ΜΕΣΑ – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ – ΘΕΑΤΡΟ ΠΑΛΛΑΣ “Η ποίησις είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου”, κριτική Νίκης Πρασσά

[VIDEO 1:03:19] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕΣΑ 30 3 2011 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΠΑΛΛΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ [VIDEO 49:47] “ΜΕΣΑ” ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΘΕΑΤΡΟ ΠΑΛΛΑΣ

Έκανα το λάθος να παραμείνω έξι ώρες “Μέσα” στο Παλλάς, σε μία αίθουσα που ανακύκλωνε τους θεατές με τον ίδιο τρόπο που ο δημιουργός ανακύκλωνε τις ανθρώπινες ψυχές στο έργο του. Έξι ώρες που αναμετρήθηκα με τις αντοχές μου, όπως υποθέτω οι συντελεστές με τις δικές τους. Χωρίς να χρησιμοποιήσω το δικαίωμα της φυγής, εξαρχής αποφασισμένη να εξαντλήσω και τα 360 λεπτά από τον καθημερινό μου χρόνο εκεί. Και άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να μάθει από το λάθος του.

MESA_KRITIKI_NIKIS_PRASSA

Σάββατο απόγευμα και η είσοδος του Παλλάς μπλοκαρισμένη από τους συνήθεις υπόπτους μίας γενικής δοκιμής. Τεστ event για τον Παπαϊωάννου και οι διάφοροι κοσμικοί, καλλιτέχνες, φίλοι και σχετικοί ακόλουθοι του καλλιτεχνικού αθηναϊκού στερεώματος σχηματίζουν τεράστιες ουρές έξω από το θέατρο, με τις ταυτότητές τους ανά χείρας και την ανυπομονησία τους μαζί, προκειμένου να παραλάβουν το μαγικό χαρτάκι για την πρόσβασή τους. Η γκρίνια που προηγήθηκε δεν συναινούσε με το μετέπειτα πήγαινε έλα, που σημαίνει πως το άγχος και τα νεύρα θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν είχαμε συνειδητοποιήσει πως η παράσταση αρνήθηκε να ενταχθεί στις συμβατικές τιμές του χρόνου. Λίγο πριν ανέβω τα σκαλιά, μία επιγραφή πάνω από την πόρτα μας πληροφορεί για τον αριθμό κενών θέσεων εντός της αίθουσας, ενώ οι άνθρωποι στην υποδοχή που μας ακυρώνουν τα εισιτήρια, καθώς και οι ταξιθέτες / -τριες , πιο ευγενικοί από ποτέ, μας ενημερώνουν για το ότι μπορούμε να εισέλθουμε και να αποχωρήσουμε όποτε και όσες φορές θέλουμε, αλλά και να μετακινηθούμε με την ίδια ελευθερία εντός του χώρου, όπως επιθυμούμε κάθε φορά.

Η παράσταση είχε ούτως ή άλλως “αρχίσει” πολύ πριν την είσοδο του πρώτου θεατή, συνεπώς καμία βιασύνη δεν χρειαζόταν για να τακτοποιηθείς, κατά βούληση, στη θέση σου. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα μπαίνοντας, ήταν ένα λιτό σκηνικό: κρεββάτι, μπαλκονόπορτα – βεράντα, πόρτα και ντουζ, καθώς και μία κοπέλα μπροστά από αυτό να σκουπίζει ελαφρώς όλο της το κορμί. Καμία ηχητική περίσπαση, καμία άλλη παρέμβαση, παρά μονάχα ένας νεαρός καθισμένος κάτω από την σκηνή, σε ένα ύψωμα, διακριτικά στην δεξιά πλευρά, στην άκρη μίας σειράς κρυστάλλινων ποτηριών, τοποθετημένων με ιδιαίτερη θα έλεγες προσοχή, σε μία λεπτή ισορροπία. Ο “ρόλος” του, εκτός από ακούραστος και σιωπηλός παρατηρητής, θα φωτιστεί στη συνέχεια.

