Σύναξη” πάλλεται με τις φουσκοδεντριές, λαμπερός, με δώρα παιδικά. Πάλλεται.

“Μια δυνατή φωτιά να καιόμουνα, που προτού γίνω η στάχτη μου να ζεστάνω τους ζωντανούς Κύριε. Αγάπη”. Είναι ο τελευταίος στίχος από το ποίημα που κλείνει τον “Ηνίοχο”. Δεν γίνεται αλλιώς. Η ευτυχία θέλει παλικάρια. Αγαπώ πολύ όλους τους ηθοποιούς. Και τους επαγγελματίες και τους ερασιτέχνες. Επιμένω όμως πως η τέχνη είναι λειτούργημα και όχι επάγγελμα. Όπως και ο έρωτας, που όταν γίνεται επάγγελμα ονομάζεται πορνεία. Ο πραγματικός ηθοποιός “ποιεί ήθος”, προσφέρει τη γνώση και το ταλέντο του στους συνάνθρωπους του χωρίς σκοπιμότητα. Ξεχνάει τον εαυτό του, και ταυτίζεται με το μήνυμα του έργου ώστε να το αποκαλύψει και να υπηρετήσει κάποια αλήθεια. Αυτό, το θέλουν όλοι οι πολύ καλοί Έλληνες ηθοποιοί που υπάρχουν και σήμερα. Όμως, μη έχοντας άλλο επάγγελμα, αγκιστρωμένοι στην ανάγκη του μεροκάματου, αναγκάζονται να υπηρετήσουν το star system, με όλο το έλλειμμα ως προς αυτήν την κάποια αλήθεια και την παραχάραξη του ήθους που αυτό συνεπάγεται. Αναγκαστικά κολλάνε στα κλισέ που τους επιβάλλουν η μόδα, η τηλεόραση, το εμπόριο, οι δραματικές σχολές, η αγορά γενικά. Άλλοι απλά και μόνο για να επιβιώσουν, κι άλλοι για “μια μπουκιά ψωμί” και μία BMW, αναπόσπαστο στοιχείο του star system. Γι’αυτό συνεργάζομαι καλύτερα με ερασιτέχνες που είναι φρέσκοι, χωρίς κλισέ και σκοπιμότητες, δεν σκοτίζονται για καριέρες κτλ. και διδάσκονται διακριτικά, μέσα από μία αληθινά δημιουργική σχέση. Ακριβώς όπως πρέπει να διδάσκεται ένας ηθοποιός. Παρ’όλα αυτά, έχω συνεργαστεί άριστα και με επαγγελματίες, όπως ο Γιώργος Μαρίνος που παίζοντας έναν μικρό ρόλο στον “Ηνίοχο” πιστεύω πως έκανε πραγματική δημιουργία, ο Θοδωρής Πολυζώνης, η Βίκυ Πρωτογεράκη, η Ντίνα Ανδριοπούλου, ο Βασίλης Στογιαννίδης, το καλύτερο παιδί που χάθηκε έτσι τραγικά, ο Γιώργος Βουλτζάτης -εξαίρετος ηθοποιός- και παλιότερα ο Χρήστος Τσάγκας, η Γιώτα Οικονομίδου, ο Γιώργος Χαραλαμπίδης, ο Γιώργος Μάζης, η Λουϊζα Υποδήματα, η Κούλα Αγαγιώτου, ο Γιώργος Ζορμπάς και άλλοι που ίσως δε θυμάμαι αυτή τη στιγμή. Στο Θέατρο έχω συνεργαστεί μόνο με επαγγελματίες, εκτός από μία παράσταση το 1979 στο χωριό Παπάδες στην βόρεια Εύβοια με αγρότες και βοσκούς, που θα μου μείνει αξέχαστη και όπου παρ’ ότι προσπάθησα να παίξω έναν ρόλο δεν κατάφερα να φτάσω τη χάρη, την αυθεντικότητα και τη λάμψη αυτών των παιδιών, και στο τέλος δεν τον έπαιξα γιατί φαίνεται ως “επαγγελματίας ηθοποιός” ήταν αδύνατον να δέσω με την ανατριχιαστική αμεσότητα τους. Ήμουνα ψεύτης και σαν τη μύγα μες στο γάλα. Αυτή ήταν η ωραιότερη και η πιο ευτυχισμένη παράσταση που έχω κάνει στη ζωή μου. Με τους επαγγελματίες του θεάτρου δυό από τις πιο δημιουργικές συνεργασίες που θυμάμαι ήταν με την Κατερίνα Χέλμη στα “Κόκκινα Φανάρια” και την Βέρα Ζαβιτσιάνου στο “Γεύση από Μέλι”.