Το “Μέσα”, όπως και ο ίδιος ο δημιουργός του τόνισε, δεν είναι μία θεατρική παράσταση. Περισσότερο σύνθεση στιγμών παρά απεικόνιση μίας ιστορίας, με γραμμική εξέλιξη στον χώρο και τον χρόνο, ισιώνει τις παράλληλες κινήσεις μίας καθημερινότητας και διαστρεβλώνει τον άχαρο χαρακτήρα τους, μεγεθύνοντας τον τρόπο τους και αφουγκραζόμενος τις αισθήσεις που παλεύουν να αναδειχτούν ως σκέψεις μέσα από την αθόρυβη επανάληψή τους. Σε περίπου σαράντα πέντε λεπτά με μιάμισυ ώρα, το ποίημα αποκτά την γλώσσα που χρειάζεται για να επικοινωνήσει με τις δικές μου ανάγκες. Ο Παπαϊωάννου δεν σου προσφέρει το κουτάλι, παρά μονάχα ένα πιάτο, για να τραφείς με τον τρόπο που εσύ θέλεις. Ούτως ή άλλως αυστηρά προκαθορισμένο νόημα και σκοπό, η παράσταση δεν έχει. Έτσι λοιπόν, επαφίεται στην κρίση του καθενός να απολαύσει και να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Μία πόρτα ξεκλειδώνει, ένας άντρας / μία γυναίκα εισβάλλει στο δωμάτιο, γδύνεται, κάνει μπάνιο, σκουπίζεται, τρώει, ρεμβάζει, ξεδιψάει με νερό, κοιμάται, “βυθίζεται” στο στρώμα των ονείρων και ξαναεισέρχεται. Το σύνολο των τριάντα ερμηνευτών εναλλάσσονται επί σκηνής, διαγράφοντας ο καθένας μία προσωπική πορεία, που διασταυρώνεται νοερά ή ουσιαστικά με εκείνη του άλλου, χωρίς ποτέ να επικοινωνούν. Η μοναξιά είναι μία από τις βασικές έννοιες που προβάλλονται ολοκάθαρα στον πίνακα που συνέθεσε ο Παπαιωάννου. Αν, ωστόσο σταθείς αρκετή ώρα απέναντί του, περιμένοντας να ζωντανέψουν οι μορφές του και να συνομιλήσετε, θα διαπιστώσεις ότι έχουν να σου που πολλές ιστορίες για απογοητεύσεις, προσμονές, ελπίδες, διαψεύσεις, ανταγωνισμό, προσπάθεια, και λοιπές πνευματικές και ψυχικές δραστηριότητες μίας ανθρώπινης υπόστασης. Στο φόντο όλων αυτών, μία πόλη που αλλάζει πρόσωπο, σκοτεινιάζει, ξημερώνει, κι εκείνη συνδιαλέγεται μέσα από το χρώμα και τους ανεπαίσθητους θορύβους της με το άτομο που την γεύεται από ψηλά. Η αλήθεια είναι πώς απέναντι στην λιτή, συμπυκνωμένη και αφαιρετική ματιά του γνωστού δημιουργού, η συνειρμική φλυαρία μου θα φανεί παράταιρη. Αν όμως περάσετε κι εσείς έξι ώρες μέσα σε ένα ποίημα, δεν μπορεί παρά να αρχίσουν να ρέουν αβίαστα οι αυθαιρεσίες της προσληπτικής σας ικανότητας.

Προτού προχωρήσω σε μία προσπάθεια κριτικής ανάγνωσης του τρόπου εκτέλεσης της παρούσας ιδέας, θα ήθελα να σταθώ σε μερικά σημεία που έθρεψαν την σκέψη μου. Ο άνθρωπος που φρόντιζε κάθε φορά να διατηρεί την αρμονία στην ακολουθία των γεγονότων της καθημερινότητας των ηρώων, μην αφήνοντας το ποτήρι να ακουμπήσει στο έδαφος σκορπώντας τα θρύψαλά του με βώμβο στην μονοτονία εκείνων, θα μπορούσε να είναι το ίδιο το σύμβολο του χρόνου, η απουσία του οποίου επί σκηνής δεν ματαιώνει την αλληλοδιαδοχή των σημείων του. Σε μία πολύ συγκεκριμένη στιγμή πραγματικής απουσίας του, λίγο μετά τα πυροτεχνήματα, το ποτήρι που πέφτει στο κενό ανατρέπει εντελώς προσωρινά το αναμενόμενο, χωρίς να αποτρέψει τη συνήθεια.

Η απουσία επίσης συμβάντος, θα μπορούσε να αναγνωστεί με την φιλοσοφική απορία του υπαρξισμού περί νοήματος και σκοπού της ανθρώπινης οντότητας. Ειδικά σε μία εποχή όπου τόσο ο άνθρωπος όσο και ο καλλιτέχνης αναζητούν την πρωταρχική πηγή της δικής τους δράσης, πέρα από θέσφατα και μέσα στο πλαίσιο της πολιτικοκοινωνικής σύγχυσης που απομακρύνει την διαύγεια από την διάνοια, ο αποδιοργανωμένος θεατής έρχεται να συναντήσει τον εαυτό του μέσα στην έλλειψη οποιασδήποτε συγκίνησης και πέρα από εκ των προτέρων συναισθηματικούς εκβιασμούς.

Τώρα γιατί έξι ώρες θα ρωτήσετε. Ο Παπαϊωάννου απαντάει σε αυτό, λέγοντας πως σε λιγότερο χρόνο η ιδέα του θα ασφυκτιούσε. Προσωπικά θα έλεγα ότι βρίσκω τα σαράντα πέντε λεπτά επαρκέστατα αν θες να έχεις μία άποψη και επαφή με το έργο. Από κει και πέρα το πείραμα παίρνει άλλες διαστάσεις, λόγω της επενέργειας των ίδιων των θεατών. Δεν μετακινήθηκα πάνω από τρεις φορές μέσα στον χώρο, βρήκα όμως πολύ ενδιαφέρουσα την συμπεριφορά των λοιπών συμμετεχόντων. Κατ αρχήν αυτή η επίφαση ελευθερίας, πέτυχε να εντάξει το κοινό στη σύνθεση του έργου. Θα πω ψέματα εάν δηλώσω πως η προσοχή μου παρέμεινε αυστηρά προσηλωμένη στους ερμηνευτές. Αντιθέτως το μάτι λοξοδρομούσε στις ανθρώπινες φιγούρες που απαλλαγμένοι από τον παθητικό ρόλο του δέκτη, εξέπεμπαν την αεικίνητη – στο σύνολο – ενέργειά τους, πιο ζωηρά από αυτήν των επαγγελματιών της σκηνής – ακόμα και όταν οι τελευταίοι τίθονταν σε εγρήγορση, με τις ηχητικές υποδείξεις του Κων/νου Βήτα.

Μεταξύ των θεατών δεν έλειψαν κι εκείνοι που έψαχναν αφορμή για να διακωμωδήσουν τα όσα παρακολουθούσαν – μεγάλες παρέες “χαβαλέδων” – πράγμα το οποίο είναι πάντοτε θεμιτό αν και όχι κατανοητό. Από την άλλη ήταν υπέροχο το να αλλάζεις την γωνία της οπτικής σου, απέναντι στον ίδιο κι απαράλλαχτο συνηθισμένο σου τόπο αναφοράς. Ομολογώ ότι είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν στην ιερή προσήλωση εν ώρα παράστασης, και αντιδρούν έντονα σε εξωτερικά ερεθίσματα. Παρ όλα αυτά εδώ, πολλές φορές, το φόντο υπήρξε η παράσταση και ο χώρος δράσης τα καθίσματα με τα πηγαδάκια και τις αψυχολόγητες, μα διασκεδαστικές ενέργειες. Κάπως σαν ένα πάρτι, όπου πότε η προσοχή σου στέκεται στον οικοδεσπότη, και πότε ξεφεύγει για να ακολουθήσει κάποιον καλεσμένο.

Από το θέατρο αποχωρήσαμε όταν οι ταξιθέτες μας ζήτησαν να το κάνουμε. Ελάχιστοι χειροκρότησαν, δεν υπήρξε όμως ουσιαστικό τέλος. Οι ερμηνευτές ακούραστοι επί έξι ώρες, πολλές φορές ανακατεύονταν με το κοινό και συνομιλούσαν με φίλους, για να συνεχίσουν μετά την αδιάκοπη απογύμνωσή τους στο “σανίδι”.