-Μέχρι τό 1966 το ενδιαφέρον σας μονοπωλούσε το θέατρο. Είχατε δουλέψει στο Θέατρο Τέχνης του Κουν. Το 1948 ιδρύσατε το “Πειραματικό Θέατρο” και το 1961 το θέατρο “Πορεία” όπου δούλεψατε σαν θιασάρχης, σκηνοθέτης και ηθοποιός μέχρι το 1964. Γράψατε και θεατρικά έργα. Στην συνέχεια το 1965, παίξατε και σαν ηθοποιός σε κάποιες ταινίες όπως για παράδειγμα στον “Κλέφτη” του Π.Βούλγαρη. Πιστεύετε ότι αν δεν είχαν αρνηθεί την πρόταση σας ο Πανουσόπουλος και ο Βούλγαρης να γυρίσουν το σενάριο σας “Μέχρι το πλοίο” δεν θα σας είχε κερδίσει ο κινηματογράφος;

Δεν ξέρω. Πάντως εγώ θα γύριζα το τρίτο σκετς. Νομίζω πως θα με κέρδιζε ο κινηματογράφος. Το θέατρο μου είναι πιο αγαπητό, αλλά η ζελατίνα μένει και μπορείς πάντα ν’αποδεικνύεις αυτό που ήθελες να πεις, σωστό ή λάθος.

Ο Πανουσόπουλος μπορεί να μην γύρισε το πρώτο σκετς του “Πλοίου” σαν σκηνοθέτης, το γύρισε όμως σαν οπερατέρ. Και χρωστάω στο ταλέντο του, που με στήριξε στην παράτολμη για την εποχή κινηματογραφική αντίληψη μου.

-Έχετε αναρωτηθεί ποτέ αν θα ήταν καλύτερα για σας να είχατε μαθητεύσει στον κινηματογράφο δίπλα σε κάποιον Δάσκαλο όπως για παράδειγμα στον Βεάκη στην δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου;

Ο Βεάκης ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος. Είμαι τυχερός γιατί με τίμησε με την αγάπη και την εμπιστοσύνη του. Με έμαθε ότι σημασία έχει τι λες, και όχι το μέσον που το λες.

-Η κριτική, ξένη και ελληνική σχεδόν στον σύνολο της αγκάλιασε τα έργα σας. Αρκετοί έλληνες δημιουργοί όμως σας είδαν ως “ξένο σώμα”, ως “ερασιτέχνη” στον χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονος ότι η ανακήρυξη το 1985 από την ΠΕΚΚ της “Ευδοκίας” ως της καλύτερης ταινίας όλων των εποχών ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους “επαγγελματίες” σκηνοθέτες. Αυτό πως το εισπράξατε τότε;

Ξέρω και ‘γω; Εκείνο τον καιρό δεν έδινα και πολύ σημασία στα βραβεία και τις κριτικές. Τώρα που γέρασα δίνω περισσότερη. Θλιβερό δείγμα παρακμής! Μερικά πράγματα με τρομάζουν και συχνά θυμώνω. Θυμώνω ίσως για να διώξω το φόβο… Οι άνθρωποι της γενιάς μου έκαναν αυτό που ήταν να κάνουν. Αυτό που τους αντιστοιχούσε. Η εφηβεία μας ταυτίστηκε με την λαμπερή ανάταση ενός ολόκληρου λαού. Ασχοληθήκαμε με το θέατρο, τον κινηματογράφο ή ότι άλλο, σε μίαν αναγκαιότητα να εμπλουτισθεί η καθημερινή μας ζωή και να πάρει την αναγωγή της στο επίπεδο της δημιουργίας, της ευτυχίας και της αποκάλυψης. Η δικαιοσύνη να είναι φωτισμένη από την ηθική, για να μπορεί να λειτουργήσει το κειμενικό της έργο… Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν διαμαρτυρήθηκαν, γιατί δεν φοβήθηκαν ποτέ, παρά μόνο το φόβο. Σήμερα συνθλίβονται και για πρώτη φορά φοβούνται, την ευτέλεια που μας κατακλύζει.

-Η δημιουργία του “Ηνίοχου” υπήρξε μία πραγματική Οδύσσεια μέχρι την ολοκλήρωση της. Τελικά φτάσατε στην Ιθάκη με την αίσθηση της πληρότητας ή του ανικανοποίητου;

Ο “Ηνίοχος” είναι μία μεγάλη κατάθεση όχι μόνο δική μου, αλλά και όλων εκείνων των αγαπημένων, που έδωσαν στην ταινία ότι καλύτερο, χωρίς καμία ανταμοιβή. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;

-Υπάρχει κάποιο σενάριο που θα θέλατε να φιλμάρετε, ή κάποιο θεατρικό έργο, κάποιο απωθημένο σας όνειρο;

Όχι απωθημένο όνειρο. Αλλά θέλω να κάνω ένα έργο με ένα θέμα που με καίει αληθινά. Το κεφαλαιώδες πρόβλημα της τόσης ασέβειας στη Ζωή.