Η μέρα της μαρμότας συναντάει την ποίηση του Καβάφη σε αυτό το εικαστικό έκθεμα με τα τριάντα κορμιά να συναινούν, πότε μαζί, πότε κατά μονάς, στο παιχνίδι της απόλυτης ματαίωσης. Προδοσία, παγίδα, ονειροπόληση, αγωνία, απελπισία, τρυφερότητα, όλα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να ενσταλαχτούν μέσα στο ποτήρι που συγκέντρωνε την προσοχή των μοναχικών ανθρώπων, με τον Παπαϊωάννου χωρίς να κάνει – φαινομενικά – τίποτα σπουδαίο, να φτιάχνει όμορφες εικόνες – μου άρεσε ιδιαίτερα εκείνη που δύο ετερόφυλα σώματα ξάπλωσαν το ένα επάνω στο άλλο. Από κει και πέρα οπωσδήποτε ενστάσεις θα υπάρχουν, κυρίως από όσους έχουν συνηθίσει κάτι πιο ολοκληρωμένο, με τους όρους μίας λογικής συνέπειας, ως θέαμα.

Εκείνο που προσωπικά με σόκαρε μετά από έξι και βάλε ώρες, ήταν η συνειδητοποίηση πως ήμουν ένα από τα εκθέματα, μιας και κατά την επιστροφή μου σπίτι εκτέλεσα με άψογο τρόπο ακριβώς τις κινήσεις των ερμηνευτών. Ή μήπως τελικά δεν συνέβη παρά το αντίθετο; Προτού περάσετε από το “Μέσα” , την ενδοσκόπηση δηλαδή που προσφέρεται με αφορμή μία παράσταση, δοκιμάστε να πετάξετε έξω προκαταλήψεις, προσδοκίες και απαιτήσεις που θα είχατε από ένα συμβατικό θεατρικό έργο. Και κυρίως την οποιαδήποτε ανάγκη επεξήγησης. Το “Μέσα” είναι μία ευκαιρία, ένα προϊόν ή μία απάτη, αναλόγως του πώς εσείς θα το εισπράξετε. Δεν είστε υποχρεωμένοι να μείνετε για έξι ώρες, παρά μονάχα εάν νιώσετε την ανάγκη. Η τέχνη δεν έχει να φοβηθεί τίποτα μέσα από τέτοιου είδους προσωπικές αναζητήσεις… και ο ίδιος ο δημιουργός εκτίθεται όπως κάθε ίντσα του γυμνιού κορμιού των ερμηνευτών του. Δεν έχει άλλωστε να φοβηθεί τίποτα.

7 comments

  1. Ακούγεται ενδιαφέρον σαν ιδέα. Δηλ. αντί να ενοποιήσει την παράσταση στο σανίδι πάνω, την άφησε να απλωθεί σε όλην την αίθουσα. Αλλά αναρωτιέμαι, τι έγινε με τη φασαρία, που πάντα κάνει το κοινό και πολύ περισσότερο σε μια παράσταση στην οποία η προσοχή του είναι χαλαρή, αυτό δε διέκοψε την αίσθηση συμμετοχής σου στην παράσταση?
    Αναρωτιέμαι επίσης δε ποιό χρονικό σημείο έρχεται η αίσθηση συμμετοχής του θεατή στην παράσταση και εάν αυτό συμβάλλει στην επιτυχία της ή όχι.

  2. Βλέποντας την παράσταση ένιωσα μέλος μιας μεγάλης και δυνατής φυλής, της οποίας η επίδραση στα ανθρώπινα πράγματα ήταν ανέκαθεν ισχυρή και καθοριστική. Ένιωσα σιγά σιγά ότι έχω τη δύναμη να μην περιορίζω τη δραστηριότητά μου σε κάποιο ιδιαίτερο πνευματικό ή πρακτικό τομέα, αλλά να «διαχέεται και να διέπει το όλον εν γένει».

    Ένιωσα μέλος της φυλής που δημιουργεί μόδες, απόψεις, γούστα και που υπαγορεύει τα όρια του λόγου. Το να νιώθω όμως ένας ακόμα ηλίθιος δε μου ταιριάζει καθόλου.

    Σηκώθηκα κι έφυγα τρέχοντας από το γελοίο υπερθέαμα που είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι θα εκθειάσουν, μη γνωρίζοντας ότι τέτοιες παραστάσεις ήταν της μόδας πριν από 40 χρόνια.

  3. Παρακολουθώντας την συνέντευξη τύπου του Παπαιωάννου αποφάσισα να ΜΗΝ παρακολουθήσω την παράσταση. Διαβάζοντας όμως την κριτική της Νίκης Πρασσά μου δημιουργήθηκε έντονη επιθυμία να πάω να την δω…

  4. Το «Μέσα» είναι ξεκάθαρα μια οδός που μας προσφέρεται για να διαλογιστούμε με τον εαυτό μας. Αν σε τέτοιες εποχές σας περισσεύει το (ουδόλως ευκαταφρόνητο) αντίτιμο για την είσοδό σας στο «Παλλάς» όπου ουσιαστικά θα δείτε να επαναλαμβάνονται επί 6 ώρες 5-10 απλές, καθημερινές, ανθρώπινες κινήσεις τότε…τί να πω? Πηγαίνετε… Όμως είμαι σίγουρη ότι μπορείτε ο καθένας από εσάς: α) να βρεθείτε με τον εαυτό σας οποιαδήποτε ώρα της ημέρας το επιλέξετε (και όχι αυστηρά 17:30-23:30), β) στο αισθητικό περιβάλλον που εσείς θα θελήσετε, γ) με αφορμή κάτι που θα είναι ίσως και πιο «κοντά» σε εσάς και δ) εντελώς ανέξοδα.

    Όντας υπέρμαχος του διαλογισμού, ευχαρίστησα το Θεό και τη φίλη μου που με κάλεσε στη γενική πρόβα και που δεν χρειάστηκε να πληρώσω για ένα τέτοιου είδους θέαμα… Αμέσως μετά από μιάμισης ώρας διαλογισμό που μου πρόσφερε ο κύριος Παπαιωάννου και η ομάδα του, πήγα στο super market και ξόδεψα για τα ψώνια μιας εβδομάδας τα χρήματα που θα είχα πληρώσει υπό άλλες συνθήκες στο «Παλλάς» και…μια χαρά ξαναδιαλογίστηκα μέσα στους διαδρόμους του κτηρίου ψωνίζοντας «τον άρτον τον επιούσιον»…!!!

    Υπογραφή:

    Μια προβληματισμένη νέα ηθοποιός

  5. Η παράσταση ΜΕΣΑ αποτελεί την τέλεια αφορμή για να καταλάβεις ότι η ζωή είναι ΕΞΩ. Να φτιάξεις έτσι τη ζωή σου ώστε να πάψεις να δουλεύεις σαν ένας ακόμα σκλάβος του συστήματος που επιστρέψει κατάκοπος σπίτι για να ανακτήσει δυνάμεις να υπηρετήσει τα ίδια αφαντικά – καμιά φορά και τον ίδιο του τον ευατό ως αφεντικό – παραμένοντας τελικά μόνος μακριά από κάθε αγαπημένο πρόσωπο και φίλους. Για τη αν δεν υπάρχει ζωή μετά… τη δουλειά τότε δίκαια μπορείς να αναρρωτιέσαι μετά την παράσταση αν υπάρχει ζωή… πριν το θάνατο.

  6. Ο δήμιουργος-καλλιτέχνης δεν είναι απαραίτητο να δίνει ένα έτοιμο νόημα στο κοίνο του μέσω της τέχνης του, πόλλες φόρες άλλωστε άυτο το προσδιορίζουμε εμείς ως θεατές ο καθένας μας ξεχώριστα.Γι’ άυτο θεώρω ενδιαφέρον, όταν η τέχνη άπλα μας δίνει ερερθίσματα.
    Με το “Μέσα” του Δ.Παπαιωάννου μας δίνεται μια διαφορετική προσέγγιση της τέχνης πάνω στη σκηνή, μια εγκατάσταση- performance.Αρχικά η σκηνή παρουσιάζεται σαν μια “σανίδα σώτηριας” άφου σ’ άυτην βρίσκεται φαγητό και ξεκούραση.Στη συνέχεια με την επανάλληψη τονίζεται η μονοτονία της ρουτίνας του σύγχρονου ατόμου.Λόγω της ελευθερίας που είχε δοθεί παρατηρούσα τον κόσμο να μπαίνει και να κάθεται, ένω παράλληλα άλλοι άφηναν σίγα σίγα την αίθουσα κάτι που συνέβαινε καθ΄ όλη τη διάρκεια ακολουθώντας τη ροή των πραγμάτων πάνω στη σκήνη.΄Ετσι έφτασα στο συμπέρασμα ότι η performance γίνονταν interactive, με τη “συμετοχή” των θεατών.
    Ήταν μια εμπειρία πιστεύω για το κοινό μια διαφορετική σύλληψη, μια πλευρά που όλοι πρέπει να αντικρίσουμε.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.