Υπάρχει ένας αρχαίος μύθος, πολύ λίγο γνωστός, που μοιάζει να είναι το πρώτο οικολογικό μήνυμα στην ιστορία της ανθρωπότητας και φανερώνει τις ολέθριες συνέπειες της υπερτροφίας του “εγώ”. Ο μύθος του Ερυσίχθονα. Ο Ερυσίχθων, νέος, ωραίος, δυνατός, πλούσιος και επιτυχημένος, βλασφημεί, κόβοντας το ιερό δέντρο της Δήμητρας την ώρα της γιορτής. Οι Δρυιάδες, κόρες της Θεάς, που κατοικούσαν στο δέντρο, βγαίνουν ματωμένες από τις φυλλωσιές και αλλόφρονες τρέχουν στη μητέρα τους. Η Δήμητρα θυμώνει και βρίσκει την Πείνα. Ήτανε τότε που μόλις είχανε αποτραβηχτεί τα νερά του Αιγαίου από την Θεσσαλία και η πεδιάδα φάνταζε ένας ξερός απέραντος τόπος γεμάτος αλάτι και μαύρα βράχια. Η Πείνα καθόταν ξεδοντιάρα κουρελού, στην μαύρη ξεραΐλα. Η Δήμητρα της λέει να πάει να βρει τον Ερυσίχθονα και να του δώσει ένα φιλί στο στόμα. Η Πείνα πηγαίνει, τον βρίσκει να κοιμάται, του δίνει το φιλί και χάνεται. Εκείνος ξυπνάει κι αισθάνεται λιγούρα. Πεινάει. Τρώει. Πεινάει κι άλλο. Ξανατρώει. Πεινάει. Πεινάει. Πεινάει. Ακατάσχετα. Τρώει πια ότι βρίσκει μπροστά του: φυτά, ζώα, τη γυναίκα του, την κόρη του -που μόλις προλαβαίνει να μεταμορφωθεί σε φοραδίτσα και τρέχει να γλιτώσει-, τα ξύλα του σπιτιού του, τα πάντα. Μέχρι που πια δεν υπάρχει τίποτα γύρω του και μέσα στην μέση της ερημιάς, αγριεμένος τρώει τα κρέατα του. Τις σάρκες του.

Αυτή η ρίζα του Ερυσίχθονα -και μην ξεχνάμε ότι έρυσις σημαίνει πληγή και χθών σημαίνει γη, δηλαδή Ερυσίχθων μπορεί και να σημαίνει πληγή της γής-, αυτή η ρίζα, το αδυσώπητο “εγώ”, που επισημάνθηκε επίμονα και με πολλές παραλλαγές από τους αρχαίους Έλληνες (Προκρούστης, Θυέστης, Ατρέας, Οιδίπους), στις μέρες μας έχει θεριέψει και νομιμοποιηθεί. Ατομισμός, υπερκαταναλωτισμός, ανταγωνισμός, παγκοσμιοποίησις της εξουσίας. Αυτές είναι οι αξίες μας σήμερα, αυτές προβάλλονται και επιβάλλονται από τα marketing, τα advertising, τα ΜΜΕ, την κάθε υπερδύναμη. Σ’αυτές σκοτωνόμαστε να ανταποκριθούμε και σαν τον Ερυσίχθωνα τρώμε τις σάρκες μας και βλαστημάμε τη ζωή μας… Τώρα στη βραδινή πορεία μου ακούω το αχολογητό των δασών, που φέρνει με αλαφριά σκόνη τον θρήνο του κονιορτοποιημένου ρητού “το κατά φύσιν ζην εστί κατ’αρετήν”. Αυτά θέλω να γράψω και να πετύχω να ξεφύγω από την μιζέρια και τον παραλογισμό της καινούργιας εποχής μας, χρησιμοποιώντας την ιστορική γνώση, όσο το δυνατόν λιγότερο παραποιημένη ή δικολαβική.

-Η παράδοση μας είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο κεντάτε τα έργα σας. Υπάρχουν πάντα κάποια νήματα -όπως ο μύθος που μόλις αναφέρατε- που ξεκινάνε από την αρχαίοτητα και φτάνουν ως τις μέρες μας. Κάθε χώρα έχει τα δικά της ξεχωριστά σε μέγεθος και χρώματα νήματα με τα οποία κεντάει τα έργα της. Η προσπάθεια επιβολής του Αμερικανικού πολιτικό-οικονομικού μοντέλου σ’όλες τις χώρες του πλανήτη έχει ως τελικό στόχο να εξαφανίσει τις εθνικές παραδόσεις και να μοιράσει σ’όλους τους λαούς τις ίδιες κοντές και μονόχρωμες κλωστές και να τους αναγκάσει να κεντάνε όλοι το ίδιο έργο. Να δημιουργήσει δηλαδή επί της γης, την Κόλαση της ομοιομορφίας την οποία βέβαια λανσάρει ως Παράδεισο!

Σήμερα στην Ελλάδα όλοι δηλώνουν Έλληνες αλλά οι περισσότεροι καταναλώνουν και συμπεριφέρονται σαν Αμερικάνοι. Τρώνε, πίνουν και βλέπουν Αμερικάνικα. Τις προάλλες κοιτούσα τον Παρθενώνα από το σπίτι μου και σκεφτόμουν πόση μοναξιά πρέπει να νιώθει εκεί πάνω ατενίζοντας την Νεοελληνική πραγματικότητα. Εσείς αισθάνεστε αυτήν την μοναξιά;

Πρέπει να πάψουμε να τσιμπάμε το δόλωμα. Την ευκολία και τη βολή. Την υπερκατανάλωση. Τα θανατηφόρα κουμπάκια, όλα εφευρέσεις του Σατανά, που μας μεταμορφώνουν σε παθητικά νεκροζώντα όντα και μας στερούν τη χαρά και την υγεία ακόμα και του στοιχειώδους αγώνα. Η πολιτιστική πληροφορία που βρίσκεται στο κύτταρο μας δε φεύγει έτσι εύκολα. Εύκολα όμως μπορεί να την πάρει ο ύπνος βλέποντας τηλεόραση π.χ. Και δεν θα υπάρχει λόγος να ξυπνήσει εφ’όσον και στον ύπνο μας ακόμα, χάρη στην υψηλή τεχνολογία, όλα θα είναι κανονισμένα, όλα θα ρέουν. Οι ανάγκες μας θα πληρούνται όλες εν υπνώσει. Θα μιλάμε ελάχιστα, δεν θα διαβάζουμε καθόλου και με ολίγα ελαφρά ναρκωτικά ή ηρεμιστικά, θα είμαστε πάντα χαλαροί, εκτός πραγματικότητας, και θα αισθανόμαστε πρώτοι!

Ας προσέξουμε λοιπόν. Ζωή δεν υπάρχει χωρίς κίνηση και αγώνα. “Φύλακες γρηγορείτε” κραυγάζει ο Ανώνυμος στον “Ηνίοχο”. Ας αντισταθούμε. Ας σεβαστούμε τον εαυτό μας, το πραγματικό μας ύψος και βάρος, ας μην ντρεπόμαστε γι’αυτά, ας μην μαϊμουδίζουμε όλες τις ανοησίες των ισχυρών, ας αφομοιώσουμε ότι καλό έχουν, ας διαφυλάξουμε τους παρθενώνες που υπάρχουν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας κι’ας ζήσουμε έχοντας για έρμα-μπούσουλα που λένε, αντί για το χρήμα, σεβασμό, αξιοπρέπεια, αντίσταση και κείνο το “κατά φύσιν ζειν εστί κατ’αρετήν” του Αριστοτέλη. Αυτά βέβαια δεν γίνονται ανώδυνα. Έχουνε τίμημα. Αν όμως δεν το πληρώσουμε, θα χαθούμε και σαν λαός και σαν έθνος και σαν ανθρωπότητα.

Όχι, δε νιώθω μοναξιά. Νιώθω ανησυχία. Και μια σταλιά ελπίδα γιατί πιστεύω πως ο λαός μας που πάντα είχε σχεδόν παράλογες αντιστάσεις (Λεωνίδας, ‘21, Αλβανία, Γερμανική κατοχή) θα αντισταθεί και τώρα. Και πιστεύω πως κι’άλλοι λαοί υπανάπτυκτοι, που ο Δυτικός πολιτισμός δεν τους έχει φάει ακόμα τα σωθικά, υπακούοντας στις προσταγές των δικών τους εθίμων, παραδόσεων και κυρίως Θρησκειών θα αντιδράσουν με δικούς του ο κάθε ένας τρόπους. Θέλω να ελπίζω. Δε νιώθω ακόμα μοναξιά.

2 comments

  1. Σημαντική ανάλυση της τέχνης και των αξιών της ζωής σε μια σπουδαία συνέντευξη.
    ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ (με ρόλο στον «Ηνίοχο») ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΤΑΛΕΝΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟΥ ΘΑΥΜΑΣΜΟΥ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!!!!!!!

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.